ΑΠΟΨΕΙΣ

Από το γύψο της επταετίας στο παγωμένο παρόν

Από το γύψο της επταετίας στο παγωμένο παρόν

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ

Γραφείον Ενικού Τουρισμού

Εκδόσεις Καλλιγράφος, Αθήνα 2016

Ο τίτλος της συλλογής είναι ενδεικτικός της διάθεσης και της πρόθεσής του να ασκήσει ευθέως ή εκ πλαγίου, ειρωνευόμενος, σαρκάζοντας και ταυτοχρόνως αυτοσαρκαζόμενος, κριτική σε μια κακοφορμισμένη πραγματικότητα, όπως είναι αυτή που όλοι βιώνουμε, δυστροπώντας ή έστω μετά διαμαρτυριών βολευόμενοι: στη νεοελληνική και, πιο συγκεκριμένα, στη μεταπολιτευτική και, ακόμα πιο συγκεκριμένα, στη μικροαστική νεοελληνική πραγματικότητα, στις αχανείς και απρόσωπες εκτάσεις της οποίας καλλιεργείται ένας ανελέητος ενικός αριθμός που κοινωνικά μεθερμηνεύεται σε μαρασμό ή και σε παντελή έλλειψη της συλλογικής, άρα και της ιστορικής συνείδησης. Υπ' αυτές τις συνθήκες ο τίτλος της συλλογής θα μπορούσε να είναι και “Γραφείο Μικροαστικού Εσωτερικού Τουρισμού”, με κεντρικό πρόσωπο μιαν άκρως επιτυχημένη νεοελληνική εκδοχή των “Διακοπών του κυρίου Ιλό” του Ζακ Τατί, με τη διαφορά ότι η μοναξιά του έλληνα περιβάλλεται και αμβλύνεται από το σχήμα-πρόσχημα της οικογενειακής συνοχής.

Πράγματι, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα ποιήματα της συλλογής συνθέτουν ένα ημερολόγιο καλοκαιρινών διακοπών που πραγματοποιεί το ποιητικό υποκείμενο με την οικογένειά του. Συγκεκριμένα συνθέτουν το ημερολόγιο πολλών καλοκαιρινών διακοπών συνοψισμένων στις διακοπές ενός καλοκαιριού, κατά τη διάρκεια του οποίου συμβαίνουν, επισημαίνονται και καταγράφονται συμβάντα και δημιουργούνται καταστάσεις ενδεικτικές της βαθμιαίας εκ θεμελίων αποδιοργάνωσης της νεοελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας. Συμβάντα και καταστάσεις εκ πρώτης όψεως μάλλον επιφανειακές, που εύκολα εντοπίζει, σχολιάζει και με ελαφρότητα ή περιγελαστική σοβαρότητα στηλιτεύει κανείς, δεν παύουν ωστόσο στα μάτια ενός ευαίσθητου παρατηρητή, όπως είναι εν προκειμένω ο ποιητής, να αποτελούν τα συμπτώματα μιας συγκαλυμμένης με φανταχτερά, παραπλανητικά τερτίπια και άλλα συναφή φληναφήματα βαριά έως ανίατα άρρωστης κοινωνίας.

Σαρκασμός, λοιπόν, του μεταπολιτευτικού μικροαστισμού. Πτυχών μάλλον ενός υπέρογκα αναπτυγμένου σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας μικροαστισμού, ο οποίος, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών, με το άλλοθι και το πρόσχημα της θερινής ραθυμίας και ανεμελιάς βρίσκει το πρόσφορο έδαφος ενδεχομένως αθώων έως και χαριτωμένων, ενδεικτικών ωστόσο μιας σοβούσας παθογένειας, εκδηλώσεών του. Παρέχει στον ποιητή τη δυνατότητα να συγκρίνει και να επισημάνει, έστω εκ των υστέρων, τα πρώιμα χαρακτηριστικά του, όπως λ.χ. το βόλεμα με όλα τα δήθεν αθώα υποκατάστατα των πραγματικά αναγκαίων, πράγμα που συχνά επιχειρεί επικαλούμενος μνήμες, εικόνες και καταστάσεις από την εποχή της παιδικής αθωότητας και αμεριμνησίας, αναπτύσσοντας και καλλιεργώντας μία απολύτως προσωπική, ανταποκρινόμενη στην ιδιοσυγκρασιακή του ιδιαιτερότητα μνημοτεχνική, δημιουργώντας εντέχνως ρωγμές στο παρόν της γραφής, με την προσδοκία να περάσουν απ' αυτές, ιριδισμένες από μια διάθεση νοσταλγική, εικόνες αλλά και ήχοι συνεκτικοί ενός διάσπαρτου στον χρόνο και πολλαπλώς ετερόκλητου βιωματικού υλικού, στο κέντρο των οποίων συντελείται μία συχνά δραματικών αποχρώσεων εναλλαγή των ηλικιών που διάνυσε, μία μετακίνηση ανάμεσα στο παιδί που υπήρξε κάποτε ο ίδιος και στο παιδί του. Ανάμεσα στον παιδικό κερματοδέκτη ενός απαρχαιωμένου για τα σημερινά δεδομένα φλίπερ και στο σύγχρονο ίντερνετ-καφέ.

strou

Ο Γιάννης Στρούμπας διακατέχεται σχεδόν μονίμως από μία διάθεση παιγνιώδη, περιπαικτική και ταυτοχρόνως διαβρωτική, διαπερασμένη από τη σταθερή πρόθεσή του να σαρκάσει και να αυτοσαρκαστεί, να κρίνει αλλά και να κριθεί, να αυτοπροσδιοριστεί σε κάθε αναπάντεχη ή αναμενόμενη ανατροπή των προγραμματισμένων μετακινήσεών του, που αντιμετωπίζει με νηφαλιότητα και συγκατάνευση, έχοντας πλήρη συνείδηση των σαθρών δομών της νεοελληνικής πραγματικότητας. Κυρίως όμως έχοντας διατηρήσει ακέραιο το δικαίωμα και ανεπηρέαστη την ικανότητά του να διαφεύγει σε τόπους και σε καταστάσεις επαρκείς για τη δημιουργία ενός αντίβαρου απέναντι στην τρέχουσα άχαρη καθημερινότητα, όπως, π.χ., οι προφανείς ή οι υποδόριες, ερωτικών προδιαγραφών, υπομνήσεις-υποσχέσεις που αφήνουν να αιωρούνται οι αμέριμνες και σφύζουσες από ζωή καλοκαιρινές νεανικές γυναικείες παρουσίες. Και λέω καλοκαιρινές νεανικές γυναικείες παρουσίες γιατί το καλοκαίρι συντρέχουν λόγοι που κάνουν ευκολότερη την αφύπνιση του ναρκωμένου, του πιασμένου στα γρανάζια της καθημερινής ρουτίνας σώματος κι ακόμα γιατί η καλοκαιρινή αύρα επιτρέπει και ωθεί σε ξανοίγματα και σε εξομολογήσεις, ενώ παράλληλα ξανοίγει τη σκέψη και το οπτικό πεδίο προς σημεία και κατευθύνσεις όπου η φαντασίωση μπορεί να ανθεί και να θάλλει.

Τις μικροαστικές, πάντα καλοκαιρινές, μετακινήσεις, “με το μικρό αστικό” του πρώτου μέρους ακολουθεί η ψευδαίσθηση της πλασματικής και συνάμα πλαστικής οικονομικής ευρωστίας, οπότε το αστικό λεωφορείο αντικαθίσταται από το 4Χ4 ιδιωτικό αυτοκίνητο της δημοκρατίας (“πλαστό αμερικάνικο ρόουντ μούβι/προδομένο απ' το τσεμπέρι”), με το οποίο ο ποιητής μετακινείται σε “ανούσιες επιφάνειες” γκαζώνοντας τις παραλιακές λεωφόρους, οπότε η μνήμη, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, αδειάζει, ή εν πάση περιπτώσει ρηχαίνει, γίνεται οριζόντια έκταση, με συνέπεια να περιορίζεται η δυνατότητα για εγκάρσιες τομές στα περασμένα και ακολούθως για δραστικές ενεργοποιήσεις της μνήμης. Εξακολουθεί η περιδιάβαση και η επισήμανση χαρακτηριστικών εικόνων και εκδοχών του καλοκαιριού, επιπολάζουν τα καλοκαιρινά ειωθώτα: οι ρακέτες στην παραλία, η πληθύς των θαλασσινών εδεσμάτων, ο ανερμάτιστος ερωτισμός των νεανικών σωμάτων, είναι όμως προφανής -αν και όχι ιδιαιτέρως ενοχλητική- η αντιαισθητική παρεμβολή των συμβόλων της εποχής. (“Ύψιστες/Άναρχες/Υπερούσιες/Κεραίες της κινητής τηλεφωνίας/Σουβλίζουνε/τη γραφική μου αισθητική”) τα οποία παραμερίζει ή εκπαραθυρώνει “ζουμάροντας την εικόνα του κινητού” του, όπως σαρκαστικά ομολογεί.

Εν κατακλείδι, τα ποιήματα της συλλογής, τόσο του πρώτου όσο και του δεύτερου μέρους, συνθέτουν, απ' αφορμή τις καλοκαιρινές μετακινήσεις του ποιητικού υποκειμένου, μιαν εσώστροφη ταξιδιωτική περιπλάνηση με κατευθυντήριο μοχλό τη μνήμη. Μια μνήμη υποταγμένη στις εξαρχής δηλωμένες προθέσεις του ποιητή να συνδυάσει και να συγκρίνει παρελθόν και παρόν, επισημαίνοντας ομοιότητες και, κυρίως εκφυλιστικά συμπτώματα προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων που ενώ άλλοτε λειτούργησαν ως οιωνοί επιβεβαιωτικοί της ευαισθησίας του τώρα κατάντησαν -στην καλύτερη περίπτωση- αντικείμενα τουριστικής εκμετάλλευσης.

Με το τέλος των διακοπών, των καλοκαιρινών μετακινήσεων, άρα και προς το τέλος του βιβλίου, τον καθαρτήριο ρόλο των ρούχων, των αισθημάτων και των εντυπώσεων καλείται να διαδραματίσει το πλυντήριο, μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του οποίου συναντιούνται “μέλλον παρόν και παρελθόν”, σαν έτοιμα από καιρό να υποστούν του χρόνου την προβαρισμένη περιδίνηση. Λίγο πριν το τέλος, ωστόσο, έρχεται το τελευταίο ποίημα της συλλογής, για να της προσδώσει τον χαρακτήρα της σύνθεσης. Μιας σύνθεσης, τα επιμέρους ποιήματα της οποίας αποτελούν ψηφίδες του μεταπολιτευτικού μας παζλ, με τη γηραιά κυρία να ανακαλύπτει ότι από τον γύψο της επάρατης επταετίας κατέληξε, χωρίς να το καταλάβει, σ' ένα παρόν παγωμένο.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ