ΑΠΟΨΕΙΣ

Η «προοδευτική» περί οικονομίας αντίληψη: μια διαρκής αυταπάτη

Η «προοδευτική» περί οικονομίας αντίληψη: μια διαρκής αυταπάτη
REUTERS

Έχω στο παρελθόν αναφέρει ότι, κατά την γνώμη μου, ο θρυλούμενος ιδεολογικός κατακερματισμός της νεοελληνικής κοινωνίας συνιστά μυθοπλασία.

Θυμάμαι, αίφνης, παλιότερη τηλεοπτική εκπομπή, όπου εκπρόσωπος του ευρύτερου “προοδευτικού” χώρου εισέπραξε την γενική επιδοκιμασία ισχυριζόμενος ότι “τον πλούτο της κοινωνίας τον δημιουργούν οι εργαζόμενοι και γι αυτό δικαιωματικά τους ανήκει”. Σε μια δυτική κοινωνία ο ισχυρισμός αυτός, αν και εσφαλμένος[1], θα μπορούσε να θεωρηθεί άνευ σημασίας· στην ελληνική περίπτωση όμως αποκαλύπτει την κορυφή του ιδεοληπτικού παγόβουνου επί του οποίου πολλοί Έλληνες πολίτες περιπλέουν τις τρικυμισμένες θάλασσες της άγνοιας και της νοητικής συγχύσεως. Λίγο αργότερα, ο ίδιος “προοδευτικός” χλεύασε την άποψη ότι η αντίδραση κατά των μνημονίων θα έπρεπε να εκδηλώνεται με μη παραβατικές συμπεριφορές: “σοβαρά, αυτό είναι το πρόβλημα σας σήμερα;” είπε αναφερόμενος στους προπηλακισμούς (ου μην και ξυλοδαρμούς) επώνυμων “μνημονιακών”, στην μη πληρωμή διοδίων κλπ. Εδώ η λογική σύγχυση που ταλανίζει τον “προοδευτικό” εγκέφαλο είναι προφανής αφού αδυνατεί να διαχωρίσει τις διάφορες μορφές παραβατικότητας από την παραβατικότητα καθ'εαυτήν. Το ότι οι επιμέρους παραβατικές συμπεριφορές δεν είναι όλες το ίδιο επιλήψιμες (και συνεπώς δεν επισύρουν τις ίδιες κυρώσεις) δεν αναιρεί τον κοινό τους χαρακτήρα και συνεπώς την ανάγκη των κυρώσεων. Ειδάλλως ο “προοδευτικός” μας συμπολίτης οφείλει να απαντήσει στο εξής απλό ερώτημα: πόθεν η διαχωριστική γραμμή μεταξύ κολάσιμων και μη κολάσιμων παραβατικών συμπεριφορών; Η μόνη δυνατή (πλην ανομολόγητη) “προοδευτική” απάντηση είναι ότι το δικαίωμα προσδιορισμού της γραμμής αυτής το διατηρεί ο “προοδευτικός” για τον εαυτό του.

Η ίδια λογική σύγχυση φαίνεται να χαρακτηρίζει την “προοδευτική” αντίληψη για τον κοινωνικό πλούτο. Ας θυμηθούμε ότι ακόμα και ο Μαρξ αναγνώρισε πως, πριν από την έλευση του επίγειου παράδεισου, μεσολαβεί μια περίοδος κατά την οποία ο καθένας θα πρέπει να αμείβεται σύμφωνα με την συνεισφορά του. Τούτο αυτόματα δημιουργεί δύο αδήριτες ανάγκες, δύο sine qua non για τον τρόπο οικονομικής οργανώσεως της (όποιας) κοινωνίας- τουλάχιστον εφόσον υποθέσουμε ότι η οικονομία (οφείλει να) υπηρετεί τις ανάγκες των πολιτών όπως αυτοί τις αντιλαμβάνονται και τις εκφράζουν: (α) την ανάγκη αξιολογήσεως όσων εμπλέκονται στο οικονομικό γίγνεσθαι -τόσο εκείνων που λουφάρουν συστηματικά ή παράγουν σκάρτο προϊόν όσο και αυτών που προάγουν την παραγωγικότητα και την ευημερία- και, επί πλέον, αξιολόγηση που θα πρέπει να είναι αντικειμενική και αμερόληπτη όχι στημένη, σικέ. (β) πέραν τούτου, αξιολόγηση που, εκτός από αντικειμενική, πρέπει απαραιτήτως να αποφέρει καλό βαθμό κατά μέσον όρο αφού σε αντίθετη περίπτωση η οικονομία πολύ απλά δεν φέρνει σε πέρας την αποστολή της. Οι παραπάνω επιταγές προϋποθέτουν την ύπαρξη θεσμικού πλαισίου, με την έννοια ενός λογικά συνεκτικού συνόλου κανόνων, που δημιουργεί ισχυρά κίνητρα- είτε θετικά (καρότο), είτε αρνητικά (μαστίγιο)- τα οποία να επηρεάζουν τις ατομικές συμπεριφορές στην σφαίρα της οικονομίας προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Τουλάχιστον στις σύγχρονες οικονομίες της αγοράς το προαναφερθέν θεσμικό πλαίσιο, όπως εξελίχθηκε ιστορικά, δεν κρύβει πολλά μυστικά[2]. Το έργο της αξιολογήσεως όσων παράγουν, διανέμουν κλπ επαφίεται σε εκείνους που έχουν κάθε λόγο να είναι αμερόληπτοι στην κρίση τους, δηλ., στους ίδιους τους καταναλωτές. Οι καταναλωτές ψηφίζουν με τον οβολό τους , με την αποτελεσματικότητα της (χρηματικής) ψήφου να διασφαλίζεται από την δυνατότητα πολλαπλών επιλογών στο πλαίσιο της ανταγωνιστικής αγοράς. Την αποτελεσματικότητα δε της παραγωγής διασφαλίζει η ιδιοφυής θεσμική διευθέτηση δια της οποίας ορισμένα άτομα (συνήθως οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής) καθίστανται οι αποκλειστικοί δικαιούχοι της διαφοράς ανάμεσα στα έσοδα και τις δαπάνες της επιχείρησης, δηλ. σε αυτό που αποκαλούμε κέρδος. Το δικαίωμα του ιδιοκτήτη (καπιταλιστή) στο κέρδος στρέφει τις επιδιώξεις σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο προς την ίδια κατεύθυνση· ο δικαιούχος προφανώς επιθυμεί να μεγιστοποιήσει το πλεόνασμα των εσόδων επί των δαπανών και, σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, ο προφανής τρόπος ώστε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ικανοποίηση των καταναλωτών.

Φυσικά περί ορέξεως ουδείς λόγος· άλλωστε είναι αναφαίρετο δικαίωμα του οιουδήποτε να απορρίπτει μετά πάθους την οικονομία της αγοράς για ηθικούς λόγους (ή ακόμα και να φαντασιώνεται εν έτει 2017 εναλλακτικά υποδείγματα οικονομικής οργανώσεως με υπέρτερη του καπιταλισμού αποτελεσματικότητα). Εκείνο το οποίο δεν δικαιούται (τουλάχιστον αν απαιτεί η γνώμη του να ληφθεί σοβαρά υπόψιν) είναι να επιχειρεί την επιλεκτική υιοθέτηση των στοιχείων του καπιταλισμού που τον βολεύουν (πχ, τεχνολογίες αιχμής, καταναλωτική ευημερία) και την εξίσου αυθαίρετη διαγραφή όσων εξ αυτών τον δυσαρεστούν (πχ, ανισοκατανομή του εισοδήματος). Έτσι απλώς επαναλαμβάνει την λογική σύγχυση του (διάττοντος) τηλεοπτικού αστέρα, εξομοιώνοντας το συνεκτικό σύνολο των οικονομικών θεσμών μιας ελεύθερης κοινωνίας με το άθροισμά τους, χωρίς να αναγνωρίζει καν την ανάγκη μιας βιώσιμης οικονομίας (σοσιαλ-κομμουνιστικής ή όποιας άλλης) για ενιαίο θεσμικό μηχανισμό αξιολογήσεως.

Ποιό είναι λοιπόν το εναλλακτικό θεσμικό πλαίσιο το οποίο προτείνει η “προοδευτική” πλευρά; Αν ορθώς αντιλαμβάνομαι, αυτό εμπεριέχεται στην περιβόητη φράση “να επαναποκτήσει η πολιτική την πρωτοκαθεδρία απέναντι στα οικονομικά συμφέροντα για να ανασάνει η κοινωνία”. Τολμώ να πω ότι η πρόταση αποκαλύπτει όλη την ιδεοληπτική τύφλωση που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία. Σαν να πρόκειται για δύο διαμετρικά αντίθετους κόσμους, ο ένας αυτός της έσχατης ηθικής καταπτώσεως και της άκρατης ιδιοτέλειας (“οικονομικά συμφέροντα”) και ο άλλος αυτός της ζωοποιού και ηθικοπλαστικής άνωθεν παρεμβάσεως (¨πολιτική εξουσία”). Απ' όσο γνωρίζω, ουδείς έθεσε τον δάκτυλο επί τον τύπον των (ιδεοληπτικών) ήλων πιο έντονα από τον Karl Brunner. Αξίζει να τον αντιγράψουμε: “Η κοινωνιολογική θεώρηση των πραγμάτων κατά κανόνα υποστηρίζει μια θεωρία της πολιτικής εξουσίας που στηρίζεται σε καλές προθέσεις και βγάζει συμπεράσματα που ευνοούν μια μεγάλη και κατ' ουσίαν απεριόριστη κυβέρνηση. Αντίθετα η οικονομική ανάλυση μας ευαισθητοποιεί στο γεγονός ότι πολιτικοί και γραφειοκράτες είναι και αυτοί επιχειρηματίες στην πολιτική αγορά. Επιδιώκουν το ίδιον συμφέρον... και αυτό που συμφέρει τους ίδιους σπανιότατα συμπίπτει με το “δημόσιο συμφέρον”. Οι άνθρωποι, μας λένε (οι “προοδευτικοί”), είναι ιδιοτελείς στην (οικονομική) αγορά και ανιδιοτελείς στον δημόσιο τομέα... Σίγουρα ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα”[3]. Εάν ο Brunner έχει δίκιο -και πέντε χιλιετηρίδες καταγεγραμμένης ιστορίας, από την προκατακλυσμιαία Μεσοποταμία μέχρι τον “υπαρκτό σοσιαλισμό”, τεκμηριώνουν την πρωτοκαθεδρία (όχι της καπιταλιστικής κερδοφορίας αλλά) της ληστρικής προσοδοθηρίας- τότε οι “προοδευτικοί” θα πρέπει να προσέχουν τι εύχονται. Κι αυτό γιατί ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας και του καπιταλιστικού κέρδους δεν είναι sine qua non μόνο για την στατική οικονομική αποτελεσματικότητα μα ταυτόχρονα και για την αντίστοιχη δυναμική (την διαβόητη “ανάπτυξη”). Πράγματι, είναι η διαμεσολάβηση του κέρδους που αποτρέπει την οικονομική στασιμότητα στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί, μέσω του άτεγκτου νόμου της φθίνουσας οριακής αποδόσεως, η αδιάλειπτη συσσώρευση κεφαλαίου (με τρανταχτό παράδειγμα τέτοιου τύπου οικονομικής παρακμής και τελικά καταρρεύσεως την πρώην ΕΣΣΔ). Είναι ακριβώς το κίνητρο του κέρδους που οδηγεί στην τεχνολογική πρόοδο/καινοτομία που με την σειρά της ενισχύει το κέρδος, σε έναν αέναο ενάρετο κύκλο που, στον αιώνα του καπιταλισμού, αποτρέπει την επιστροφή του Μαλθουσιανού εφιάλτη. Όπως είπε πριν από σχεδόν 80 χρόνια ο Kenneth Boulding: «Αν η κοινωνία δεν είναι διατεθειμένη να πληρώσει το τίμημα που απαιτείται για τις υπηρεσίες όσων προάγουν την παραγωγικότητα δια της καινοτομίας, τότε απλά οι υπηρεσίες αυτές δεν θα είναι ποτέ διαθέσιμες». Αποκαλυπτικό παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί η μεταπολιτευτική Ελλάδα η οποία μανιωδώς επεδίωξε την υποκατάσταση του κατ 'εξοχήν καπιταλιστικού μηχανισμού (τεχνολογική πρόοδος-κέρδος-συσσώρευση κεφαλαίου) με την πολιτικά εκπορευόμενη καταναλωτική κραιπάλη της περιόδου 1980-2009 και εισπράττει σήμερα τα επίχειρα της πρωτοκαθεδρίας της πολιτικής.

Εν κατακλείδι είναι σχεδόν απίστευτο το πόσο έχουν υποτιμήσει οι πάσης φύσεως “προοδευτικοί” στην χώρα μας τις δυσκολίες που στοιχειώνουν τον δρόμο προς μια ορθολογικά οργανωμένη και αποτελεσματική οικονομία. Ως προς αυτό μπορούν τουλάχιστον να επικαλούνται περικλεείς προπάτορες. Πιστεύω μάλιστα πως είναι δύσκολο να βρεθεί γλαφυρότερη απόδειξη της απύθμενης “προοδευτικής” αφέλειας απ' όσα έγραψε ο ίδιος ο Λένιν στο Κράτος και Επανάσταση: “Το σύνολο των λειτουργιών της παλιάς κρατικής εξουσίας έχει τόσο πολύ απλοποιηθεί και μπορεί να αναχθεί σε τόσο απλές πράξεις καταγραφής, ταξινόμησης και ελέγχου ώστε να μπορεί να τις φέρει εις πέρας οποιοδήποτε εγγράμματο άτομο...Εμείς οι εργάτες θα μετατρέψουμε τους κρατικούς αξιωματούχους σε απλούς εκτελεστές των εντολών μας...[Με την ανατροπή του καπιταλισμού] θα προκύψει ένας μηχανισμός εφοδιασμένος με τεχνολογία αιχμής...τον οποίο μπορούν να διευθύνουν οι ίδιοι οι εργάτες, οι οποίοι θα έχουν στην δούλεψή τους τεχνικούς, διευθυντές και λογιστές τους οποίους θα πληρώνουν με μισθούς απλού εργάτη.”[4] Ο John Plamenatz σχολίασε ότι μόνον ένας ιδεοληπτικός μπολσεβίκος θα μπορούσε να ήταν τόσο αφελής την άνοιξη του 1917. Εγώ θα πρόσθετα ότι μόνον ένας ιδεοληπτικός Έλλην του “προοδευτικού” χώρου θα μπορούσε να είναι σε τέτοιο βαθμό εκτός τόπου και χρόνου 100 χρόνια αργότερα.

*Ο Ιάκωβος Αράπογλου είναι Διδάκτωρ του City University of New York, ΗΠΑ και Καθηγητής Οικονομικών στο New York College.

[1]Προφανώς τον φυσικό πλούτο μίας χώρας δεν τον δημιούργησαν οι εργαζόμενοι, αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να τον χρησιμοποιούν προς όφελός τους. Με ορατή την εξάντληση γλίσχρων φυσικών πόρων ποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι το ερώτημα που αφορά στην τρέχουσα κατανάλωση σε σχέση με αυτήν των επερχόμενων γενεών είναι επουσιώδες;

[2]Η συζήτηση που ακολουθεί είναι θεωρητική και συνεπώς αγνοεί τις (ενίοτε σημαντικές) αποκλίσεις ανάμεσα στο θεωρητικό υπόδειγμα και την οικονομική πραγματικότητα. Όπως όμως θα διαπιστώσουμε στην πορεία, οι όποιες αποκλίσεις από την θεωρητική τελειότητα ωχριούν σε σχέση με τις καταστροφικές συνέπειες που θα προέκυπταν εάν ακολουθείτο η “προοδευτική” περί οικονομίας αντίληψη.

[3]Συνέντευξη του Karl Brunner στον Arjo Klamer στο Convesations with Economists (επ. Arjo Klamer)

[4]|Όπως αναφέρεται στο The Soviet Crucible (επ. Samuel Hendel)

ΔΗΜΟΦΙΛΗ