ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Γιατί το ελληνικό πρωινό δεν «μπαίνει» στα περισσότερα ξενοδοχεία

Γιατί το ελληνικό πρωινό δεν «μπαίνει» στα περισσότερα ξενοδοχεία
Unsplash

Λιγότερο από το 10% του συνόλου των ξενοδοχειακών μονάδων και συγκεκριμένα 843 τουριστικές επιχειρήσεις, συμμετέχουν στο πρόγραμμα «Ελληνικό Πρωινό» το οποίο έχει στόχο την ανάδειξη της γαστρονομικής παράδοσης και ταυτότητας κάθε ελληνικού τουριστικού προορισμού.

Το πρόγραμμα ξεκίνησε να υλοποιείται από το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος το 2010 επιδιώκοντας το «Ελληνικό Πρωινό» να αποτελέσει κύριο στοιχείο της ταυτότητας του ελληνικού ξενοδοχειακού προϊόντος και κατ’ επέκταση εργαλείο προώθησης συνολικά του ελληνικού τουρισμού.

Σε πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις σχετικά με τον Τουρισμό και Αγροδιατροφή στην Ελλάδα επισημαίνονται μεταξύ άλλων οι λόγοι στους οποίους αποδίδουν οι επιχειρήσεις το γεγονός ότι στην πλειονότητά τους δεν επιλέγουν να εντάξουν ελληνικά τοπικά προϊόντα στο πρωινό που προσφέρουν στους τουρίστες που επισκέπτονται τη χώρα μας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πλέον επισκέψιμη Περιφέρεια της χώρας, αυτή της Κρήτης, μόνο το 8% των ξενοδοχειακών μονάδων συμμετείχε στο πρόγραμμα το 2020. Στην περίπτωση των πεντάστερων ξενοδοχείων το ποσοστό ανέβαινε στο 38%, ενώ έπεφτε δραματικά στις χαμηλότερες κατηγορίες. Αντίστοιχα στη Σαντορίνη από τις περίπου 300 μονάδες, μόνο οι 21 είχαν πάρει μέρος μέχρι τις αρχές του 2021 στο συγκεκριμένο πρόγραμμα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, από το 13,24% του εισερχόμενου τουριστικού εισοδήματος που διαρρέει στο εξωτερικό, το 6,75% αφορά στα καταλύματα και συμπεριλαμβάνει τα τρόφιμα εστιατορίου, ενώ το 1,27% αφορά στην (εκτός καταλυμάτων) εστίαση. Για τα τρόφιμα εστιατορίου, το ποσοστό των εισαγόμενων προϊόντων ανέρχεται σε 74,4% για τα ξενοδοχεία ενός αστεριού, 62% για τα ξενοδοχεία 2 αστέρων, 35,7% για τα ξενοδοχεία 3 αστέρων, 28,8% για τα ξενοδοχεία 4 αστέρων και 39,6% για τα ξενοδοχεία 5 αστέρων.

Οι ανασταλτικοί παράγοντες

Σε σχετικές έρευνες που διεξήχθησαν τα τελευταία χρόνια με στελέχη του τουρισμού επισημάνθηκαν μεταξύ άλλων η ελλιπής προβολή του προγράμματος ιδιαίτερα για τις μικρότερες μονάδες, η «χαλάρωση» στην αξιολόγηση μετά τη λήψη του σήματος, το υψηλό κόστος καθώς και η αργή διαδικασία πιστοποίησης. Επισημάνθηκε ακόμα το γεγονός ότι στο πρωινό τους οι επισκέπτες αναζητούν οικείες γεύσεις και δύσκολα δοκιμάζουν τρόφιμα τα οποία διαφοροποιούνται κατά πολύ από τις συνήθειές τους.

Τονίζεται επίσης η δυσκολία της συνεργασίας των ξενοδοχείων με τοπικούς παραγωγούς οι οποίοι συχνά δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στον απαιτούμενο όγκο των προμηθειών και τον χρόνο παράδοσης αυτών.

Παρά τα παραπάνω ζητήματα που εντοπίζονται, τα οφέλη για τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στο πρόγραμμα κρίνονται ωστόσο ως σημαντικά. Στην Κρήτη, για παράδειγμα οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που διαθέτουν το σήμα αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό ευχαριστημένες, ειδικά ως προς την προώθηση της υγιεινής διατροφής και της τοπικής γαστρονομίας. Στη Νάξο, το «Ελληνικό Πρωινό» φαίνεται να συμβάλλει στην παρουσίαση και ανάδειξη των τοπικών προϊόντων, αλλά επίσης και στην ικανοποίηση των επισκεπτών από την ποιότητα του πρωινού τους. Στη Σαντορίνη, τέλος η αποδοχή των τουριστών φαίνεται από τις πολύ θετικές κριτικές που λαμβάνει το πρωινό των ξενοδοχείων στα κοινωνικά δίκτυα, ενώ το πρόγραμμα βοηθά τους σεφ να προκαλέσουν καλή εντύπωση στους επισκέπτες με απλά πιάτα, με πολλούς τουρίστες, μάλιστα, να ζητάνε τις συνταγές.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ