ΑΠΟΨΕΙΣ

Ένα βιβλίο για ένα βιβλίο, που είναι δύο βιβλία, συν άλλα δύο και πάει λέγοντας

Ένα βιβλίο για ένα βιβλίο, που είναι δύο βιβλία, συν άλλα δύο και πάει λέγοντας

Κωστής Μαλούτας, «Μια φορά (και ίσως κι άλλη μία)», εκδ. Εκάτη, 2015.

Κάποιους πρωτοεμφανιζόμενους τους περιμένει η κριτική στη γωνία, λέει ο Κωστής Μαλούτας στη νουβέλα του, αναφερόμενος στην υποδοχή του βιβλίου του ήρωά του – το γνωστό σχήμα θα πει κανείς, ένα βιβλίο για ένα βιβλίο, αλλά θα πέσει μάλλον έξω. Τον ίδιο πάντως δεν τον περίμενε κανείς στη γωνία ως τώρα, ούτε για κακό αλλά ούτε και για καλό. Κάποια πολύ καλά βιβλία περνούν απαρατήρητα, για λόγους που δεν έχουν καμία σχέση με την ποιότητά τους. Ένα από αυτά και το δικό του, που εκδόθηκε πέρσι τέτοιο καιρό, είναι μια πάρα πολύ καλή πρώτη δουλειά και του χαρίζει ήδη μια θέση στο λογοτεχνικό πεδίο - την οποία βέβαια θα πρέπει να κρατήσει στη συνέχεια. Επί του παρόντος πάντως, διαβάζοντας κανείς το κείμενό του, καταλαβαίνει ότι τη θέση αυτή την κερδίζει με πολλή δουλειά, συγγραφική, αλλά και αναγνωστική. Η νουβέλα του έχει μπόλικες ανθρωποώρες ανάγνωσης των κλασικών της παγκόσμιας λογοτεχνίας πίσω της – αν είναι μόνη της στον κόσμο και δεν έχει κάπου ένα alter ego, αν δεν έχει γεννήσει ήδη το συνοδευτικό της κείμενο και δεν ετοιμάζονται μαζί για μια ακόμη μεγαλύτερη έκδοση.

Για να καταλάβει κάποιος τα παραπάνω πρέπει να ξέρει βέβαια ότι το βιβλίο μιλά για ένα βιβλίο που έχει ακριβώς τον ίδιο τίτλο, «Μια φορά (και ίσως κι άλλη μία)». Για την ακρίβεια για δύο βιβλία, αφού ένας Γερμανός κι ένας Ουρουγουανός, που ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους, εκδίδουν, με ένα χρόνο διαφορά, το ίδιο ακριβώς βιβλίο με τον ίδιο ακριβώς τίτλο, ο καθένας στη γλώσσα του. Το βιβλίο του Μαλούτα είναι δηλαδή ένα βιβλίο για ένα άλλο βιβλίο που είναι ένα διπλό βιβλίο και όχι μόνο, τη διαδρομή του οποίου παρακολουθεί.

Κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου είναι ο Ξερακιανός, ένα πρόσωπο χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, υπάλληλος και συνιδιοκτήτης βιβλιοχαρτοπωλείου – όπου κάποια στιγμή ένας πελάτης ανακαλύπτει δύο πολύ όμοια στο εξώφυλλό τους βιβλία. Προφανής αναφορά στη βιβλιοθήκη-σύμπαν του Μπόρχες και όλες τις βιβλιοθήκες και τα μαγικά ή δαιμονικά βιβλιοπωλεία της λογοτεχνίας αλλά και του κινηματογράφου. Ο Ξερακιανός έχει δύο αδελφές που ονομάζονται από την ηλικία τους σε σχέση με τον Ξερακιανό, Μεγάλη και Μικρή· μια παραπαίουσα σχέση με μια άλλη Μικρή, σε μια πόλη χωρίς ιδιότητες και με ένα ποτάμι να τη διασχίζει· διαβάζει βιβλία, τα οποία διαβάζουμε κι εμείς μαζί του, που μεταγράφουν αρχέγονες πρακτικές και αντίστοιχα αισθήματα ή δομούνται ως παρτίδες σκάκι.

Αυτό ακριβώς το βιβλίο περιγράφεται λοιπόν μέσα στο βιβλίο του Μαλούτα, τι λέει, πώς το λέει, τι έγραψε η κριτική, πώς ξαφνικά έγινε αντιληπτή η ύπαρξη ενός πανομοιότυπου βιβλίου γραμμένου στα γερμανικά, πώς για το καθένα από αυτά έχει γραφτεί μια μελέτη. Δύο βιβλία λοιπόν, δύο μελέτες και κάτι (ο Ουρουγουανός μελετητής, ερασιτέχνης σε αντίθεση με τον γερμανό ομόλογό του, είχε γράψει, πριν από το δοκίμιό του, και μια πρώτη κριτική), δυο εκδότες, δύο λογοτεχνικά συστήματα. Δύο παραγνωρισμένα βιβλία, δύο άσημοι συγγραφείς, γίνονται παγκοσμίως διάσημοι και πάμπλουτοι όχι χάρη στην πρωτοτυπία αλλά στην έλλειψή της, και μάλιστα στην πιο απόλυτη μορφή της: τα βιβλία τους είναι λέξη προς λέξη ίδια, κάπως όπως στον Μπόρχες, όταν ο Πιερ Μενάρ ξαναγράφει τον Δον Κιχώτη, αλλά χωρίς καν τη χρονική απόσταση – έτσι πιστεύει τουλάχιστον αρχικά ο καλοπροαίρετος αναγνώστης και δεν θα σας αποκαλύψω τις εκπλήξεις που τον περιμένουν. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι το βιβλίο που είναι δύο (και ένα του Μαλούτα τρία) και συνοδεύεται από άλλα δυο ή τρία βιβλία πάνω σ’ αυτό, είναι ένα πολύ ανοιχτό βιβλίο από πολλές σκοπιές.

Ο Μαλούτας στέκεται με σοβαρότητα αλλά και παγνιωδώς και ειρωνικά απέναντι στην πράξη της γραφής, στο «δώρο της γραφής» όπως λέει περιγράφοντας την εμπειρία ενός Καναδού που ανεβαίνει στα βουνά της Αφρικής για να διδάξει στους κατοίκους αγγλικά. Το κείμενό του είναι δομημένο με τρόπο οιονεί μαθηματικό και το στερεογράφημα, οι τελίτσες στις οποίες παραπέμπει κατά τόπους το κείμενο, υπογραμμίζει τον ιδιαίτερο αυτόν χαρακτήρα.

τελίτσες

Η πεζογραφία των νεοτέρων είναι συχνά πολύ σοβαρή αλλά καθόλου σοβαροφανής, το έχουν δείξει και άλλοι συγγραφείς, όπως ενδεικτικά ο Παλαβός ή ο Τσίρος και τώρα ο Μαλούτας, που σχεδιάζει λοιπόν το κείμενό του με ακρίβεια χιλιοστού. Στη βάση του σχεδίου του, ζεύγη που καθρεφτίζονται, οι δυο συγγραφείς, οι δύο διαφορετικές αφορμήσεις τους στην κατασκευή του ίδιου ήρωα, οι δυο μαγνήτες που του χαρίζει το αφεντικό του, οι δυο δοκιμιογράφοι, οι δυο εκδότες. Τα ζεύγη αυτά είναι ζεύγη ομοιότητας, που έχουν όμως και μια μικρή διαφορά, μια απόκλιση, ένα σπάσιμο, που δεν γίνεται αντιληπτό μεμιάς, ή από όλους – για παράδειγμα, ο ένας από τους δύο κυλινδρικούς μαγνήτες σπάει, το σχήμα τους όπως αποκαθίσταται όπως πριν. Υπάρχει ένα μέλημα συμμετρίας και στην παραμικρή λεπτομέρεια, με διαρκή σμίκρυνση, για παράδειγμα το ζεύγος που σχηματίζει η εικόνα της Ζαμπίνε, συζύγου του γερμανού εκδότη που δεν αγαπά τη λογοτεχνία, ξαπλωμένη να διαβάζει το βιβλίο και το αφρικανικό αγαλματάκι της γυναίκας που διαβάζει (σε λίγο θα κατεδαφίσει ριζικά, ως μέση αναγνώστρια, το ίδιο το κείμενο του Μαλούτα, υπερασπιζόμενη τη ζωή την ίδια έναντι της λογοτεχνίας και τον non-fiction προφανώς επίσης).

Το σχέδιο που προκύπτει θυμίζει φράκταλ, ή πιο απλά μπάμπουσκες - λίγο πειραγμένες είναι αλήθεια, αφού οι δομές αυτοομοιότητας αναπτύσσονται προς διάφορες κατευθύνσεις: το βιβλίο μας λέει την ιστορία ενός βιβλίου που λέει μια ιστορία για την οποία έχει γράψει κάποιος άλλος, αλλά το έχει γράψει και ένας άλλος και ένας άλλος έχει γράψει γι’ αυτόν και στο τέλος έρχεται ένας τρίτος και τα λοιπά και τα λοιπά.

μπαμπουσκες

Matryoshka: The Russian Nesting Doll. Museum of Russian Art, Minneapolis, http://tmora.org/2009/11/21/matryoshka-the-russian-nesting-doll/

Ο Μαλούτας θέτει στο κείμενό του αλλά και με το κείμενό του καθαυτό, σε συμπυκνωμένη μορφή, όλα τα μεγάλα ερωτήματα της λογοτεχνίας και μαζί θέτει υπό αίρεση τις απαντήσεις που έχουν δοθεί. Τι σημαίνει πρωτοτυπία, πώς πιστοποιείται, τι σημαίνει παγκόσμια λογοτεχνία, διακειμενικότητα, αυτοαναφορικότητα, λογοτεχνικότητα, λογοκλοπή. Αλλιώς: τι σημαίνει παράδοση και τι ατομικό ταλέντο, για να θυμηθούμε τον Έλιοτ, τι σημαίνει πραγματικότητα, τι αναπαράσταση και τι έργο τέχνης, τι σημαίνει βιβλίο, εκδοτικό σύστημα, συγγραφέας και αναγνώστης. Είδωλο και ομοίωμα.

πικ

http://www.fractal-recursions.com/fractals/fractal-122108v.jpg

Μπωντριγιάρ, θεωρία του χάους, αλλά και κυβερνητική και πολύπλοκα συστήματα, αν διαβάσει κανείς από τη σκοπιά αυτή την πρώτη κιόλας πρόταση του κειμένου: «Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ιδιότητες της πραγματικότητας είναι η μη προβλεψιμότητά της, ακόμα και στις περιπτώσεις που λειτουργεί με τον πιο απλό, προβλέψιμο τρόπο». Προσθέτοντας, ως ερμηνευτικά σχήματα, και την τυχαιότητα και την ανατροφοδότηση κινείται στο πλαίσιο μιας ακόμη συμμετρίας, αυτής των πολλαπλών δυνητικών αναγνώσεων του κειμένου – και κάθε κειμένου;

πικ1

Δυο παρατηρήσεις. Το βιβλίο διαβάζεται εύκολα, παρά τα όσα κρύβει μέσα του, και είναι απολαυστικό. Δεύτερον, αν ήθελα να είμαι συνεπής με το κείμενο για το οποίο μιλώ, θα έπρεπε να παραθέσω αμέσως από κάτω την κριτική κινέζου συναδέλφου για το ομόλογό του στην Κίνα. Επιφυλάσσομαι και κλείνω με τον Πόε.

Κάποτε, ο Πόε, που δεν έχανε ευκαιρία να κατηγορεί ευθέως ή εμμέσως πλην σαφώς διάφορους συγκαιρινούς τους για λογοκλοπή και κάμποσοι του ανταπέδιδαν την αβρότητα, μέμφθηκε τον Χώθορν ότι, ένα διήγημά του από τις «Ξαναειπωμένες ιστορίες» (Twice-Told Tales, “ Howe’s Masquerade”) μοιάζει τόσο πολύ με το δικό του «William Wilson», που θα μπορούσε κανείς μιλήσει για λογοκλοπή, παρότι ίσως και να πρόκειται για μια ιδιαιτέρως φιλοφρονητική σύμπτωση σκέψης. Δεν ήξερε ότι ο Χώθορν δεν θα μπορούσε να τον έχει αντιγράψει, καθώς το δικό του κείμενο είχε δημοσιευτεί στο Democratic Review τουλάχιστον ένα χρόνο πριν από εκείνο του Πόε στο The Gift. Καλή ανάγνωση.

* Η Τιτίκα Δημητρούλια είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια ΑΠΘ και κριτικός λογοτεχνίας.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ