ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Επιστρέφει το «φάντασμα» των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών

Επιστρέφει το «φάντασμα» των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών

Την ίδια στιγμή που το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προχωρεί στη σύνταξη του νομοσχεδίου με τα προαπαιτούμενα μέτρα προκειμένου να κλείσει την αξιολόγηση, υπηρεσιακά στελέχη του υπουργείου Οικονομικών δεν κρύβουν τον προβληματισμό τους για την επίπτωση του πακέτου των δημοσιονομικών παρεμβάσεων ύψους 5,4 δισ. ευρώ στην οικονομική ανάπτυξη.

Μπορεί το βασικό μακροοικονομικό σενάριο για την Ελλάδα, το οποίο συμμερίζονται και οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί, να προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα παρουσιάσει θετικό πρόσημο από το δεύτερο ήμισυ του 2016 και πως το 2017 θα φθάσει στο 2,7%, ωστόσο το ΔΝΤ αμφισβητεί το στόχο αυτό, καθώς θεωρεί πως τα μέτρα δημοσιονομικής σύσφιξης θα τροφοδοτήσουν τις υφεσιακές πιέσεις.

Την ανησυχία αυτή εκφράζουν και στελέχη του υπουργείου Οικονομικών, αλλά και τα μέλη του δημοσιονομικού συμβουλίου που ελέγχει την πορεία υλοποίησης του προϋπολογισμού και στο οποίο προΐσταται ο Καθηγητής Παναγιώτης Κορλίρας, πρώην πρόεδρος του ΚΕΠΕ.

Οι φόβοι αυτοί είναι δικαιολογημένοι και πηγάζουν από την πρόσφατη εμπειρία και ειδικά από τις εσφαλμένες εκτιμήσεις για το μέγεθος των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών του πρώτου ελληνικού προγράμματος. Ως δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ορίζεται η μεταβολή του ΑΕΠ ως αποτέλεσμα μιας μοναδιαίας μεταβολής των εσόδων ή των πρωτογενών δαπανών της κυβέρνησης.

Η έρευνα του ΔΝΤ κατέδειξε πως οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές είναι υψηλότεροι κατά τη διάρκεια της ύφεσης και πως τα εμπροσθοβαρή προγράμματα λιτότητας οδηγούν συχνά σε υψηλότερους από τους συνήθεις δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές.

Σύμφωνα με τα ευρήματα του ΔΝΤ οι δημόσιες πολιτικές που μειώνουν τους φόρους και αυξάνουν τις δημόσιες επενδύσεις φαίνεται να λειτουργούν προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας, επειδή αυξάνουν την παραγωγική ικανότητα και ενθαρρύνουν τις ιδιωτικές επενδύσεις. Η ελληνική κυβέρνηση όμως κινείται προς αντίθετη πορεία.

Η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη θεσμοθετήσει παρεμβάσεις 1,8 δισ. ευρώ στη φορολογία εισοδήματος και 1,8 δισ. ευρώ στο ασφαλιστικό και ετοιμάζει νέους έμμεσους φόρους 1,8 δισ. ευρώ. Όλα αυτά τα μέτρα νομοθετούνται χωρίς να έχει υπάρξει οποιαδήποτε πρόνοια για τη δημιουργία μηχανισμών στήριξης του εισοδήματος των πιο αδυνάμων, ήτοι είναι παντελώς απούσα η όποια πρόνοια για αυτόματους σταθεροποιητές.

Αυτόματοι σταθεροποιητές είναι εκείνες οι οικονομικές μεταβλητές οι οποίες συντελούν στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά τις περιόδους της οικονομικής ύφεσης, όπως π.χ. οι μεταβιβαστικές πληρωμές, ο προοδευτικός φόρος εισοδήματος, τα επιδόματα ανεργίας, κ.α..

Οι μεταβολές αυτές του διαθέσιμου εισοδήματος ασκούν σταθεροποιητική επίδραση στην οικονομία γιατί κατευθύνουν την κατανάλωση και τη συνολική ζήτηση προς τη σταθεροποίηση του εισοδήματος. Αλλά στο νέο ελληνικό πρόγραμμα πέραν των κονδυλίων του ΕΣΠΑ δεν έχει υπάρξει καμία πρόβλεψη για αυτόματους σταθεροποιητές, κάτι που όλοι οι οικονομολόγοι επισημαίνουν με ανησυχία.

Έρευνα του ΚΕΠΕ έχει καταδείξει πως οι σωρευτικές επιδράσεις των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών των φόρων είναι αρνητικές και φτάνουν στο 1,42 και 0,84 για τους άμεσους και έμμεσους φόρους αντίστοιχα. Πιο απλά κάθε 1 ευρώ πρόσθετου άμεσου φόρου μειώνει το ΑΕΠ κατά 1,42 ευρώ και κάθε 1 ευρώ έμμεσου φόρου οδηγεί σε μείωση του ΑΕΠ κατά 0,84 ευρώ.

Η αναμενόμενη μείωση του ΑΕΠ λόγω των μέτρων 5,4 δισ. ευρώ, καθιστά μονόδρομο την ενεργοποίηση του δημοσιονομικού κόφτη που διαπραγματεύεται η κυβέρνηση με τους θεσμούς, καθώς η συρρίκνωση της οικονομίας θα συρρικνώσει και τη φορολογική βάση, κάνοντας ανέφικτο το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2016. Η μοναδική περίπτωση για να μην επιβεβαιωθεί το δυσμενές σενάριο είναι να υπάρξει μέσα στο 2016 και στο 2017 μεγάλη αύξηση των επενδύσεων, κάτι που όμως σήμερα μοιάζει «άπιαστο όνειρο».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ