Δίκη της Νυρεμβέργης: Ο τελευταίος εν ζωή εισαγγελέας θυμάται πώς κάθισαν στο εδώλιο οι Ναζί
Ένα δραματικό μήνυμα για το πώς ο πόλεμος μπορεί να μετατρέψει αξιοπρεπείς ανθρώπους σε δολοφόνους, απευθύνει ο τελευταίος εν ζωή εισαγγελέας της Δίκης της Νυρεμβέργης, ο οποίος περιγράφει πώς πήρε την απόφαση να εισηγηθεί την διεξαγωγή δίκης για τις θηριωδίες των Ναζί κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο 97χρονος σήμερα Μπεν Φέρεντζ, είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο προκειμένου να λογοδοτήσουν ενώπιον της Δικαιοσύνης 22 αξιωματικοί των SS, που ευθύνονταν για την δολοφονία πάνω από ενός εκατομμυρίου ανθρώπων.
Μέλη της μονάδας Einsatzgruppen, μιας «ομάδας δράσης» που ακολουθούσε τον γερμανικό στρατό κατά την εισβολή του στη Σοβιετική Ένωση, οι 22 αξιωματικοί είχαν «αποστολή» να σκοτώσουν όλους τους Εβραίους, αθίγγανους και κομμουνιστές που θα εντόπιζαν. Συνολικά εκτιμάται ότι σκότωσαν πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους σε πόλεις και χωριά σε όλη την ανατολική Ευρώπη.
Την ίδια περίοδο, ο Μπεν Φέρεντζ υπηρετούσε στον αμερικανικό στρατό, καθώς η οικογένειά του είχε μεταναστεύσει από τη Ρουμανία στις ΗΠΑ όταν εκείνος ήταν ακόμη μωρό και σύντομα μετατέθηκε στην μονάδα που είχε επιφορτιστεί με την έρευνα των εγκλημάτων πολέμου των Ναζί, εξαιτίας και των σπουδών του στη Νομική σχολή του Χάρβαρντ. Ήταν ένα από τους πρώτους ανθρώπους που μπήκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης λίγο μετά την απελευθέρωσή τους από τους Ναζί, αντικρύζοντας εικόνες φρίκης.
Ο κ. Φέρεντζ μίλησε στο CBS News και περιέγραψε ένα από τα περιστατικά που έχουν μείνει χαραγμένα στη μνήμη του. Θυμάται που γνώρισε ένα αγόρι, που είχε χάσει τον πατέρα του μόλις λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση του στρατοπέδου συγκέντρωσης στο οποίο ήταν έγκλειστοι.
Το αγόρι του διηγήθηκε πώς ο πατέρας του κατάφερνε κάθε μέρα να του εξασφαλίζει ένα μικρό κομμάτι ψωμί, που το έκρυβε κάτω από το χέρι του, για να μην του το κλέψουν οι άλλοι κρατούμενοι. «Άκουγα αυτούς τους ανθρώπους (τους 22 Ναζί), να λένε ότι αυτές οι ιστορίες είναι ψεύτικες, όμως είναι πραγματικές», είπε ο Φέρεντζ, ο οποίος με τη λήξη του πολέμου ανέλαβε την ηγεσία μιας ομάδας που ερευνούσε τα εγκλήματα πολέμου των Ναζί, με σκοπό να εντοπίσουν εκείνους που θα διώκονταν για αυτά.
Η ομάδα του ήταν εκείνη που ανακάλυψε πολλά απόρρητα έγγραφα που αποκάλυπταν τις θηριωδίες των Ναζί, που δεν περιορίζονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στα έγγραφα αυτά περιγράφονταν αναλυτικά και με ωμότητα η δράση των Einsatzgruppen στην ανατολική Ευρώπη, όπου εκτελέστηκαν αμέτρητοι άνθρωποι.
«Υπήρχαν καθημερινές αναφορές από το ανατολικό μέτωπο. Ποια μονάδα εισέβαλε σε ποια πόλη και πόσους ανθρώπους σκότωσε. Οι πληροφορίες ήταν μάλιστα και ταξινομημένες: Τόσοι Εβραίοι, τόσοι αθίγγανοι και τόσοι άλλοι», θυμάται ο Φέρεντζ, και προσθέτει πως 3.000 αξιωματικοί των SS είχαν εκπαιδευτεί ειδικά για αυτό τον σκοπό και είχαν σαφή οδηγία να σκοτώνουν χωρίς έλεος ή τύψεις κάθε εβραίο, (άνδρα, γυναίκα, παιδί) που θα έβρισκαν.
Στις αναφορές τους ήταν ιδιαίτερα ακριβείς σχετικά με τις επιδόσεις τους, τις οποίες εξέφραζαν κι εγγράφως με φράσεις όπως «τις τελευταίες δέκα εβδομάδες εκκαθαρίσαμε γύρω στις 55.000 Εβραίους», ενώ σε ένα σημείωμα από την ομάδα του Κιέβου που χρονολογείται από το 1941 αναφέρεται: «Οι Εβραίοι της πόλης διατάχθηκαν να παρουσιαστούν. Εμφανίστηκαν περίπου 34 χιλιάδες, μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά. Εξαναγκάστηκαν να παραδώσουν όλα τα ρούχα τους και ό,τι αντικείμενα αξίας είχαν στην κατοχή τους και στη συνέχεια όλοι τους σκοτώθηκαν, διαδικασία που κράτησε αρκετές ημέρες».
Όταν ο κ. Φέρεντζ έκανε την πρόσθεση των αριθμών των θυμάτων, συνειδητοποίησε το μέγεθος της θηριωδίας που είχε συντελεστεί, καθώς πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι είχαν πεθάνει με αυτόν τον τρόπο. Τότε, αποφάσισε να ζητήσει τη διεξαγωγή δίκης για εγκλήματα πολέμου. «Μπήκα στο πρώτο αεροπλάνο με προορισμό τη Νυρεμβέργη και είπα στον στρατηγό Τέιλορ που ηγούνταν της διαδικασίας, ότι πρέπει να προχωρήσουμε σε δίκη».
Ήταν μόλις 27 ετών τότε και δεν είχε μπει ποτέ σε δικαστική αίθουσα μέχρι εκείνη τη στιγμή, καθώς μετά τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ, έφυγε αμέσως για τον πόλεμο. Θυμάται πως το αίτημά του βρήκε μεν ανταπόκριση, όμως οι εισαγγελείς το υποδέχθηκαν με φόβο, και ο επικεφαλής τους είπε στον νεαρό τότε δικηγόρο πως «αν είναι να βρεθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης μέλη της Einsatzgruppen, αυτό θα πρέπει να το κάνεις εσύ».
Οι έρευνες και η σκληρή δουλειά του απέδωσαν καρπούς και οι 22 αξιωματικοί των Ναζί καταδικάστηκαν, ενώ τέσσερις εξ αυτών καταδικάστηκαν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.
Για το τέλος ο Μπεν Φέρεντζ θέλησε να μοιραστεί ένα σημαντικό μήνυμα, βασισμένο στις εμπειρίες του από την έρευνά του για τα εγκλήματα των ναζί. Όπως είπε, οι στρατιώτες των ναζί που διέπραξαν τις κτηνωδίες, δεν ήταν «άγριοι», αλλά «έξυπνοι και πατριώτες άνθρωποι», γεγονός που αποδεικνύει ότι ο πόλεμος μπορεί να κάνει έναν «φυσιολογικό άνθρωπο» ικανό για να κάνει τρομερά πράγματα.
«Πιστεύετε ότι αυτός που έριξε την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα ήταν άγριος; Θα σας πω το προφανές... ο πόλεμος, όλοι οι πόλεμοι μπορούν να κάνουν δολοφόνους ακόμη και τους αξιοπρεπείς ανθρώπους», είπε.