ΜΟΔΑ

Το πρόβλημα με τη Βίκυ Σταμάτη

Το πρόβλημα με τη Βίκυ Σταμάτη

“Μετακομίζει ο τέως βασιλιάς εδώ” λέει ένας αστικός μύθος ότι ψιθύριζαν οι περίοικοι στη γειτονιά των Θεών, τις μέρες που η Βίκυ Σταμάτη μετακόμιζε στο μεγάλο, χρυσό της κλουβί, το νεοκλασικό κτίριο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου.

“Eκείνη”, συνεχίζει, “συστήθηκε ως Βίκυ Σταμάτη, σύζυγος Τσοχατζόπουλου όταν εμφανίστηκε για να επιθεωρήσει τις εργασίες”. Η πορεία της γυναίκας στη lifestyle ειδησεογραφία ξεκινούσε χωρίς κανείς να μαντεύει ότι η αποκαθήλωση θα έμοιαζε σαν σκηνή από τo Season Of The Witch. Ότι η ίδια θα θύμιζε μερικά χρόνια αργότερα μια μάγισσα που την έριξαν στην πυρά για παραδειγματισμό χωρίς να νοιάζει κανέναν εάν τα ξόρκια της ήταν όσο απειλητικά έμοιασαν.

Την αποκάλεσαν “βλαχάρα” αν και η δημόσια εικόνα της δεν μπορούσε να υποστηρίξει το χαρακτηρισμό. Η Σταμάτη υπηρέτησε με παραδειγματική συνέπεια το φαίνεσθαι, επένδυσε σε οίκους πολυτελείας, έμαθε να γνωρίζει τη σημασία των αξεσουάρ και το βάρος που μπορεί να προσδώσει στην εμφάνιση μιας γυναίκας μια δερμάτινη τσάντα Dior, ακόμη και όταν την έφερε μέσα σε μία αίθουσα δικαστηρίου που την καταδίκασε σε 12ετή κάθειρξη. Ίσως ο χαρακτηρισμός αφορούσε την καταγωγή της αλλά γιατί; Οι αστοί στην Ελλάδα είναι μια σπάνια κάστα που σπάνια κυκλοφορεί εκεί όπου τα ίχνη της μπορούν να ανιχνευθούν.

Η Βίκυ Σταμάτη φορούσε ρούχα ακριβά (7.165 ευρώ χρεώθηκαν σε boutique του Κολωνακίου σε μία μόνο αγορά είπε η δικογραφία), ανακαίνισε το σπίτι της με υφάσματα και έπιπλα κοστοβόρα (συνολικά ξόδεψε πάνω από 720.000 ευρώ ενώ ακόμη και για το κρόσι του καναπέ στο σαλόνι δεν λυπήθηκε να ξοδέψει 2.626, 57 ευρώ) και ήταν μια γυναίκα που έκανε αυτό που θα έκαναν όλες (αν όχι όλες, σίγουρα οι περισσότερες) όταν βρίσκονται από την ανωνυμία στους κύκλους επιρροής και εξουσίας.

Η Βίκυ Σταμάτη έκανε λάθη πολλά. Υποδύθηκε μια γυναίκα που δεν ήταν, χρέωσε με έξοδα λογαριασμούς που δεν έπρεπε, συντήρησε προκλητικά μια δημόσια εικόνα που δεν θα μπορούσε (ως υπάλληλος της ΔΕΗ οι ετήσιες αποδοχές της δεν ξεπερνούσαν τα 25.457 ευρώ μεικτά, το 2006) και έγινε συνεργός του συζύγου της χωρίς να ξέρει ότι το Κάστρο ήταν σαθρό. Δεν την ένοιαζε να το μάθει.

Η Σταμάτη μέσα στο πέρασμα του χρόνου αναδείχθηκε σε ένα χαρακτήρα τραγικό και κωμικό. Ακόμη και οι πολιτικά ορθοί χλεύασαν τον αρραβώνα στο Beau Brummel, τον γάμο της στην Πόλη του Φωτός, τη δεξίωση στο αριστοκρατικό George V και τη μεταφορά της εκεί μέσα σε μια Jaguar απαστράπτουσα και μπλε τις μέρες που σαν φάντασμα του καλλωπισμένου εαυτού της υπερασπιζόταν μια αθωότητα που είχε ελάχιστη σημασία. Τραγικό και ενδεικτικό της μοίρας που της επιφυλάχθηκε αυτό που υπερασπίστηκε ο συνήγορος της.

“Η κυρία Σταμάτη ήταν περιορισμένων δυνατοτήτων” τόνισε.

Η Βίκυ Σταμάτη γνώρισε τη μνησικακία γιατί η ίδια είχε φροντίσει να βάλει τον εαυτό της σε ένα θρόνο που δεν της ανήκε και ξέπεσε μόνη της πριν οι υπόλοιποι ροκανίσουμε τα Prada σύνολα της με δόντια κοφτερά σαν κοσμικοί κανίβαλοι μιας νέας εποχής. Το μεγαλύτερο όμως λάθος της γυναίκας που έκρυψε το βλέμμα της θολούρας της πίσω από τα μεγάλα, μαύρα ήταν ότι δεν είχε διαβάσει ποτέ Ευρωπαϊκή ιστορία.

Μια γυναίκα που ήθελε να είναι βασίλισσα στις Βερσαλλίες όφειλε να γνωρίζει την κατάληξη της Μαρίας Αντουανέτας, πόσω μάλλον να ξέρει ότι η σύζυγος του Λουδοβίκου 16ου δεν θα μπορούσε να είχε πει ποτέ τη φράση “αφού δεν έχουν ψωμί, ας φάνε παντεσπάνι” (για την ιστορία, η δήλωση γράφτηκε για πρώτη φορά το 1765, στο βιβλίο του Ζαν Ζακ Ρουσώ, “Απολογίες”, όταν η μελλοντική βασίλισσα ήταν μόλις εννέα ετών και καθόλου δεν γνώριζε τι σημαίνει γκιλοτίνα).

Κάποιοι λένε ότι στο άμεσο μέλλον η Βίκυ Σταμάτη θα αφήσει την παιδική λογοτεχνία (το 2003 η Έλλη Στάη προλόγισε παρουσία πολλών κοσμικών το βιβλίο της Σταμάτη “Ο μυθικός χορός της φύσης”) και θα καταπιαστεί με τη βιβλιογραφία που της αξίζει.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ