«Θα επιστρέψω ως λαμπυρίδα…»
Η εκδίκηση των ανέμων. Επιλογή-μετάφραση Δημήτρης Χουλιαράκης. Εκδ. Το Ροδακιό, 2016.
Άσπιλη μες στις φλόγες η καρδιά μας
το αφρισμένο κύμα στο ξεψύχισμά μας
γλυκιά θα ΄ρθει παρηγοριά.
«Χαϊκού για τους νεκρούς πιλότους του Ειρηνικού»,
Δημήτρης Χουλιαράκης (Αναπολόγητος στις κούνιες ντάλα μεσημέρι).
«Το θήραμά μου τώρα παγιδεύω...»
Στην κωμόπολη Χιράν, νότια στο ηφαιστειογενές νησί Κιούσου, ιστορικό τόπο των σαμουράι, βρισκόταν η σχολή των καμικάζι· των νεαρών γιαπωνέζων που ορμούσαν κι ανατινάζονταν πάνω στα αμερικανικά αεροπλανοφόρα στον Ειρηνικό Ωκεανό, στο τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου, προσπαθώντας, μάταια, να αντιστρέψουν, με τον θάνατό τους, την τελεσίδικη ήδη έκβαση του πολέμου υπέρ των Συμμάχων.
Το αμερικανικό αεροπλανοφόρο USS Essex (CV-9) χτυπημένο από ιάπωνα καμικάζι, Naval History and Heritage Command
4.000 νεαρά αγόρια έχασαν έτσι τη ζωή τους, χωρίς ωστόσο να είναι οι μόνοι αυτοκτόνοι του γιαπωνέζικου στρατού. Αντίστοιχες με τις αεροπορικές επιχειρήσεις εκτελούσε και το ναυτικό, ενώ όλοι οι ιάπωνες στρατιώτες είχαν διαταγές να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων, ασχέτως συνθηκών και συσχετισμού δυνάμεων. Φεύγοντας για να συναντήσουν τον θάνατό τους, οι νεαροί αυτοί άντρες ραίνονταν με άνθη κερασιάς, είχαν αφήσει μια επίσημη αποχαιρετιστήρια επιστολή που υμνούσε την πατρίδα και τον αυτοκράτορα, αλλά και κρυφά σημειώματα, ημερολόγια και ποιήματα ακόμη, που σιγά-σιγά βλέπουν το φως της δημοσιότητας, αναδιαμορφώνοντας την εικόνα τους, όπως την είχε επιμελώς σφυρηλατήσει η άτεγκτη ιαπωνική πολεμική μηχανή (πολλά από αυτά εκτίθενται και στο Μουσείο Καμικάζι στη Χιράν).
Κορίτσια αποχαιρετούν τους καμικάζι με άνθη κερασιάς στη σχολή τους, στην πόλη Χιράν, 12 Απριλίου 1945 (public domain photo)
Σημειώματα, ημερολόγια και ποιήματα λοιπόν. Προσπάθειες κατανόησης της ζωής και του θανάτου τους, κατευνασμού του φόβου και του πόνου. Πολλοί από αυτούς ήταν φοιτητές σε σχολές των ανθρωπιστικών επιστημών, κάποιοι ήδη ποιητές, καλλιτέχνες, όπως λένε οι Πιερ-Φρανσουά Σουρυί και η Κονστάνς Σερενί στο βιβλίο τους με τίτλο «Καμικάζι» (2015). Τους άλλους, του πολυτεχνείου, ή τους στρατιωτικούς, τους προφύλασσαν, ήταν περισσότερο χρήσιμοι - κι έτσι φωτίζονται διαφορετικά οι αναφορές στον Καντ, τον Ρουσσώ και τον Γκαίτε, η γνώση των ποιητικών τρόπων, η ίδια η επιλογή τους να αποχαιρετίσουν τη ζωή με ένα σύντομο ποίημα, δικό τους ή παλιότερο.
Κάποιοι από αυτούς επίσης ήταν όντως εθελοντές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θυσιάζονταν για την αγάπη του Μικάδο – μάλλον της πατρίδας και της οικογένειάς τους. Οι περισσότεροι όμως ήταν εξ ανάγκης εθελοντές, επειδή τόσο η παιδεία και η αγάπη τους για την πατρίδα όσο και ο κοινωνικός έλεγχος δεν τους επέτρεπαν να αρνηθούν.
Μαζί τους, στο νησί με τα πολλά ηφαίστεια, τα βουνά που συναντούμε στα ποιήματά τους, ζούσε η Τόμε-σαν, μια κοπέλα που κρατούσε ένα ταβερνείο-καφενείο πλάι στη σχολή τους, ήταν η εξομολογήτρια και η παρηγορήτρα τους και τους ξεπροβόδιζε στην τελευταία τους πτήση (συνομιλία με τον γάλλο δημοσιογράφο Φιλίπ Πονς, για την εφημερίδα «Λε Μοντ» το 2007. Ένας από αυτούς, της χάρισε φεύγοντας τα νιάτα του και αυτός είναι ο λόγος που έζησε τόσο πολύ έλεγε η Τόμε-σαν· ένας άλλος της είπε ότι θα επιστρέψει ως λαμπυρίδα...
Η χερσόνησος Σατσούμα και το νησί Οκινάουα, όπου έγινε και η θρυλική μάχη
Η ταύτιση με τη φύση είναι χαρακτηριστική και στα ποιήματα των καμικάζι που δημοσιεύει σήμερα ο ποιητής και μεταφραστής Δημήτρης Χουλιαράκης. Κεντρική στον σιντοϊσμό, όπως υπογραμμίζει κι ο ίδιος στην εισαγωγή του, αλλά και στην ανατολική φιλοσοφία γενικότερα, αναδύεται ως βίωμα στα περισσότερα ποιήματα, ως πραγμάτωση της αρμονίας σε όλες τις στιγμές του βίου, του θανάτου συμπεριλαμβανομένου. Εξοικειωμένος με την ανατολική φιλοσοφία, μεταφραστής του Τάο Τε Τσινγκ του Λάο Τσε (Μελάνι, 2007), όπου η φύση βρίσκεται στο επίκεντρο, ο Χουλιαράκης επανέρχεται στην ποίησή του στην Ιστορία, τον πόλεμο, τη βία, τον θάνατο, σε μια διαχρονική σπουδή στη θνητότητα, στη μικρότητα του ανθρώπου μπροστά στη φύση και στον χρόνο, αλλά και στο μεγαλείο της ζωής, ως ακαριαίου και πολύτιμου συμβάντος, που αφήνει ίχνη, συχνά απροσδόκητα, στον κόσμο.
Η μεταφραστική του ενασχόληση λοιπόν με τα ποιήματα των νεαρών εντάσσεται στο πλαίσιο της ποιητικής του και το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό, δημιουργώντας ποικίλους προβληματισμούς στον αναγνώστη σε μια πολύπλοκη εποχή. Τα ποιήματα αυτά, έπεα πτερόεντα που επιμένουν, είναι η εκδίκηση που παίρνει ο άνεμος για όλες αυτές τις τραγικές θυσίες. Αυτό άλλωστε σημαίνει και η λέξη καμικάζι, θείος άνεμος.
Δημήτρης Χουλιαράκης
«Φλόγες αληθινές μ’ έχουνε τώρα ζώσει.»
Τα ποιήματα προέρχονται από την αγγλική ανθολογία της ποιήτριας Τζόντιαν Στήβενσον και δημοσιεύονται σε μια στιγμή που η λέξη «καμικάζι» έχει πλήρως ανασημασιοδοτηθεί στη Δύση, δηλώνοντας τους αυτοκτόνους τζιχαντιστές που επιτίθενται κατά αμάχων (σε αντίθεση με τους ιάπωνες καμικάζι), ενώ η μνήμη των καμικάζι επανακάμπτει στην Ιαπωνία μετά από μακρόχρονη σιωπή και οι νεαροί γιαπωνέζοι συρρέουν στα μουσεία με τα κειμήλιά τους. Άσκηση μνήμης ή ιδεολογική προετοιμασία στο πλαίσιο της σημερινής «προληπτικής φιλειρηνικής πολιτικής» της Ιαπωνίας που κάποιοι ειδικοί θεωρούν επαναστριωτικοποίησή της;
Όσες σκέψεις κι αν γεννά η σύντομη αυτή ανθολογία, πάντως, το βέβαιο είναι ότι πρόθεση του Χουλιαράκη δεν είναι η πολιτική ανάλυση, αλλά η προβολή της ποιητικής, υπαρξιακής και αισθητικής τοποθέτησης των νεαρών αυτών ανδρών απέναντι σε έναν θάνατο που συχνά ξέρουν ότι είναι μάταιος. Γνωρίζουμε σήμερα πολύ καλά ότι οι αεροπόροι καμικάζι δεν ήταν οι μόνοι αυτοκτόνοι στον ιαπωνικό στρατό, αλλά και ότι η θυσία τους είχε ελάχιστα πρακτικά αποτελέσματα. Όλα αυτά τα παιδιά υπάκουαν ωστόσο στη διαταγή και ρίχνονταν πάνω στα αμερικανικά αεροπλανοφόρα, με τα αεροπλάνα που έφεραν το όνομα των λουλουδιών της κερασιάς, ōka, άνθη της κερασιάς κι οι ίδιοι, που σκορπίζουν λαμποκοπώντας στο παραμικρό ρίπισμα του αέρα.
Τα ποιήματα που μεταφράζει από τα αγγλικά ο Δημήτρης Χουλιαράκης αποτυπώνουν την ψυχολογία των νεαρών αυτών που, σε αντίθεση με την ηρωική φιλολογία της ιαπωνικής προπαγανδιστικής μηχανής και σε πείσμα της αισθητικοποίησης του θανάτου, πέθαιναν με το όνειρο της ζωής . Έχει δίκιο ο Χουλιαράκης όταν υπογραμμίζει στον πρόλογό του ότι δεν μπορεί κανείς να διαβάσει τα ποιήματά τους με πολιτικό πρόσημο, στο πλαίσιο δηλαδή του ιστορικού ρόλου της Ιαπωνίας στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Τα ποιήματα αυτά είναι η απολύτως προσωπική έκφραση νεαρών ανδρών, νεαρών προσώπων που σε λίγο θα συναντήσουν, εκόντες άκοντες, τον θάνατό τους μέσα στις φλόγες. Είναι ένα στιγμιότυπο της ψυχολογίας τους ως μελλοθανάτων και για τον λόγο αυτόν εντυπωσιάζει ακόμη περισσότερο η αισθητική τους εντέλεια.
Στα ποιήματα αυτά, ο επικείμενος θάνατος, ο φόβος του κι ο φόβος της λιποψυχίας, το καθήκον και η έγνοια για τους άλλους εναλλάσσεται με τις εικόνες της ζωής και της αγάπης.
Γουλιά-γουλιά ο ήλιος ρουφά τον ουρανό και τον εκμηδενίζει.
Το θήραμά μου παγιδεύω.
Αν δεν λιποψυχήσω, ίσως στην ησυχία μας ο κόσμος να μας αφήσει.
Η όραση κυριαρχεί, διαστέλλεται μπροστά στη μεγάλη φλόγα, την οποίαν θα ακολουθήσει το μέγα σκότος. Τα μάτια εστιάζουν στον στόχο, αποχαιρετούν τον κόσμο, «τα μάτια μου τα δύσμοιρα λυπάμαι» είναι ο καταληκτικός στίχος ενός μετέωρου ποιήματος.
Τα μάτια των καμικάζι βλέπουν και ποιητικά κατγράφουν αυτά που είναι κι αυτά που δεν είναι:
Αν γινόταν το φεγγάρι ν’ αντικρίσουμε,
η λίμνη θα λουζότανε στο φως –
Τα ψάρια όλα θα σελάγιζαν,
όλα τα μύδια θα φεγγοβολούσαν.
Το φως, η λάμψη, το αστραποβόλημα κυριαρχούν, σε εικόνες που σχεδιάζουν κυρίως όσα ήταν και δεν θα είναι ποτέ ξανά, εικόνες γαλήνιας ζωής, έρωτα, οικογενειακής ευτυχίας, με τους γονείς ή τα παιδιά που αφήνουν πίσω:
Είναι τριών μονάχα
και τον λιγώνουνε τα ανθόφυλλα
που πέφτουν απ’ τα δέντρα.
Ρωτάει αν γίνεται να τα μαζέψει από χάμω –
του γνέφω ναι.
Πουλιά που σβαρνίζουν τη πόρτα του κλουβιού τους, θυμωμένα φιλιά, εικόνες κοριτσιών στο κοντινό στον χρόνο σχολείο, μανάδες που μαγειρεύουν, σφήκες και φοινικιές, βάρκες και γερανοί. Άλλοι βλέπουν τον θάνατό τους, τις πραγματικές φλόγες που του ζώνουν, με φόβο αλλά κι απόφαση. Άλλοι μνημονεύουν τον φόβο της απόρριψης, της χτισμένης από την στρατιωτική προπαγάνδα, ακόμη κι από την αγαπημένη τους, που δεν τους επιτρέπει να δειλιάσουν και τους οδηγεί να αποδεχτούν, αναγκαστικά το «έσχατο μυστήριο» του θανάτου τους, με το φιλί της στα χείλη. Άλλοι δεν βλέπουν τον θάνατό τους, δεν θέλουν καν να τον φανταστούν – κλασική συμπεριφορά αυτοχειρίας:
Φόβος για να με σταματήσει δεν υπάρχει.
Θυμός για να με σταματήσει δεν υπάρχει.
Αγάπη για να με σταματήσει δεν υπάρχει.
Θάνατος δεν υπάρχει.
Κι άλλοι τον περιγράφουν με απόλυτη ακρίβεια:
Ετούτα είναι τα μάτια μου
Και το βουνό έγειρε πλάι μου σιμά –
Η σκόνη είμαι, που του στρώνει τα ριζά.
Όποια κι αν είναι η στάση τους, όποιες εικόνες κι αν τους συνοδεύουν στο τελευταίο τους ταξίδι, για όποιο λόγο κι αν έχουν αποφασίσει να το κάνουν, τα ποιήματά του, ποικίλης μορφής και τονικότητας, θαυμάσια μεταφρασμένα από τον Χουλιαράκη, λειτουργούν σαν θρήνος μαζί και προσευχή για όλα αυτά τα νεαρά παιδιά με την τραγική μοίρα, σε έναν παράλογο κόσμο. Η ποίηση ήταν γι’ αυτούς ένας ύστατος τρόπος να δώσουν νόημα στη ζωή τους, την ώρα που τελείωνε, να παλέψουν τον φόβο και τον θυμό τους, να στηρίξουν την απόφασή τους με τη μνήμη, να επιβεβαιώσουν την παραμυθιακή ένωσή τους με τη φύση. Τραγωδία της Ιστορίας, ζωές χαμένες, κερδισμένοι στίχοι, θλίψη και αγωνία που επιμένουν.
*Η Τιτίκα Δημητρούλια είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΑΠΘ, κριτικός λογοτεχνίας
** Για την αγγλική ανθολογία, ο Χουλιαράκης παραπέμπει στο: Jodiann Stevenson, "An Excerpt from Kamikaze Death Poetry," SPECS journal of art and culture: Vol. 2, Article 54, http://scholarship.rollins.edu/specs/vol2/iss1/54/
Για τους καμικάζι, βλέπε ενδεικτικά:
Emiko Ohnuki-Tierney (2002). Kamikaze, Cherry Blossoms and Nationalisms : the Militarization of Aesthetics in Japanese History. Chicago & London: The University of Chicago Press.
Emiko Ohnuki-Tierney (2006). Kamikaze Diaries: Reflections of Japanese Student Soldiers. Chicago & London: The University of Chicago Press.
Pierre-François Souyri & Constance Sereni (2015). Kamikazes. Paris: Flammarion.