ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Πρόεδρος ΓΣΕΕ: Απαιτούμε την επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας

Πρόεδρος ΓΣΕΕ: Απαιτούμε την επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας

Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος

EUROKINISSI/ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ

Για τα αιτήματα της ΓΣΕΕ, στα οποία πρωταγωνιστούν η επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και ο προσδιορισμός του κατώτατου μισθού από τους εργαζομένους και τους εργοδότες, μίλησε ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας, Γιάννης Παναγόπουλος, στο CNN Greece, με αφορμή την 24ωρη απεργία της 17ης Απριλίου.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ, η μείζονα πρόκληση που αντιμετωπίζει η χώρα είναι η δημιουργία μιας ανθεκτικής οικονομίας και μιας πιο δίκαιης μετάβασης προς ένα πιο πράσινο και ανθρωποκεντρικό μέλλον.

Όπως σημειώνει «Η οικονομική και κοινωνική πολιτική πρέπει να στοχεύσει σε μια βιώσιμη ανάπτυξη που δεν θα αφήνει κανέναν στο περιθώριο και θα σέβεται τον εργαζόμενο», ενώ τονίζει πως η πολιτεία οφείλει να γνωρίζει ότι η κοινωνική δικαιοσύνη είναι η καλύτερη εγγύηση για να υφανθεί ένας βιώσιμος οικονομικός και κοινωνικός ιστός και να ενισχυθεί η δημοκρατία μας».

Στο πλαίσιο αυτό, η Γενική Συνομοσπονδία προτείνει να επαναπροσδιοριστεί αμέσως το μείγμα των εργαλείων άσκησης της δημοσιονομικής και της κοινωνικής πολιτικής και υπογραμμίζει αναγκαίες θεσμικές παρεμβάσεις για την προστασία της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.

Τα αιτήματα της ΓΣΕΕ

Σύμφωνα με τον κ. Παναγόπουλο, η ΓΣΕΕ προτείνει και απαιτεί την επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και του προσδιορισμού του κατώτατου μισθού από τους εργαζομένους και τους εργοδότες.

Παράλληλα, μεταξύ των αιτημάτων είναι και:

  • η αποκατάσταση όλων των προτεραιοτήτων του συλλογικού εργατικού δικαίου (επέκταση συλλογικών συμβάσεων, συρροή, μετενέργεια κ.λπ.)
  • η αύξηση μισθών, πέραν του κατώτατου μισθού
  • ο αυστηρός έλεγχος και διαφάνεια του τρόπου διαμόρφωσης των τιμών και των περιθωρίων κέρδους σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα
  • η πάταξη της κερδοσκοπίας σε όλες τις επιχειρήσεις βασικών κλάδων παραγωγής και εμπορίας βασικών αγαθών διατροφής και έκτακτη φορολογία επί των κερδών σε αλυσίδες σουπερμάρκετ, επιχειρήσεις ενέργειας και μεταφορών, τράπεζες
  • η μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής και διατίμηση σε βασικά αγαθά πρώτης ανάγκης των νοικοκυριών
  • η τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμακίων, ώστε οι ονομαστικές αυξήσεις μισθών και εισοδημάτων να μην εξανεμίζονται με την αύξηση των φόρων
  • η τιμαριθμική αναπροσαρμογή όλων των κοινωνικών επιδομάτων και παροχών
  • η επιδότηση ενοικίου σε ευρύτερες ομάδες πολιτών βάσει εισοδηματικών και κοινωνικών κριτηρίων κ.ά.

Κ. Πρόεδρε, τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία δείχνουν μείωση της ανεργίας και αύξηση της απασχόλησης, που αποτελούν μια θετική εξέλιξη για την οικονομία. Ποια είναι η δική σας ανάγνωση της τρέχουσας κατάστασης της αγοράς εργασίας;

Αναμφισβήτητα, η μείωση της ανεργίας και η αύξηση των θέσεων απασχόλησης αποτελούν θετικές εξελίξεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η χώρα έχει υπερβεί την κρίση απασχόλησης στην οποία περιήλθε την προηγούμενη δεκαετία και τη σημαντική υποβάθμιση της ποιότητας της εργασίας. Κοιτώντας όμως και το επίπεδο των δύο αυτών βασικών μεγεθών της αγοράς εργασίας, των ποσοστών ανεργίας και απασχόλησης, οι επιδόσεις της Ελλάδας σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ συνεχίζουν να είναι απογοητευτικές.

Απογοήτευση όμως προκαλεί και το εύρος των ανισοτήτων που υπάρχουν στη χώρα μας όσον αφορά τις ευκαιρίες απασχόλησης. Το μεγάλο κενό απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών, και μεταξύ ατόμων μικρότερης και μεγαλύτερης ηλικίας, το πολύ υψηλό ποσοστό νέων που παραμένουν άνεργοι και χωρίς ευκαιρίες κατάρτισης δεν συνάδουν με μια οικονομία συμπερίληψης με προοπτικές διατηρήσιμης, δίκαιης και βιώσιμης μεγέθυνσης. Η συνεχιζόμενη «τριτογενοποίηση» της απασχόλησης επιτείνει το πρόβλημα, δεδομένου ότι οι αμοιβές στον τριτογενή τομέα είναι χαμηλότερες και οι θέσεις εργασίας πιο επισφαλείς. Η υπέρβαση των προκλήσεων απαιτεί δέσμευση σε ένα σχέδιο ανθρωποκεντρικής αναπτυξιακής αναδιάταξης της οικονομίας με βασικό πυλώνα την προστασία της εργασίας και τη διαμόρφωση αξιοπρεπών συνθηκών απασχόλησης και διαβίωσης για τους εργαζομένους.

Η ακρίβεια συνεχίζεται, ειδικά σε βασικά αγαθά. Ποιες είναι οι αιτίες, γιατί δεν ανακόπτεται;

Τα τελευταία σχεδόν τρία χρόνια η ακρίβεια έχει επηρεάσει δραματικά το βιοτικό επίπεδο μεγάλου τμήματος των εργαζομένων και των οικογενειών τους, ειδικά των πιο ευάλωτων, προκαλώντας κρίση κόστους ζωής και αξιοπρεπούς διαβίωσης. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι πολλά νοικοκυριά αντιμετωπίζουν ακόμη και μια κατάσταση κρίσης επιβίωσης, καθώς δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε βασικές μηνιαίες δαπάνες και αναγκάζονται να μειώσουν την κατανάλωση βασικών αγαθών, ενώ ταυτόχρονα οι δαπάνες τους αυξάνονται. Δηλαδή ξοδεύουν περισσότερα και καταναλώνουν λιγότερα. Η εξέλιξη της ακρίβειας τα τρία τελευταία χρόνια, όπως και οι διαφορές στις τιμές στα ίδια προϊόντα μεταξύ της Ελλάδας και άλλων χωρών αποκαλύπτουν τα χρόνια δομικά προβλήματα της οικονομίας και την αδιαφορία των ασκούντων οικονομική πολιτική για πραγματικές και ουσιαστικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Ολιγοπωλιακές αγορές, καρτέλ, έλλειψη ανταγωνισμού, κερδοσκοπία, έλλειψη συστηματικών, αυστηρών και αποτελεσματικών ελέγχων, αδιαφάνεια και χειραγώγηση τιμών σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα είναι οι κύριες αιτίες του πληθωρισμού κερδών που βιώνει σήμερα η χώρα μας. Αν προσθέσουμε και τον πολύ υψηλό ΦΠΑ σε βασικά προϊόντα, τότε όλα μαζί συνθέτουν μια μη βιώσιμη οικονομική πραγματικότητα που υπονομεύει την κοινωνική σταθερότητα. Απαιτούνται ουσιαστικές παρεμβάσεις σε όλα τα προαναφερόμενα πεδία της οικονομίας και κυρίως σημαντική αύξηση των μισθών και του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων.

Η κυβέρνηση προχώρησε σε νέα αύξηση του κατώτατου μισθού. Πως την κρίνεται, επαρκή για την προστασία της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό;

Η αύξηση του κατώτατου μισθού, που ανακοινώθηκε πρόσφατα, είναι απολύτως ανεπαρκής να αντιμετωπίσει το μέγεθος των δυσκολιών που βιώνει σήμερα μεγάλο τμήμα του κόσμου της εργασίας. Η τελευταία αύξηση, όπως και οι προηγούμενες, έχουν οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός ελάχιστου εισοδήματος για τους εργαζόμενους που απέχει πολύ από εκείνο που θα διασφάλιζε ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για αυτούς και τις οικογένειές τους. Η ΓΣΕΕ πρότεινε ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί στα 908 ευρώ, δηλαδή στα 758 ευρώ καθαρά, ώστε να μην είναι κανένας εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό κάτω από το κατώφλι της σχετικής φτώχειας και για να μην συνεχίσει η αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος της εργασίας.

Αλλά η κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης των εργαζομένων δεν οφείλεται μόνο στις χαμηλές αποδοχές τους, αλλά και στη χαμηλή ποιότητα των συνθηκών εργασίας τους. Και αυτό αφορά μια σειρά από προσδιοριστικούς παράγοντες της ποιότητας της εργασίας: όπως οι ώρες απασχόλησης, οι συνθήκες εργασίας στους χώρους δουλειάς, οι ευκαιρίες κατάρτισης των εργαζομένων, η δυνατότητα προάσπισης των δικαιωμάτων τους κ.ά. Είναι σημαντικό λοιπόν η δημόσια συζήτηση γύρω από την αγορά εργασίας να μην εξαντλείται μόνο στο ζήτημα του κατώτατου μισθού, αλλά να περιλαμβάνει και άλλες πτυχές που προσδιορίζουν την ευημερία και τις συνθήκες ζωής των εργαζομένων. Δυστυχώς, οι πολιτικές που ασκούνται σήμερα στην αγορά εργασίας συντηρούν την κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης των εργαζομένων, υποσκάπτοντας τη δυναμική και την ανθεκτικότητα της οικονομίας.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ