ΑΓΟΡΕΣ

Τεκτονικές αλλαγές στην ελληνική αγορά ενέργειας

Τεκτονικές αλλαγές στην ελληνική αγορά ενέργειας

Το 2018 εξελίσσεται σε χρονιά τεκτονικών αλλαγών για τον εγχώριο ενεργειακό κλάδο. Μέσα σε λίγους μήνες επέρχονται αλλαγές στην αγορά παραγωγής ηλεκτρινού ρεύματος, στην αγορά φυσικού αερίου, αλλά και στο χώρο των διυλιστηρίων που κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί μέχρι προσφάτως. Στην ουσία μέσα στην τελευταία διετία έχουν δρομολογηθεί μεταρρυθμίσεις στον ελληνικό ενεργειακό τομέα, τόσο στη χονδρική όσο και στη λιανική, που έπρεπε να είχαν δρομολογηθεί ήδη από το 2000, αλλά δεν είχαν εφαρμοστεί λόγω πολιτικού κόστους.

Η ύπαρξη των Μνημονίων και η εμπειρία της κρίσης άλλαξαν ωστόσο τα δεδομένα και έχουν πλέον δρομολογηθεί βαθιές τομές σε όλους του εγχώριους ενεργειακούς τομείς. Τρία είναι τα ζητούμενα των αλλαγών αυτών:

α) Η εξασφάλιση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού, μέσα και από τη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μίγμα,

β) η ενίσχυση του ανταγωνισμού και της διαφάνειας, με άμεσα οφέλη στη μείωση του ενεργειακού κόστους και τη διασφάλιση καλύτερων τιμών για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις

γ) η αναβάθμιση της ελληνικής ενεργειακής αγοράς εντός του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος.

Μπορεί σήμερα η πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, η αποκρατικοποίηση του Διαχειριστή Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ) και η πώληση των Ελληνικών Πετρελαίων και της ΔΕΠΑ να προκαλούν εντύπωση και σε κάποιο βαθμό να εγείρουν αντιδράσεις, ωστόσο στην Ευρώπη οι αντίστοιχες παρεμβάσεις έγιναν στα μέσα τη δεκαετίας του 1990 και γέννησαν μεγάλα οφέλη για τους καταναλωτές.

Να σημειωθεί πως το ενεργειακό μίγμα στη χώρα μας παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη των 28, κάτι που αποτυπώνεται σταθερά στα στοιχεία της Eurostat. Κατ’ αρχάς λόγω της υψηλής συμμετοχής του πετρελαίου και των ορυκτών καυσίμων, η συμμετοχή των οποίων είναι 52,8% και 23,7% αντίστοιχα και υπερβαίνει τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους (34,4% και 16,2%). Επίσης, είναι μικρότερο το μερίδιο του φυσικού αερίου, 11,3%, έναντι 22% κατά μέσο όρο στην ΕΕ, κάτι που όμως σταδιακά φαίνεται πως αλλάζει.

Γεγονός αναμφισβήτητο είναι και η εξάρτηση της χώρας μας από τις εισαγωγές καυσίμων. Είναι ενδεικτικό πως η Ελλάδα δαπανά για εισαγωγές ενέργειας 4 δισ. ευρώ περισσότερα από όσα εισπράττει από τις εξαγωγές ενέργειας. Το ισοζύγιο αυτό ήταν πιο αρνητικό στο παρελθόν, αλλά περιορίστηκε και η μείωση οφείλεται σχεδόν εξολοκλήρου στη μείωση των εισαγωγών πετρελαϊκών προϊόντων και στην αύξηση των εισαγωγών φυσικού αερίου και ρεύματος, ενδεικτικό της σταδιακής αλλαγής του εγχώριου ενεργειακού μίγματος.

parapemptiko

ΔΗΜΟΦΙΛΗ