ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

«Προκαταβολικό μαχαίρι» σε συντάξεις και αφορολόγητο απαιτεί το ΔΝΤ

«Προκαταβολικό μαχαίρι» σε συντάξεις και αφορολόγητο απαιτεί το ΔΝΤ

Ηχηρή παρέμβαση, με την οποία αποσαφηνίζουν πως εφόσον η Ελλάδα συμφωνεί με τους Ευρωπαίους εταίρους της σε φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους είναι απαραίτητο να νομοθετηθούν εκ των προτέρων τα μέτρα που απαιτούνται για να ωθήσουν το πλεόνασμα πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ μετά το 2018, έκαναν με ανάρτηση άρθρου τους στο Blog του ΔΝΤ ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου Μορίς Oμπστφελντ και ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τομέα του ΔΝΤ Πόουλ Τόμσεν.

Στο άρθρο που τιτλοφορείται «Το ΔΝΤ δεν ζητάει περισσότερη λιτότητα για την Ελλάδα» ξεκαθαρίζεται πως αν και το Ταμείο δεν προτείνει σε καμία περίπτωση να αυξηθεί το πλεόνασμα πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ μέχρι να εδραιωθεί καλύτερα η ανάπτυξη στην Ελλάδα, ωστόσο προστίθεται πως το ΔΝΤ θα μπορούσε να δεχθεί ένα συμβιβασμό μεταξύ των Ελλήνων και των Ευρωπαίων εταίρων τους που να εμπεριέχει ένα υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα για κάποιο διάστημα, αν και αυτό δεν θα ήταν η πρώτη του επιλογή.

Οι Oμπστφελντ και Τόμσεν αναφέρουν πως για λόγους αξιοπιστίας εφόσον η Ελλάδα συμφωνεί με τους Ευρωπαίους εταίρους της σε φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους είναι απαραίτητο να νομοθετηθούν εκ των προτέρων τα μέτρα που απαιτούνται για να ωθήσουν το πλεόνασμα πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ μετά το 2018, ώστε να μην υπάρξει καμία αμφιβολία για την πολιτική αποφασιστικότητα της Ελλάδας.

Σε μια πιο λεπτομερή ανάρτηση του στο Blog του ΔΝΤ o Πόουλ Τόμσεν περιγράφει εν πολλοίς τα μέτρα που προτείνει το ΔΝΤ εστιάζοντας στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης με μείωση του αφορολογήτου ορίου και στη περαιτέρω μείωση των υφιστάμενων συντάξεων.

Το άρθρο των Oμπστφελντ και Τόμσεν αναφέρει τα εξής:

«Η Ελλάδα βρίσκεται για μια ακόμη φορά στα πρωτοσέλιδα καθώς εντείνονται οι συζητήσεις για την δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). Δυστυχώς, οι συζητήσεις έχουν δημιουργήσει επίσης κάποια παραπληροφόρηση σχετικά με το ρόλο και τις απόψεις του ΔΝΤ. Το ΔΝΤ επικρίνεται κυρίως ότι απαιτεί περισσότερη δημοσιονομική λιτότητα, και συγκεκριμένα ότι το θέτει σαν προϋπόθεση για την επείγουσα ελάφρυνση του χρέους. Αυτό δεν είναι αλήθεια και πρέπει να παρασχεθούν διευκρινήσεις.

Το ΔΝΤ δεν απαιτεί περισσότερη λιτότητα. Αντίθετα, όταν η Ελληνική Κυβέρνηση στο πλαίσιο του προγράμματος του ΕΜΣ συμφώνησε με τους Ευρωπαίους εταίρους της να σπρώξει την Ελληνική οικονομία προς ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 3,5 τοις εκατό μέχρι το 2018, προειδοποιήσαμε ότι αυτό θα δημιουργούσε ένα επίπεδο λιτότητας που θα εμπόδιζε την εδραίωση της εκκολαπτόμενης ανάκαμψης.

Προβλέψαμε ότι τα μέτρα του προγράμματος του ΕΜΣ θα οδηγούσαν σε πλεόνασμα μόλις 1,5 τοις εκατό του ΑΕΠ και αναφέραμε ότι αυτό θα μας αρκούσε για να στηρίξουμε ένα πρόγραμμα. Δεν ζητήσαμε πρόσθετα μέτρα για την επίτευξη μεγαλύτερου πλεονάσματος. Όμως, αντίθετα προς τις συμβουλές μας, η Ελληνική Κυβέρνηση συμφώνησε με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς στο να συμπιέσει προσωρινά περαιτέρω τις δαπάνες, αν χρειάζονταν για να διασφαλιστεί ότι το πλεόνασμα θα έφτανε στο 3,5 τοις εκατό του ΑΕΠ.

Δεν έχουμε αλλάξει την άποψή μας ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται περισσότερη λιτότητα αυτή τη στιγμή. Οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι το ΔΝΤ είναι αυτό που ζητάει κάτι τέτοιο αντιστρέφει την αλήθεια.

Κάνοντας τον Ελληνικό προϋπολογισμό πιο φιλικό προς την ανάπτυξη και πιο δίκαιο

Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να κάνει περισσότερα πράγματα από δημοσιονομικής πλευράς. Η Ελλάδα χρειάζεται ακόμη να μεταρρυθμίσει τη δομή των φόρων και των δαπανών της –τον τρόπο δηλαδή που η κυβέρνηση εισπράττει τα έσοδά της και σε τι τα ξοδεύει- γιατί αμφότεροι οι τομείς είναι κατά πολύ μη-φιλικοί προς την ανάπτυξη και τη δικαιοσύνη. Όμως ο σκοπός των μέτρων που ζητάμε δεν είναι για τη δημιουργία περισσότερης λιτότητας ή μεγαλύτερου πρωτογενούς πλεονάσματος. Αντιθέτως, οι ωφέλειες από αυτές τις μεταρρυθμίσεις πρέπει να χρησιμοποιηθούν πλήρως για την αύξηση των δαπανών ή για την περικοπή των φόρων ώστε να στηριχθεί η ανάπτυξη. Κατά τη γνώμη μας, μεταρρυθμίσεις σαν αυτές που προτείνουμε είναι απαραίτητες: δεν πιστεύουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να φτάσει κοντά στη διατήρηση ακόμη και ενός ήπιου πρωτογενούς πλεονάσματος και στην επίτευξη του φιλόδοξου μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού στόχου της χωρίς τη ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα. Αυτό δεν πρέπει –και δεν μπορεί- να γίνει μέσα σε μια ημέρα, όμως είναι πολύ σημαντικό να υιοθετηθεί τώρα ένα σχέδιο για να δημιουργηθεί μια δομή στα οικονομικά του δημοσίου, η οποία μεσοπρόθεσμα θα είναι πιο φιλική προς την ανάπτυξη και πιο δίκαιη.

Γιατί δεν είναι φιλικός προς την ανάπτυξη ο τρέχων προϋπολογισμός που έχει συμφωνηθεί; Αν και η Ελλάδα έχει αναλάβει μια τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, το πράττει διαρκώς χωρίς να αντιμετωπίζει δύο σημαντικά προβλήματα –το καθεστώς φορολογίας εισοδήματος που εξαιρεί πάνω από τα μισά νοικοκυριά από οποιαδήποτε υποχρέωση (ο μέσος όρος στην υπόλοιπη Ευρωζώνη είναι 8 τοις εκατό), και το εξαιρετικά γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα που κοστίζει στον προϋπολογισμό σχεδόν 11 τοις εκατό του ΑΕΠ ετησίως (σε αντίθεση με τον μέσο όρο στην υπόλοιπη Ευρωζώνη που είναι 2¼ του ΑΕΠ). Αντί να αντιμετωπίσει αυτά τα δύσκολα προβλήματα, η Ελλάδα προχώρησε σε βαθιές περικοπές στις επενδύσεις και στις αποκαλούμενες διακριτικές δαπάνες. Το έχει κάνει δε σε τέτοια έκταση που η φθίνουσα υποδομή εμποδίζει την ανάπτυξη, και η παροχή δημόσιων υπηρεσιών, όπως οι μεταφορές και η ιατρική περίθαλψη, έχουν τεθεί σε κίνδυνο.

Νομίζουμε ότι αυτές οι περικοπές έχουν ήδη τραβήξει πολύ μακριά, όμως το πρόγραμμα του ΕΜΣ αναλαμβάνει ακόμη περισσότερες με την αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5 του ΑΕΠ, να επιτυγχάνεται με περισσότερες περικοπές σε επενδύσεις και σε διακριτικές δαπάνες. Ίσως, με Ηράκλεια προσπάθεια, η Ελλάδα θα μπορούσε βραχυπρόθεσμα να καταφέρει εκείνες τις περικοπές δαπανών που χρειάζονται για να πετύχει ένα έλλειμμα 3,5 τοις εκατό του ΑΕΠ. Όμως, η εμπειρία έχει δείξει ότι αυτό δεν μπορεί να διατηρηθεί και δεν συμβαδίζει με τον φιλόδοξο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό στόχο της Ελλάδας.

Η οικονομία της Ελλάδας χρειάζεται έναν εκτεταμένο εκσυγχρονισμό σε όλο της το φάσμα. Κυρίως, η Ελλάδα δεν διαθέτει το είδος του επιδόματος ανεργίας και άλλες καλά-στοχευμένες κοινωνικές παροχές που συνηθίζονται σε άλλες χώρες της Ευρώπης, και που είναι πολύ σημαντικές για την ευρεία κοινωνική υποστήριξη σε μια σύγχρονη οικονομία προσανατολισμένη προς τις αγορές. Ένα σχετικό παράδειγμα είναι η διστακτικότητα της κυβέρνησης να άρει τους περιορισμούς στις συλλογικές απολύσεις κάτι που είναι αναχρονιστική απαίτηση που απαιτεί προέγκριση και που δεν υπάρχει στις περισσότερες άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η διστακτικότητα της δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι περιορισμοί στις απολύσεις είναι καλή ιδέα αυτή καθαυτή, αλλά επειδή η Ελλάδα δεν διαθέτει επαρκή επιδόματα ανεργίας. Αντί να παρέχει υποστήριξη σε απολυμένους η κυβέρνηση περιορίζει τη δυνατότητα των εταιρειών να τους απολύσει. Με απλά λόγια, η Ελλάδα δεν μπορεί να εκσυγχρονίσει την οικονομία της ενισχύοντας την χρηματοδότηση για υποδομές και για καλά-στοχευμένα κοινωνικά προγράμματα, ενώ παράλληλα απαλλάσσει πάνω από τα μισά νοικοκυριά από τη φορολογία εισοδήματος, καταβάλλοντας δημόσιες συντάξεις στα επίπεδα των πλέον πλούσιων Ευρωπαϊκών χωρών.

Ένας δρόμος προς τα εμπρός όπου οι αριθμοί βγαίνουν

Ποιες είναι οι παράμετροι για μια ελάφρυνση του χρέους; Το χρέος της Ελλάδας είναι κατά πολύ μη βιώσιμο, και όσες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να γίνουν, το χρέος δεν θα ξαναγίνει βιώσιμο χωρίς σημαντική ελάφρυνση του. Παρομοίως, καμία ελάφρυνση του χρέους δεν θα επιτρέψει την Ελλάδα να επιστρέψει σε δυνατή ανάκαμψη χωρίς μεταρρυθμίσεις. Όμως, εφόσον όσο πιο ψηλό θα είναι το πρωτογενές πλεόνασμα που διατηρεί η Ελλάδα, τόσο πιο χαμηλό θα είναι το ποσό της ελάφρυνσης του χρέους για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του, το ερώτημα είναι πώς να κατανεμηθεί το βάρος μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων της. Εμείς προτείναμε ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος, που χρησιμοποιείται για τη προσαρμογή της ελάφρυνσης του χρέους, να τεθεί στο 1,5 τοις εκατό του ΑΕΠ. Όμως, αναγνωρίζουμε ότι η διστακτικότητα των κρατών-μελών να το αποδεχτούν (καθώς και την πρόσθετη ανάγκη που προκύπτει για την ελάφρυνση του χρέους) προκύπτει από το ότι ορισμένα από αυτά τα κράτη θα πρέπει τα ίδια να έχουν πρωτογενή πλεονάσματα υψηλότερα από αυτά που προτείνονται για την Ελλάδα, ενώ άλλα χορηγούν παροχές και φορολογικές απαλλαγές που είναι λιγότερο γενναιόδωρες από αυτές της Ελλάδας. Η Ευρωζώνη δεν είναι μια πλήρης πολιτική ένωση, και αντιλαμβανόμαστε ότι μια λύση θα πρέπει να είναι πολιτικά αποδεκτή από τα 19 κυρίαρχα κράτη-μέλη. Για το λόγο αυτό, ένας συμβιβασμός μεταξύ των Ελλήνων και των Ευρωπαίων εταίρων τους μπορεί να εμπεριέχει ένα υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα για κάποιο διάστημα, αν και αυτό δεν θα ήταν η πρώτη μας επιλογή.

Όμως, ενώ βραχυπρόθεσμα μπορούμε να είμαστε ευέλικτοι για τον τρόπο κατανομής του βάρους μεταξύ των Ελλήνων και των Ευρωπαίων εταίρων τους, η λύση πρέπει να επιτυγχάνεται με αξιόπιστο τρόπο. Έχοντας αναφέρει πιο πάνω ότι ακόμη και ένα πλεόνασμα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ δεν συμβαδίζει με ισχυρή ανάπτυξη χωρίς να γίνουν μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό και στο συνταξιοδοτικό, ώστε να γίνει ο προϋπολογισμός πιο φιλικός προς την ανάπτυξη και πιο δίκαιος, θα πρέπει να είναι εμφανές ότι ωθώντας τον προϋπολογισμό προς ένα πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ θα έχει ακόμη μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη. Βραχυπρόθεσμα, θα μειώσει τη ζήτηση – και για το λόγο αυτό δεν θα προτείναμε σε καμία περίπτωση να αυξηθεί το πλεόνασμα πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ μέχρι να εδραιωθεί καλύτερα η ανάπτυξη. Μεσοπρόθεσμα, θα επιβαρύνει την ανάπτυξη καθυστερώντας την έναρξη της απαραίτητης υλοποίησης ενός προϋπολογισμού που θα είναι πιο φιλικός προς την ανάπτυξη. Για το λόγο αυτό, μια ανοιχτή μακροπρόθεσμη δέσμευση για πολύ ψηλά πλεονάσματα απλά δεν είναι αξιόπιστη. Επιπλέον, για λόγους αξιοπιστίας, είναι επίσης απαραίτητο να νομοθετηθούν εκ των προτέρων τα μέτρα που απαιτούνται για να ωθήσουν το πλεόνασμα πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ ώστε να μην υπάρξει καμία αμφιβολία για την πολιτική αποφασιστικότητα της Ελλάδας να ξεπεράσει την αντίσταση των κατεστημένων συμφερόντων που έχουν εμποδίσει την εφαρμογή του προγράμματος στο παρελθόν.

Εν κατακλείδι, δεν είναι το ΔΝΤ αυτό που απαιτεί περισσότερη λιτότητα, είτε τώρα, είτε ως μέσο για να μειωθεί η ανάγκη για την ελάφρυνση του χρέους σε μεσοπρόθεσμη βάση. Για να είμαστε πιο ευθείς, αν η Ελλάδα συμφωνεί με τους Ευρωπαίους εταίρους της για φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους, μην κατακρίνετε το ΔΝΤ ότι είναι αυτό που επιμένει στη λιτότητα όταν ζητάμε να δούμε τα μέτρα που απαιτούνται για να κάνουν του στόχους αυτούς αξιόπιστους».

Περικοπές σε συντάξεις και αφορολόγητο

Ακολούθως ο Πόουλ Τόμσεν ανήρτησε σημείωμα με μια πιο λεπτομερή εξήγηση του λόγου για τον οποίο ο τρέχων προϋπολογισμός της Ελλάδας δεν είναι φιλικός προς την ανάπτυξη και τη δικαιοσύνη, και γιατί η επίλυση αυτού του προβλήματος απαιτεί φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις.

Στο άρθρο με τίτλο «Η υπόθεση να καταστεί ο ελληνικός προϋπολογισμός πιο φιλικός στην ανάπτυξη» ο Τόμσεν αναφέρει τα εξής:

«Ο πρωταρχικός στόχος της εμπλοκής του ΔΝΤ με την Ελλάδα είναι να βοηθήσει τη χώρα να θέσει και πάλι το εαυτό της σε μια βιώσιμη πορεία ανάπτυξης που θα ωφελεί τον ελληνικό λαό. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε ότι η υφιστάμενη διάρθρωση του ελληνικού προϋπολογισμού είναι ένα σοβαρό αναπτυξιακό εμπόδιο. Παρακάτω παρέχουμε μια πιο λεπτομερή εξήγηση του γιατί ο ελληνικός προϋπολογισμός στην παρούσα μορφή του είναι εχθρικός προς την ανάπτυξη, και γιατί η επίλυση αυτού του προβλήματος απαιτεί φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις.

»Σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τα έσοδα της, η Ελλάδα έχει ακολουθήσει μια πολιτική επανειλημμένης αύξησης των ήδη υψηλών φορολογικών συντελεστών, αντί να διευρύνει τη φορολογική της βάσης. Αυτό δεν έχει δουλέψει. Μετά από χρόνια υιοθέτησης αυτής της πολιτικής, η Ελλάδα αντιμετώπισε αυξανόμενη άρνηση από τους φορολογούμενους το 2014, η οποία ώθησε τις αρχές να καταφύγουν σε προγράμματα ρύθμισης δόσεων και αναβολής πληρωμών, παρόλο που η διαδεδομένη χρήση των ρυθμίσεων αυτών - η Ελλάδα διέθετε ένα εντυπωσιακό αριθμό 50 τέτοιων ρυθμίσεων αποκλειστικά στην περιοχή της κοινωνικής ασφάλισης για την περίοδο μετά το 2001- σημαίνει ότι αναπόφευκτα εκλαμβάνονται από τους φορολογούμενους ως de facto φορολογική συγχώρεση. Αυτό είναι εμφανές από την συσσώρευση των φορολογικών χρεών και των χρεών προς την κοινωνική ασφάλιση, τα οποία έχουν φτάσει τα 120 δισ. ευρώ (περίπου στο 70 τοις εκατό του ΑΕΠ, ενώ οι μισοί από τους φορολογούμενους καθυστερούν τις πληρωμές τους) και την σταθερή μείωση των φορολογικών εισπράξεων, παρά την έκτακτη βοήθεια που παρέχεται στην Ελλάδα από διεθνείς οργανισμούς με στόχο τη βελτίωση της φορολογικής της διοίκησης.

»Γιατί υποστηρίζουμε ότι η φορολογική βάση είναι πολύ στενή; Το υφιστάμενο καθεστώς στο φόρο εισοδήματος είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Η Ελλάδα παρέχει μια εξαιρετικά γενναιόδωρη έκπτωση φόρου, η οποία επιτρέπει σε περισσότερο από το ήμισυ των μισθωτών να απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος . Στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, αντιθέτως, είναι μόλις στο 5% και στο 6% (ο μέσος όρος για το υπόλοιπο της ζώνης του ευρώ είναι περίπου 8%). Σε ονομαστικούς όρους, το αφορολόγητο όριο των € 8.750 στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στη ζώνη του ευρώ, υψηλότερο από ό, τι στη Γερμανία, την Ιταλία ή την Ισπανία. Αυτό συνεπάγεται επίσης ότι η επιβάρυνση της φορολογίας είναι εξαιρετικά ασύμμετρη στην Ελλάδα, με το υψηλότερο δεκατημόριο των μισθωτών να καταβάλει σχεδόν το 60% του συνολικού φόρου εισοδήματος.

»Είναι βεβαίως αλήθεια ότι εκείνοι που κερδίζουν τα περισσότερα θα πρέπει να συμβάλλουν τα μέγιστα. Αλλά οι εξαιρετικά γενναιόδωρες εξαιρέσεις για τη μεσαία τάξη που ισχύουν στην Ελλάδα δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με επιχειρήματα σχετικά με την κοινωνική ισότητα και τη δικαιοσύνη. Οι μαζικές εξαιρέσεις δεν είναι κοινωνικά δίκαιες, δεδομένου ότι εμποδίζουν την Ελλάδα από το να συγκεντρώσει τα έσοδα που χρειάζεται να πληρώσει καλά στοχευμένες κοινωνικές παροχές ίδιες με την υπόλοιπη Ευρώπη, όπως τα επιδόματα πρόνοιας και ανεργίας. Κατά την άποψή μας, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, με ταυτόχρονη μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα.

»Επιπλέον, η εξάρτηση των ελληνικών αρχών στην περαιτέρω συμπίεση των διακριτικών (σ.σ. εκτάκτων) δαπανών δεν είναι αξιόπιστη. Οι δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες, για παράδειγμα, έχουν μειωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια και κινούνται πλέον σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Πράγματι, πιστεύουμε ότι αυτή η συμπίεση δεν μπορεί να διατηρηθεί, όπως προκύπτει από τις καταγγελίες ότι τα νοσοκομεία λειτουργούν χωρίς σύριγγες, τα λεωφορεία ακινητοποιούνται από την έλλειψη ανταλλακτικών, κ.λπ. Υπό την οπτική αυτή, θεωρούμε ότι είναι ταυτόχρονα αβάσιμο και ανεπιθύμητο οι δαπάνες αυτές να μειωθούν κατά 2 τοις εκατό του ΑΕΠ μέχρι το 2018, όπως αναμένουν οι ελληνικές αρχές. Χωρίς εμφατικές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα που θα δημιουργήσουν αποτελεσματικά κέρδη, το να στοχεύεις σε μια τέτοια περαιτέρω συμπίεση δαπανών συνεπάγεται ακόμη πιο σοβαρή δυσλειτουργία στην παροχή βασικών δημόσιων υπηρεσιών, κάτι το οποίο δεν είναι αξιόπιστο και δεν μπορεί να υποστηριχθεί από μια συμφωνία με το ΔΝΤ.

»Την ίδια στιγμή, που βασικές δημόσιες υπηρεσίες συμπιέζονται σε μη βιώσιμα επίπεδα, οι δαπάνες για τις συντάξεις παραμένει δυσβάσταχτες. Η Ελλάδα πληρώνει κατά μέσο όρο μια ονομαστική δημόσια σύνταξη παρόμοια με αυτή της Γερμανίας, παρά το γεγονός ότι έχει πολύ χαμηλότερη παραγωγικότητα. Και μπορεί και το κάνει αυτό μέσω δημοσιονομικών μεταγγίσεων προς το σύστημα που ξεπερνούν κατά περισσότερο από τέσσερις φορές το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Αλλά η ενασχόληση με τις συντάξεις, έχει αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολη.

»Προηγούμενες κυβερνήσεις έχουν προσπαθήσει να μεταρρυθμίσουν το σύστημα, αλλά έχουν έρθει αντιμέτωπες με δικαστικές αποφάσεις που τους σταμάτησαν και με άλλες αναποδιές. Αν και η σημερινή κυβέρνηση έχει αναλάβει νέες προσπάθειες σε αυτόν τον τομέα, η πρόσφατη μεταρρύθμιση, η οποία αποσκοπεί στη μείωση των δημοσιονομικών μεταβιβάσεων στο συνταξιοδοτικό σύστημα κατά περίπου 1 τοις εκατό του ΑΕΠ, απέχει από το να είναι αρκετή για να αντιμετωπίσει το μέγεθος του προβλήματος (ένα έλλειμμα σχεδόν 11%του ΑΕΠ).

»Όπως και με το φορολογικό σύστημα, το να διατηρείς τόσο υψηλές συντάξεις, ενώ ταυτόχρονα αρνείσαι στους πολίτες πρόσβαση σε βασικές κοινωνικές παροχές δεν είναι ούτε δίκαιο ούτε κοινωνικά βιώσιμο. Έχει συχνά υποστηριχθεί ότι στην Ελλάδα, οι συντάξεις πρέπει να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα, επειδή δεν χρησιμεύουν μόνο για την προστασία των εισοδημάτων των ηλικιωμένων, αλλά και διότι λειτουργούν ως ένα άτυπο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας. Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι συντάξεις δεν αποτελούν υποκατάστατο για ένα επαρκές δίχτυ ασφαλείας, καθώς αυτή η ad hoc ρύθμιση δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει την αύξηση της φτώχειας των πλέον ευάλωτων ομάδων. Στην πραγματικότητα, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι υψηλές συντάξεις είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς είναι μια σιωπηρή μεταφορά από τα πιο ευάλωτα μέλη του πληθυσμού που είναι σε ηλικία εργασίας προς τους μεγαλύτερους σε ηλικία Έλληνες.

»Το ποσοστό φτώχειας για τον πληθυσμό σε ηλικία εργασίας, ιδιαίτερα τους ανέργους έχει αρχίσει να αυξάνεται με ταχύ ρυθμό από το 2010, ενώ οι συνταξιούχοι έχουν δει μια αντίστοιχα μεγάλη μείωση των επιπέδων φτώχειας. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, οι αρχές θα πρέπει να μειώσουν περαιτέρω τις τρέχουσες συντάξεις, αυξάνοντας παράλληλα τις δαπάνες προς ένα σύγχρονο και καλά στοχευμένο σύστημα πρόνοιας για την προστασία εκείνων που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Περισσότερα θα πρέπει να δαπανηθούν τόσο για άλλες βασικές δημόσιες υπηρεσίες όσο και για βασικές δημόσιες επενδύσεις. Ο εξορθολογισμός των τρεχουσών συνταξιοδοτικών παροχών θα εξασφαλίσει επίσης μια δικαιότερη κατανομή του κόστους της μεταρρύθμισης μεταξύ των γενεών».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ