ΑΠΟΨΕΙΣ

ΜΕΡΣΩ, Ο Ξένος-ΧΑΡΟΥΝ, Ο άλλος Ξένος

ΜΕΡΣΩ, Ο Ξένος-ΧΑΡΟΥΝ, Ο άλλος Ξένος

Κάποιος που πίνει πάντα ονειρεύεται πως υπάρχει ένας άλλος που τον ακούει.

73 χρόνια ύστερα από το κλασικό μυθιστόρημα του Αλμπέρ Καμύ, ένας άλλος Ξένος ξαναγράφεται στη γαλλική γλώσσα, αναστρέφοντας την πορεία του αρχικού μύθου.

Ο Αλγερινός γαλλόφωνος συγγραφέας και δημοσιογράφος Καμέλ Νταούντ υπογράφει το πρώτο του μυθιστόρημα Meursault, contre-enquête, το οποίο κυκλοφόρησε το 2013 στην Αλγερία (εκδόσεις Barzakh), το 2014 στη Γαλλία (εκδόσεις Actes Sud) και, πριν από λίγο καιρό, ευτύχησε να μεταφραστεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Γιάννη Στρίγκου με τίτλο Μερσώ, ο άλλος ξένος.

Γνωρίζουμε πόσο ριψοκίνδυνο εγχείρημα είναι για έναν συγγραφέα να παραλλάσει ένα «μνημείο» της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το παραπάνω, ωστόσο, εγχείρημα διόλου δεν τρόμαξε τον Καμέλ Νταούντ, ο οποίος χρησιμοποίησε τον Ξένο για να διηγηθεί την ιστορία ενός άλλος ξένου. Και αποδεικνύεται ότι ο τολμών νικά.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Καμύ εμπνέει σύγχρονους συγγραφείς. Από την Μαϊσσά Μπέι, τον Σαλίμ Μπασί, τον Μπουαλέμ Σανσάλ, τον δικό μας Έλληνα συγγραφέα Δημήτρη Στεφανάκη, ο Αλμπέρ Καμύ δεν παύει, άλλοτε ως μέντορας και άλλοτε ως μείζων μυθιστοριογράφος, να τρέφει τον προβληματισμό σύγχρονων συγγραφέων τόσο της Αλγερίας όσο και της παγκόσμιας λογοτεχνίας αποδεικνύοντας τη διαχρονικότητα του έργου του Καμύ.

Θεωρώντας ότι o Άραβας που σκοτώθηκε από τον Μερσώ στο τέλος του πρώτου μέρους του Ξένου θα μπορούσε να είναι ο πραγματικός ήρωας της ιστορίας, ο Καμέλ Νταούντ αναλαμβάνει να τον βγάλει από την ανωνυμία στην οποία τον βύθισε ο «προφήτης του παραλόγου» και να μιλήσει γι’ αυτόν ο αδελφός του, Χαρούν, ο οποίος αποκαλύπτει το όνομά του σκοτωμένου αδελφού – Μούσσα– και την ιστορία του. Ο Χαρούν μιλάει στο δεύτερο ενικό πρόσωπο, χωρίς να είναι σαφές εάν απευθύνεται στον Μερσώ, στον Καμύ, σε κάποιον πανεπιστημιακό, Αλγερινό ή Δυτικοευρωπαίο αναγνώστη. Μήπως άραγε μιλάει ο ίδιος ο Νταούντ στον Καμύ, το λογοτεχνικό του φάντασμα;

Σκέψου το λίγο, είναι ένα από τα πλέον διαβασμένα βιβλία στον κόσμο, ο αδελφός μου θα μπορούσε να ΄χει γίνει διάσημος, αν ο συγγραφέας του είχε καταδεχτεί μονάχα να του δώσει ένα όνομα, Χ΄μεντ ή Καντούρ, ή Χαμμού, απλά ένα μικρό όνομα, που να πάρει η οργή! Η μαμά θα μπορούσε να ΄χε βγάλει ένα επίδομα ως χήρα μάρτυρα κι εγώ να ΄χα έναν αδελφό γνωστό και αναγνωρισμένο για τον οποίο θα μπορούσα να καμαρώνω. Όμως όχι, δεν του έδωσε όνομα, αλλιώς ο αδελφός μου θα είχε δημιουργήσει πρόβλημα συνείδησης στον δολοφόνο – δε σκοτώνει κανείς εύκολα έναν άνθρωπο όταν αυτός έχει όνομα (σελ. 79).

Ο θεωρητικός της λογοτεχνίας και διανοούμενος Edward Said, σ’ ένα από τα βασικά δοκίμιά του για την θεωρία της μετα-αποικιακής λογοτεχνίας, αναφέρει ότι οι Άραβες, στα έργα Η πανούκλα και ο Ξένος, είναι όντα χωρίς όνομα, τα οποία χρησιμεύουν ως φόντο στην ευρωπαϊκή μεγάλη μεταφυσική που εξερευνά ο Καμύ και βρίσκει σύμφωνο τον Καμέλ Νταούντ. Στην αφήγηση του Καμύ, ο ήρωάς του, Μερσώ, πυροβολεί πέντε φορές έναν Άραβα χωρίς όνομα. Κατά τη δίκη του Μερσώ, είκοσι πέντε φορές γίνεται αναφορά στο θύμα ως ανώνυμος «Άραβας», δίχως η δολοφονία να αποτελεί καταδικαστικό στοιχείο του Μερσώ. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι το έγκλημα του Μερσώ για το οποίο καταδικάστηκε ήταν το ότι δεν έχυσε δάκρυ στην κηδεία της μητέρας του, δημιούργησε στον Καμέλ Νταούντ την έντονη επιθυμία να γράψει.

Μπορεί κανείς να διαβάσει το βιβλίο του Νταούντ χωρίς να γνωρίζει το έργο του Καμύ. Αν, όμως, το έχει διαβάσει, οι εκπληκτικές ομοιότητες, τα διακείμενα και η καθαρή γαλλική γλώσσα της γαλλικής λογοτεχνίας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης αποθεώνουν την ανάγνωση και την καθιστούν απολαυστική. Για παράδειγμα, η διάσημη αρχική φράση του Καμύ «Σήμερα η μαμά πέθανε» στον Νταούντ παρουσιάζεται, αντιστικτικά, με την φράση:

Σήμερα η μαμά ζει ακόμη ... αλλά ποιο το όφελος ...Δε λέει σχεδόν λέξη πια. Κι εγώ μιλάω παραπάνω απ΄ ό,τι πρέπει, νομίζω. Αυτό είναι το μεγάλο ελάττωμα των φονιάδων που κανείς δεν τιμώρησε ακόμα, κάτι ήξερε ο συγγραφέας σου...

Η ασυνήθιστη δευτεροπρόσωπη αφήγηση του αδελφού του εκλιπόντος με ρέοντα λόγο, εξομολογητικό τόνο, με φράσεις κοφτές, λιτές και δραματικότητα καθηλώνει τον αναγνώστη και φιλοδοξεί να αποδώσει δικαιοσύνη στο θύμα φωτίζοντας την ταυτότητα και τη ζωή του.

Συγκεκριμένα, όλη η πλοκή του μυθιστορήματος διαδραματίζεται σ’ ένα μπαρ του Οράν - οι θαμώνες του το αποκαλούν Τιτανικό - με τον ήρωα να πίνει:

Απέμεινα μονάχα εγώ για να μιλήσω στη θέση του, καθιστός σε τούτο το μπαρ, περιμένοντας τα συλλυπητήρια που κανείς ποτέ δεν θα μου δώσει. Μπορεί να σου φαίνεται αστείο, αλλά αυτή είναι κατά κάποιον τρόπο η αποστολή μου˙ ένας μεταπωλητής της σιωπής των παρασκηνίων την ώρα που η αίθουσα αδειάζει. Αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε για τον οποίο έμαθα να μιλώ και να γράφω τούτη τη γλώσσα˙ για να μιλήσω στη θέση του νεκρού, να δώσω κάποια συνέχεια στα λόγια του (σελ. 12).

Σε 15 σύντομα κεφάλαια, με εκπληκτικό τρόπο, ο ήρωας του έργου, Χαρούν, αποδομεί τον μακρύ υπαρξιακό μονόλογο του Μερσώ με σκοπό να αντιμετωπίσει τις παρόμοιες προσωπικές αντιφάσεις και τα κενά μνήμης του. Στο επίκεντρο του άλλου Ξένου βρίσκεται ο θάνατος. Όπως γράφει ο Ρολάν Μπαρτ: «Ο θάνατος διατρέχει όλο το έργο, άλλοτε κυριολεκτικά και άλλοτε ανιχνεύεται με διαφορετικά προσωπεία: είναι ο θάνατος-ήλιος, ο θάνατος-τραγωδία, ο θάνατος-μάνα. Είναι το σημαίνον που κάθε φορά όμως καταδεικνύει το σημαινόμενο, που δεν είναι τίποτε άλλο από την έννοια του παράλογου. » Στην αρχή με τον θάνατο του ήρωα του Καμύ, εν συνεχεία με τον θάνατο του Μούσα και τον θάνατο της μαμάς τους, στο τέλος με τον θάνατο του Γάλλου Ζοζέφ. Τέσσερις θάνατοι αλληλοσυνδεόμενοι ως συγκοινωνούντα δοχεία.

Το σκηνικό του ήλιου, του εκτυφλωτικού, ανελέητου φωτός και της παραλίας είναι ίδιο με του Ξένου. Ο Καμέλ Νταούντ μετατοπίζει, όμως, την προοπτική του παραλόγου, τοποθετώντας την στη συγκλονιστική ζωή του Χαρούν, ο οποίος σαν ένας άλλος Μερσώ, σαν ένας άλλος ξένος, ενδοσκοπεί. Από το θάνατο του Μούσσα, τον Ιούλιο του 1942, o Χαρούν βίωσε τον πόλεμο της απελευθέρωσης, της ανεξαρτησίας, τον συνταγματάρχη Χουαρί Μπουμεντιέν, ο οποίος κατέλαβε την εξουσία στην Αλγερία, με ένα αναίμακτο στρατιωτικό πραξικόπημα τον Ιούλιο το 1965, τη «μαύρη δεκαετία» και τη διατήρηση της εξουσίας του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (FLN). Τον ακούμε, σε αντίθεση με τον Μερσώ να αφηγείται και να ερμηνεύει τα γεγονότα που τον αφορούν, παρακολουθούμε τον εσωτερικό του κόσμο, τη σχέση του με τη σιωπηρή, σκληρή μητέρα του, την ανέχεια της παιδικής του ηλικίας, τον εκλιπόντα αδελφό Μούσσα, τον απόντα πατέρα, τη Μεριέμ και με τη δύναμη της γραφής και του φωτός, όλες οι σκέψεις και οι ενέργειές του προσφέρουν τις διαφορετικές όψεις του εαυτού του. Άλλοτε βασανιστικά, άλλοτε λυτρωτικά, ο Χαρούν αφουγκράζεται τον ίδιο του τον εαυτό ως άλλον και συνειδητοποιεί ότι η ετερότητα δεν μπορεί να είναι κάτι αρνητικό, αφού βρίσκεται μέσα μας.

Για τον Νταούντ, όλοι είμαστε ξένοι, και κυρίως ξένοι του εαυτού μας. Ο συγγραφέας αντιδιαστέλλει τις έννοιες εξόριστος, μετανάστης ή εκπατρισμένος, αναφέροντας : «Το να είσαι μετανάστης ή εκπατρισμένος είναι κυρίως γεωγραφικό θέμα, η έννοια του ξένου αγγίζει βαθιά την ψυχή του ανθρώπου, αισθάνεται ξένος, επειδή έχει διαφορετική ματιά». Η διαφορετική ματιά του σιωπηλού Χαρούν, ο ευαίσθητος εσωτερικός του κόσμος, το ζωντανό πένθος για τον αδελφό του, η εξαρτημένη σχέση από την μητέρα του, οι περιπλανήσεις του στους χώρους της ιδιωτικής, μοναχικής αισθησιακής του ζωής, η τεταμένη σχέση του με τη γαλλική γλώσσα και τους Γάλλους αποικιοκράτες, ο ξεφτισμένος ενθουσιασμός της Ανεξαρτησίας, η χαώδης πολιτική κατάσταση της Αλγερίας μετά από την Ανεξαρτησία και ο φόνος που διέπραξε ξεσπούν για να εξισορροπήσουν το παράδοξο της κατάστασής του. Όπως ο Μερσώ, ο Χαρούν δεν καταδικάζεται αλλά ονειρεύεται να παρευρεθούν πολλοί θεατές την ημέρα της εκτέλεσής του και να τον υποδέχονται με κραυγές μίσους αναγνωρίζοντας την ύπαρξή του.

Χάρη στον Καμέλ Νταούντ, ο Άραβας του Ξένου απέκτησε όνομα, πρόσωπο, ψυχή. Ο Χαρούν τα καταφέρνει, με κάθε τίμημα, να του δώσει φωνή και να αποδώσει δικαιοσύνη στις ισορροπίες. Επιτέλους υπάρχει.

O Ξένος του Καμύ στο κείμενο του Νταούντ μεταμορφώνεται αίφνης σε ένα ανεξάρτητο και πρωτότυπο έργο, έξυπνο, πυκνογραμμένο και καλογραμμένο, στο οποίο διαφαίνεται ότι αφενός μεν θα μας συνεπάρει στο φετινό αήττητο καλοκαίρι και αφετέρου θα γίνει ορόσημο στην παγκόσμια λογοτεχνία και θα διαβάζεται στο μέλλον πλάι στον Καμύ.