Βελτιωμένη η κατάσταση στον τομέα των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Υποχώρηση σημειώνουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, σύμφωνα με στοιχεία που περιλαμβάνοντα σε μελέτη της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ).
Τον Σεπτέμβριο του 2016 οι ελληνικές τράπεζες πέτυχαν σε ατομική βάση μείωση του υπολοίπου των (εντός και εκτός ισολογισμού) μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (45,2% επί του συνολικού δανειακού τους χαρτοφυλακίου) στα 107,6 δισ. ευρώ από 108,4 δισ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο (Ιούνιος 2016).
Θετική εξέλιξη κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου 2016 αποτέλεσε η σημαντική αύξηση (κατά περίπου 100.000) του αριθμού των δανείων, τα οποία ρύθμισαν οι τράπεζες, καθώς και η υιοθέτηση μακροπρόθεσμων λύσεων. Ειδικότερα, το μερίδιο των μακροπρόθεσμου χαρακτήρα ρυθμίσεων επί του συνόλου των ρυθμίσεων αυξήθηκε κατά περίπου 7 ποσοστιαίες μονάδες και ανέρχεται σε 40,2%.
Τέλος, σταθερό παρέμεινε τόσο το ποσοστό των λύσεων οριστικής διευθέτησης (6,3%), όσο και το ποσοστό των δανείων που είχαν μεν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά παραμένουν στον «πυρήνα» των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (70%).
Η παραπάνω εξέλιξη εντάσσεται στο πλαίσιο των επιχειρησιακών στόχων που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2016 σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Εκτιμάται ότι για την περίοδο Ιουνίου 2016-Δεκεμβρίου 2019 οι τέσσερις συστημικά σημαντικές τράπεζες θα προβούν σε μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά περίπου 38% (40 δισ. ευρώ). Η εν λόγω μείωση θα επιτευχθεί μέσω μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων και οριστικών διευθετήσεων, επιλεκτικών διαγραφών δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων και πωλήσεων δανείων.
Τον Δεκέμβριο του 2007 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονταν σε ποσοστό μόλις 4,5%, το οποίο ήταν πολύ κοντά στον αντίστοιχο μέσο όρο (2,9%) για πιστωτικά ιδρύματα μεσαίου μεγέθους της ευρωζώνης. Ωστόσο, στη διάρκεια των τελευταίων εννέα ετών ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε κατακόρυφα στο 38%. Οι προβλέψεις των ελληνικών τραπεζών έναντι επισφαλών απαιτήσεων ανήλθαν, τον Σεπτέμβριο του 2016, στα 57,1 δισ. ευρώ σε ενοποιημένη βάση.