ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι Τρεις Μυσταγωγοί του Πνεύματος

Οι Τρεις Μυσταγωγοί του Πνεύματος
Wikipedia

Σήμερα εορτάζεται η μνήμη των τριών εκείνων Αγίων ασκητών ως προστατών εκείνης που κάποτε με περίσσεια υπερηφάνεια τολμούσαμε να αποκαλούμε Ελληνική παιδεία. 

Σήμερα εορτάζεται η μνήμη των τριών ιεραρχών ως προστατών εκείνης που κάποτε με περίσσεια υπερηφάνεια τολμούσαμε να αποκαλούμε Ελληνική παιδεία. Το έργο τους οφείλουμε να εξετάσουμε προσεκτικά, απελευθερωμένοι από ιδεοληπτικές αγκυλώσεις, αν επιθυμούμε να υπερβούμε τη διχοτόμηση της ταυτότητάς μας σε αρχαία και Βυζαντινή έχοντας πάντα κατά νου πως, αν ο Ελληνισμός επιβίωσε ανά τους αιώνες, παρά τους πολλούς υποψήφιους κατακτητές του, αν η ελληνική γλώσσα άνθιζε στα στόματα των Ελλήνων λογίων οι οποίοι μετοίκησαν στη Δύση κατά τον 13ο και 14ο αιώνα και μεταλαμπάδευσαν εκεί τα ελληνικά γράμματα, αυτό, οφείλεται κυρίως στους ανθρώπους του πνεύματος και στους φωτεινούς πατέρες της Ορθόδοξης εκκλησίας. Μια τέτοια περιγραφή αυτού του σπουδαίου πνευματικού έργου των τριών ιεραρχών δεν μπορεί να γίνει εδώ παρά μόνο συνοπτικά κρίνοντας αναπόφευκτη μια μικρή ιστορική αναδρομή στο παρελθόν.

Στην Ύστερη αρχαιότητα, τα έντονα σημάδια παρακμής και αποσύνθεσης, οι εμφύλιες συγκρούσεις, η οικονομική κρίση και η διαφθορά στις τάξεις των πολιτικών και στρατιωτικών κύκλων, η έντονη επίδραση της χριστιανικής θρησκείας και η υπέρβαση της ελληνορωμαϊκής ειδωλολατρικής κοινωνίας, κλόνισαν σοβαρά την πολυεθνική και πολυπολιτισμική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία επιταχύνοντας με ηφαιστειακή βιαιότητα τους πνευματικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς της εποχής. Το ξέσπασμα αυτής της κρίσης είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός πολιτισμού που ερειδόταν σε ένα καινούργιο ηθικό και αξιακό σύστημα το οποίο είχε ως σύμβολο θυσίας και αγιασμού τον σταυρό• όργανο θανάτωσης των ληστών και των κακούργων, το οποίο μεταβλήθηκε σε πηγή απολυτρώσεως του πιστού.

Με την επικράτηση του χριστιανισμού σε ολόκληρη την αυτοκρατορία ύστερα από την υπογραφή του διατάγματος των Μεδιολάνων, το 313 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ά, η κοινωνική και πολιτική συνοχή του κράτους, ήρθε να διαταραχθεί, εκ νέου, από τη θρησκευτική πολιτική του Ιουλιανού με την επαναφορά της Εθνικής θρησκείας (δωδεκάθεο), γεγονός το οποίο προκάλεσε βίαιες διώξεις και παραγκωνισμούς κατά των χριστιανών. Ωστόσο, με την άνοδο του αυτοκράτορα Θεοδοσίου στο θρόνο, η χριστιανική θρησκεία επιβλήθηκε οριστικά ως η επίσημη θρησκεία του κράτους το 380 μ.Χ., ενώ παράλληλα εκδόθηκε ο Condex Theodosianus, ο οποίος καταδίκαζε όσους δεν πίστευαν στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Ακολούθησαν απηνείς διωγμοί σε ετερόδοξους και ειδωλολάτρες, το κλείσιμο της Φιλοσοφικής σχολής των Αθηνών στην οποία είχαν φοιτήσει ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός , καταργήθηκαν οι Ολυμπιακοί αγώνες και τα Ελευσίνια μυστήρια, έκλεισε το Μαντείο των Δελφών, ενώ δεν εμποδίστηκε από τις αρχές η βίαιη καταστροφή του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός, στην Ολυμπία, από φανατικούς χριστιανούς.

Στο πλαίσιο αυτών των κοσμοϊστορικών αλλαγών που συντελούνταν κατά τον 4ο αιώνα στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εμφανίστηκαν ως έαρ στη ψυχή των ανθρώπων εκείνοι που έμειναν γνωστοί ως οι μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας, τα τρία αηδόνια του πνεύματος. Οι τρεις Καππαδόκες πατέρες, με το βαθύ συνθετικό τους πνεύμα που μπόλιαζε το συναίσθημα της ακαταγώνιστης πίστης με τη δύναμη της λογικής, το θείο λόγο του αγίου με τον ορθό λόγο του σοφού ανθρώπου και την αρμονική συνύπαρξη της επίγειας ζωής με την υπερκόσμια, συνέβαλαν θεμελιωδώς στη γονιμοποιό σύζευξη μεταξύ του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού που αποτέλεσαν τη μήτρα μέσα στην οποία γονιμοποιήθηκε ο δυτικός πολιτισμός. Ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν υπήρξαν απλά επιφανείς θεολόγοι και διδάσκαλοι, αλλά ανατόμοι της ανθρώπινης ψυχής• αιώνια σύμβολα απροσκύνητου ήθους, δυσκατάβλητου φρονήματος και αγωνιστικής και ασυμβίβαστης πορείας, υπερασπιστές των ενδεών και των απανταχού δεινοπαθούντων. Λόγιοι, οι οποίοι έμειναν στην ιστορία ως "φευραυγείς" του πανανθρώπινου και οικουμενικού πολιτισμού όχι μόνο για τον ανθρωποπλαστικό ρόλο που οραματίστηκαν για την παιδεία των νέων, αλλά κυρίως, γιατί πρώτοι αντιλήφθηκαν ότι όπου επικρατεί μονομερώς η νόηση, η στείρα γνώση η οποία δε λαμβάνει υπ´όψιν της την αγωγή της ψυχής ή όπου το θυμικό μέρος της ψυχής του ανθρώπου παύει να υπόκειται σε ορθολογικό έλεγχο και το συναίσθημα αφήνεται αχαλίνωτο να τον πνίγει,επέρχεται η πνευματική κατάρρευση και η κοινωνία μεταβάλλεται σε ένα αχανές théâtre d'ombres.

Οι τρεις Ιεράρχες κρατώντας στο ένα χέρι το Ευαγγέλιο και στο άλλο τον Πλάτωνα πίστευαν ότι η κλασική παιδεία χρησίμευε ως αναγκαίο προπαιδευτικό στάδιο στον μαθητή για την καλύτερη κατανόηση των χριστιανικών αληθειών και αντιλαμβάνονταν την ελληνική γλώσσα ως το τελειότερο εργαλείο έκφρασής τους. «Μάλλον τοίνυν της κόρης φύλαττε την γλώτταν» μας λέει ο Χρυσόστομος. Σε μια εποχή κατά την οποία η αρχαιότητα θεωρούνταν ειδωλολατρική και η ιεραρχία έβλεπε με δυσπιστία τη δυνατότητα των νέων να λάβουν μια θύραθεν παιδεία ο Μέγας Βασίλειος αντλούσε από την αρχαία σοφία άπειρα παραδείγματα, χρήσιμα για την αγωγή των παιδιών. Ο ίδιος έλεγε για τον Όμηρο: ''Πάσα η ποίησις Ομήρου αρετής παίδευσις και αρετής έπαινος''.

Εν τούτοις, το σπουδαιότερο πολιτιστικό εγχείρημα των τριών μυσταγωγών του πνεύματος και Αγίων της Ορθόδοξης εκκλησίας, είναι η διάσωση της ελληνικής γλώσσας, η οποία την εποχή εκείνη είχε υποστεί βάναυσες απλοποιήσεις σε φωνολογικό, λεκτικό και μορφοσυντακτικό επίπεδο προκειμένου να διευκολυνθεί η επικοινωνία μεταξύ των ελληνόφωνων μεν, αλλά ανομοιογενών πληθυσμών της πολυεθνικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ως εκ τούτου, η υιοθέτηση της αττικιστικής ελληνικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας γραφής των πατερικών κειμένων, αντί της Κοινής του Ευαγγελίου η οποία αποτελούσε την προφορική ελληνική γλώσσα της εποχής, διατήρησε την ενότητα της Ελληνικής γλώσσας στον χρόνο και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για δημιουργία και πρόοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στον χώρο. Διότι, η γλώσσα δεν είναι μόνο ένας φορέας λέξεων, αλλά ένας τρόπος παραγωγής σκέψεων. Οι Έλληνες πατέρες της Ορθόδοξης εκκλησίας είχαν πια στα χέρια τους το υπερόπλο που ονομαζόταν ελληνική γλώσσα, το οποίο αποτέλεσε το τηλεσκόπιο μέσω του οποίου μπόρεσαν να δουν και να αντιληφθούν τον κόσμο ως κόσμημα και όχι ως μια κυκλικά περιστρεφόμενη σφαίρα. Υπό αυτή την έννοια, πνευματικές κατακτήσεις, όπως αυτές, οδηγούν σε πολιτιστικές εκτινάξεις που καθορίζουν τις μοίρες των λαών στον ιστορικό χρόνο σε βαθμό ζωτικότερο και από τις νικηφόρες στρατιωτικές αναμετρήσεις.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ