Μάτα Χάρι: Απληστία, απαγορευμένος ερωτισμός & ένα άλυτο μυστήριο 100 χρόνια μετά
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μάτα Χάρι: Απληστία, απαγορευμένος ερωτισμός & ένα άλυτο μυστήριο 100 χρόνια μετά

Το όνομά της “ζει” εδώ και έναν αιώνα. Από την ημέρα που εκείνη στάθηκε μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα, στις 15 Οκτωβρίου 1917, και την παρακολουθούσαν να πεθαίνει: ήταν η Μάτα Χάρι, μία δολοπλόκος και ύπουλη κατάσκοπος, μία γυναίκα της οποίας η μοχθηρότητα, αμφίβολη ακόμη και έναν αιώνα μετά το σχεδόν μυθικό θάνατο της, ενθουσιάζει.

Ήταν όμως η Μάτα Χάρι αυτό που η ιστορία θέλησε να την ορίσει; Ή πρόκειται εξ ολοκλήρου για κάτι άλλο; Για μια απομονωμένη και ευάλωτη ύπαρξη γύρω από την οποία υφάνθηκε μία ταυτότητα και μια ζωή στα χνάρια της ψευδαίσθησης και της γενναιόδωρης σεξουαλικότητας;

Ήταν η Μάτα Χάρι μια διπλή κατάσκοπος που καταδίκαζε τα αρσενικά θύματα της ως άλλη Μαύρη Χήρα της αντικατασκοπείας ή ήταν απλά ακόμη ένα θύμα της προκατάληψης και του σεξισμού, ίσως ένας “αποδιοπομπαίος τράγους” πού έφερε συμβολικά όλο το βάρος της στρατιωτικής αποτυχίας; Έναν αιώνα μετά την εκτέλεση της η Μάτα Χάρι αποπλανεί και στοιχειώνει τη νεότερη ιστορία, ως Σαλώμη νέων καιρών.

Τίποτα γύρω από το πρόσωπο της δεν είναι δυνατόν να οριστεί ως απλό και ξεκάθαρο, ούτε όταν ζούσε, ούτε τώρα που “ζει” στη σφαίρα του σκανδάλου και του μύθου. Αναδυόμενοι από την ασάφεια υπάρχουν αναρίθμητοι μύθοι και ερμηνείες, πολλαπλές αφηγήσεις που “προβάλλουν” πάνω της μέσα από βιβλία και ταινίες αλλά και λογαριασμούς “εραστών” της ιστορίας που επιμελούνται την παρουσία της online στο Twitter και στο Facebook.


Απαγορευμένες, επικίνδυνες σχέσεις

Η Μαργκαρέτα Ζέλε Μακ Λέοντ, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, με καταγωγή από το Λέουβάρντεν της Ολλανδίας, ήταν μία διαζευγμένη γυναίκα προερχόμενη από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα που σε ηλικία 41 ετών βρήκε τον θάνατο.

Ωστόσο, η Μάτα Χάρι αποτέλεσε, μία femme fatale, όπως λένε οι Γάλλοι, μία “μοιραία θανάσιμη γυναίκα” και μία εξωτική χορεύτρια που έχει μεταμορφωθεί σε κάτι αιώνιο. Κάτι που, εξάλλου, ίσως και η ίδια θα θεωρούσε ως μεγαλύτερη επιτυχία της αν υπήρχε ανάμεσα μας.

“Η Μάτα Χάρι και η Μαντάμ Ζέλε Μακ Λέοντ είναι δύο εντελώς διαφορετικές γυναίκες” έγραψε η ίδια σε επιστολή της προς τον αξιωματικό Πιερ Μπουχάρντον, στρατιωτικό δικαστή που ερεύνησε την υπόθεση της, ο φάκελος της οποίας και κρατήθηκε στα αρχεία Ιστορικών Αμυντικών Υπηρεσιών εκτός του Παρισιού.

“Σήμερα με τον πόλεμο και τη χρήση των διαβατηρίων, είμαι υποχρεωμένη να ζω και να υπογράφω ως ‘Ζέλε’ αλλά αυτή η γυναίκα δεν είναι γνωστή στους ανθρώπους. Όσο για μένα, θεωρώ πως ο εαυτός μου εκφράζεται μέσω της ταυτότητας της Μάτα Χάρι” σημείωσε.


Αν δεν ήταν η εμμονή της με τα χρήματα, η φήμη της θα μπορούσε να ήταν και βραχύβια και το όνομά της ακόμη πιο σκοτεινό και χαμένο μέσα στο χρόνο. Όμως η γυναίκα που ήθελε να τη φωνάζουν Μάτα Χάρι είχε βρεθεί μόνη και χωρίς λεφτά, στερούμενη ακόμη και τα στοιχειώδη πάνω από μία φορά -μια συνθήκη που την “έπλασε” βαθιά. Η ανέχεια, σε συνδυασμό με τις επανειλημμένες λανθασμένες και αποτυχημένες αποφάσεις της, αλλά και των θλιβερών προσκολλήσεων της σε πρόσωπα και καταστάσεις, βρήκε πρόσφορο έδαφος εν μέσω των πολιτιστικών και εθνικών συγκρούσεων, με αποτέλεσμα η θλιβερή μοίρα της να φαντάζει σχεδόν προβλέψιμη.

Όταν ήταν 13 ετών, ο κάποτε εύρωστος και επιτυχημένος πατέρας της, κήρυξε πτώχευση και εγκατέλειψε την οικογένεια του. Ήταν τότε που η μητέρα της υπέστη νευρική κρίση κι, έτσι, η Μαργκαρέτα απέμεινε ως η μόνη υπεύθυνη για να φροντίσει τα τρία νεαρά αδέλφια της. Στην ηλικία των 16 ξεκίνησε σπουδές σε μία Εκπαιδευτική Ακαδημία Δασκάλων όπου και γνώρισε τον πρώτο ίσως εραστή της, τον 51χρονο διευθυντή της. Όταν το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε η ίδια απεβλήθη ενώ εκείνος συνέχισε κανονικά τη σταδιοδρομία του. Ήταν το πρώτο της, ίσως, μάθημα ότι όταν κάτι αμαρτωλό συμβαίνει ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα η δεύτερη θα φέρει την απόλυτη ευθύνη, η σαγήνη της είναι ένδειξη ενοχής και καταδικαστέα.

Το 1895, γνώρισε τον σύζυγο της. Σύμφωνα με την έκδοση “A Tangled Web”, τη βιογραφία που έγραψε η βρετανή αρχειοφύλακας Mary W. Craig, ο άντρας της Μάτα Χάρι, ο Ρούντολφ Μακ Λέοντ, ήταν ένας 39χρονος σκωτσέζικης καταγωγής Υπολοχαγός που υπηρετούσε στο Πολεμικό Ναυτικό της Ολλανδίας.

Ο ίδιος προκειμένου να ανέλθει κοινωνικά, χρειαζόταν μια σύζυγο, αλλά έπασχε από σύφιλη, μία ασθένεια που θα καθιστούσε την άδεια γάμου απορριπτέα.

Έπειτα από “παιχνίδια” με τους κανόνες και τους νόμους κατάφερε να ξεγλιστρήσει και να αναρτήσει αγγελία γνωριμίας με σκοπό τον γάμο σε μια τοπική εφημερίδα στην οποία και ανταποκρίθηκε άμεσα η 18χρονη τότε Μαργκαρέτα Ζέλε.

Η ίδια συμφώνησε να τον παντρευτεί έξι ημέρες μετά από την πρώτη τους συνάντηση. Μέσα σε διάστημα τριών χρόνων, και απομονωμένοι σε ένα φυλάκιο στο Τζάουα Τενγκά, απέκτησαν δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ο γάμος τους διαλύθηκε με την είσοδο των απογόνων τους στη ζωή.


Ο Μακ Λέοντ είχε επιδοθεί στον τζόγο και έπινε, ενώ διατηρούσε παράνομες ερωτικές σχέσεις, την κακοποιούσε, τη χτυπούσε και της συμπεριφερόταν ως μια ακόμη πόρνη.

Έχοντας ανάγκη μία λύση που θα τη βοηθούσε να αποδράσει, η Μαργκαρέτα αναζήτησε διέξοδο από τη θλιβερή, απογοητευτική και αρρωστημένη πραγματικότητα της παρακολουθώντας τις υπηρέτριες στην Ινδονησία να χορεύουν στον κήπο. Σύντομα έμαθε και η ίδια τις λικνιστές, αισθησιακές κινήσεις και χόρευε μαζί τους.

Αργότερα, η οικογένεια μεταφέρθηκε στη Βόρεια Σουμάτρα και μέσα σε διάστημα ενός μηνός τα παιδιά αρρώστησαν, με το αγόρι να πεθαίνει σε ηλικία, μόλις, δύο ετών. Το γεγονός έβγαλε εκτός ορίων τον Μακ Λέοντ που μεταμορφώθηκε σε ένα οξύθυμο τέρας.

Η Μάτα Χάρι κράτησε αποστάσεις από τον άντρα της προκειμένου να προφυλάξει τον εαυτό της και αφιέρωνε όλο και περισσότερο χρόνο στην τέχνη του χορού, μαθαίνοντας περισσότερα είδη.

Το 1902 το ζευγάρι επέστρεψε στην Ολλανδία, οπότε και η Μαργκαρέτα υπέβαλε αίτηση διαζυγίου, επικαλούμενη την κακομεταχείριση και την κακοποίηση μέσα στο γάμο τους.

Μάτα Χάρι ή αλλιώς το μάτι της ημέρας

Δεδομένου ότι η Μαργκαρέτα είχε αναλάβει την επιμέλεια της κόρης τους, και ελλείψει οικονομικής υποστήριξης από τον Μακ Λέοντ, άρχισε να συχνάζει σε οίκους ανοχής. Ο πρώην σύζυγός της διεκδίκησε και κέρδισε την κηδεμονία της κόρης τους και την κράτησε μακριά από την μητέρα της. Η Μαργκαρέτα αφού μετακόμισε στο Παρίσι, μόνη και χωρίς λεφτά, φλέρταρε με το modeling και την ηθοποιία. Η διέξοδος της θα ήταν πάλι ο εξωτικός χορός.

Η μεγάλη ευκαιρία να αναδείξει το ταλέντο της ήρθε το 1905, όταν ο Εμιλ Γκιμέ της ζήτησε να εμφανιστεί στο Μουσείο Γκιμέ, μπροστά στην ελίτ του Παρισιού. Ο Τύπος μαγεύτηκε και “αγκάλιασε” τη σαγηνευτική χορεύτρια από την Ινδονησία με το διακοσμημένο προστήθιο πανοπλίας, τα ημιδιάφανα πέπλα, τις κορδέλες και τα αέρινα μαντίλια στα μαλλιά και τα παιχνιδιάρικα σέξι ενδύματα, που απείχαν ελάχιστα από το γυμνό. Ήταν τότε που απέκτησε το καλλιτεχνικό της όνομα “Μάτα Χάρι (Mata Hari)” που στα Μαλαισιανά σημαίνει “ήλιος”, ενώ η κυριολεκτική σημασία του είναι το "μάτι της ημέρας".

Η Ζέλε υπήρξε “προφήτης” ενός νέου στυλ χορού και έκφρασης που θα έρθει να καθορίσει το Μπελ Επόκ. Ήταν τα χρόνια που ο Βασλάβ Νιζίνσκι χόρεψε τολμηρά το έργο “Το απόγευμα ενός Φαύνου” απελευθερώνοντας έναν αισθησιασμό που δεν είχε ξαναεκφραστεί ποτέ στο μπαλέτο του Παρισιού, ενώ η ξυπόλυτη Ισιδώρα Ντάνκαν, εμπνευσμένη από την αρχαία ελληνική χορογραφία, εισήγαγε για πρώτη φορά τα μαθήματα σύγχρονου χορού. Ήταν τα χρόνια που ο Ιγκορ Στραβίνσκι έκανε επανάσταση στη σύνθεση μουσικής με το έργο του “Rite of Spring” και η Μάτα Χάρι ήταν κομμάτι αυτού του νέου δημιουργικού ενθουσιασμού που έκανε επανάσταση τα βράδια πριν τον πρώτο μεγάλο πόλεμο του 20ου αιώνα.

Η Χάρι εκμεταλλευόμενη τη φήμη της γύρω από τον εξωτικό αισθησιασμό και ερωτισμό της, εντόπιζε και έμπλεκε στα “δίχτυα” της εύπορους εραστές που θα μπορούσαν να υποστήριζαν το “μεγαλόπρεπο, επιβλητικό και μεγαλειώδες” στιλ της.

Όταν ο δεύτερος γάμος του συζύγου της κατέληξε σε διαζύγιο, η ίδια προσπάθησε να επαναδιεκδικήσει την επιμέλεια της κόρης της αλλά ο τρόπος ζωής της ήταν αυτός που ενθάρρυνε το δικαστήριο να θεωρήσει τον Μακ Λέοντ ως την πιο σταθερή και ασφαλή επιλογή για την ανατροφή του μικρού κοριτσιού. Η Χάρι είδε και τα τα δύο παιδιά της -που πιθανώς μολύνθηκαν με σύφιλη κατά την γέννηση τους- να πεθαίνουν. Η κόρη της πέθανε το 1919, σε ηλικία 21 χρόνων, από εγκεφαλική αιμορραγία.

Οι απολαβές της για τον ξεχωριστό για την εποχή χορό της, υπήρξαν εξαιρετικά υψηλές, όμως δεν ήταν αρκετά για τη σπάταλη φύση της. Χαρακτηριστική ήταν μια σειρά παραστάσεων που έδωσε το φθινόπωρο του 1906 στην Ολυμπία του Παρισιού έναντι αμοιβής που σε σημερινά λεφτά της απέφερε περίπου 42297.61 ευρώ.

Την ίδια περίοδο η Χάρι ήρθε αντιμέτωπη με την πρώτη αγωγή εις βάρος της για απλήρωτες οικονομικές εκκρεμότητες. Η υπόθεση αφορούσε κοσμήματα αξίας 12.000 γαλλικών φράγκων που είχε παραγγείλει αλλά δεν πλήρωσε ποτέ. Ήταν μια κακή συνήθεια της. Μόλις είχε στη διάθεσή της κάποια χρήματα, τα ξόδευε σε ρούχα, γούνες, κοσμήματα αλλά και σε κόστη μεταφοράς. Η Χάρι πίστευε πως το κόστος για τη δημιουργία μιας επιτυχημένης ψευδαίσθησης της ομορφιάς και του μυστηρίου κάθε άλλο παρά χαμηλό ήταν.

“Είμαι χορεύτρια, και μετά τον πόλεμο, ίσως αναγκαστώ να αναλάβω θεατρικές δουλειές στο Βερολίνο ή στη Βιέννη, όπως και στο Παρίσι. Δεν είμαι παντρεμένη. Είμαι γυναίκα που ταξιδεύει πολύ. Πρέπει να με καταλάβετε και να μου συγχωρήσετε το γεγονός ότι χάνω την αίσθηση των χρημάτων” έγραψε στα τέλη Μαΐου η Ζέλε στον Γάλλο δικαστή. “Μερικές φορές χάνω, μερικές φορές κερδίζω”.

Το μεγαλύτερο ρίσκο της το πήρε το 1915 αν και η ίδια δεν το συνειδητοποίησε μάλλον ποτέ. Η Χάρι ζούσε στο Βερολίνο το καλοκαίρι του 1914, αναμένοντας μια παράσταση που είχε προγραμματιστεί για τον Σεπτέμβριο στο θέατρο Metropol, ψυχαγωγώντας μερικούς εραστές, συμπεριλαμβανομένου και του αρχηγού της αστυνομίας.

Η έκρηξη του πολέμου τον Αύγουστο εξέπληξε τους πάντες και ως ξένη στο Βερολίνο οι αρχές πάγωσαν τον τραπεζικό της λογαριασμό και της κατάσχεσαν την περιουσίας. Ανάμεσά τους ήταν και γούνες αξίας -όπως δήλωσε- 80.000 FF. Αυτή ήταν μια απώλεια που δεν θα την άφηνε να περάσει έτσι.

Σύμφωνα με τα δικά της λόγια, ήταν μια διεθνής προσωπικότητα, “μία γυναίκα του κόσμου”. Μιλούσε αρκετές γλώσσες, πραγματοποιούσε συνεχώς ταξίδια γύρω από την Ευρώπη, ενώ είχε εραστές σε κάθε χώρα. Με την έλευση του πολέμου, τα σύνορα ασφαλίστηκαν, τα διαβατήριο θεωρούνταν πια προαπαιτούμενο και συνέχεια θέτονταν ερωτήσεις.

Η ασάφεια και το μυστήριο που απέπνεε η Χάρι όχι μόνο δεν ήταν πλέον ατού και προσοδοφόρα προσόν ένα απρόσκοπτο εμπόδιο που της έφεραν πολλά προβλήματα με τις αρχές.

Ήταν μία γυναίκα χωρίς σταθερό σπίτι, χωρίς σύζυγο, χωρίς μία σταθερή πηγή εισοδήματος.

"Θα έπρεπε να είχα, ήδη, συνειδητοποιήσει όλη την κατάσταση πριν αποφασίσω να φύγω, αλλά πίστευα ότι τα πράγματα θα ήταν παρόμοια με το προηγούμενο έτος. Δυστυχώς όλα είχαν αλλάξει” έγραψε στις 6 Ιουλίου στην οικιακή βοηθό της στις Κάτω Χώρες. “Οι άνθρωποι είναι πιο κακόβουλοι και κακοπροαίρετοι, οι τυπικές διαδικασίες έχουν γίνει εξουθενωτικά δύσκολες. Το ταξίδι έχει γίνει κάτι ανέφικτο για μια γυναίκα σαν εμένα” λέει.

Η γόνιμη σεξουαλική της ζωή την έκανε ευάλωτη σε κατηγορίες περί προδοσίας. Εκείνη την εποχή, ο αισθησιασμός της που είχε υπερβεί όλα τα πρότυπα και τους τύπους καθώς και η υπερβολή του lifestyle της εξέπληξε ακόμη και την κάπως φιλελεύθερη Γαλλία, καθώς θεωρήθηκε ότι αντικατοπτρίζει μια ανήθικη, επικίνδυνη γυναίκα σε έναν κόσμο από άντρες έτοιμους να παραδοθούν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο πατριωτισμός “ξεχείλιζε” από παντού. Μία γυναίκα της οποίας η πρωταρχική στήριξη και δύναμη πήγαζε πάντα από τις ερωτικές της σχέσεις και τους “χορηγούς” της θα μπορούσε να πουλήσει την πατρίδα της όπως και το κορμί της, όχι; Εξάλλου, σχεδόν όλοι οι εραστές της Μάτα Χάρι ήταν στρατιωτικοί αξιωματικοί.

Ο ερευνητικός δικαστής του Τρίτου Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Γαλλίας, Μπουχάρντον, τους περιέγραψε στην έκθεσή που έκανε σχετικά με την υπόθεση.

Ανάμεσα στους εραστές της ήταν ένας Ολλανδός συνταγματάρχης, ένας Βέλγος διοικητής, ένας Ρώσος αξιωματικός ενώ διατηρούσε παράλληλες σχέσεις με αξιωματικούς από το Μαυροβούνιο της Ιταλίας, δύο άντρες με Ιρλανδική καταγωγή, τρεις ή τέσσερις Άγγλους και τουλάχιστον πέντε Γάλλους.

“Μου αρέσουν οι στρατιωτικοί” απάντησε όταν την είχε ανακρίνει. “Πάντα μου άρεσαν, σε όλη μου τη ζωή. Θα προτιμούσα να είμαι η ερωμένη ενός φτωχού αξιωματικού παρά ενός πλουσίου τραπεζίτη” είχε απαντήσει εκείνη.

Το σημαντικότερο στοιχείο εις βάρος της ήταν το ποσό των 20.000 FF που δέχθηκε από τον Γερμανό πρόξενο στο Άμστερνταμ το καλοκαίρι του 1916, όταν οι Γάλλοι στρατιώτες πέθαιναν κατά χιλιάδες -υπολογίζεται 40.000 νεκροί κάθε μήνα - από τις μανιασμένες επιθέσεις των Γερμανών στην περιοχή Verdun.

Η Χάρι παραδέχτηκε ότι ο πρόξενος της ζήτησε να κατασκοπεύσει για χάρη του, αλλά η ίδια ορκίστηκε ότι δεν το δέχθηκε. Υποστήριξε ότι πήρε τα μετρητά κι έπειτα μετακόμισε στο Παρίσι. Ήταν η εκδίκηση που πήρε για την απώλεια των γούνινων ρούχων της, επέμενε εκείνη κατά τη διάρκεια των πέντε μηνών της ανάκρισης.

“Η Μάτα Χάρι το είδε ως ένα δώρο στον εαυτό της, αυτό είναι όλο” έγραψε στην επιστολή της 5ης Ιουνίου. “Αλλά σας παρακαλώ να με πιστέψετε. Ποτέ δεν έχω κατασκοπεύσει εις βάρος της Γαλλίας. Ποτέ. Ποτέ” επέμενε.

Άπληστη ναι, ένοχη ίσως

Όμως υπήρξε και μία άλλη πληρωμή, που ανερχόταν στο ποσό των 5.000 FF από έναν άντρα για τον οποίο υπήρχαν υποψίες ότι εκτελούσε χρέη Γερμανού πράκτορα. Οι Γαλλικές υπηρεσίες πληροφοριών έλαβαν αντίγραφα γερμανικών τηλεγράφων που περιέγραφαν εκτενώς τις κινήσεις του πράκτορά “H-21”, δράσεις και επαφές που ταυτίζονταν απόλυτα με τις κινήσεις της Μάτα Χάρι.

Εκείνη δήλωσε στον Μπουχάρντον ότι οι Γερμανοί τη χρησιμοποιούσαν για να παίξουν επικίνδυνα παιχνίδια μαζί τους με στόχο να τους αποσπάσουν την προσοχή από την εξεύρεση του πραγματικού πράκτορα που κρυβόταν πίσω απ’ όλα αυτά. Στην πραγματικότητα, τα τηλεγραφήματα στάλθηκαν σε έναν κώδικα που οι Γερμανοί πιθανότατα ήξεραν ότι ήταν σπασμένος, σύμφωνα με το “A Tangled Web”.

Ο Μπουχάρτον ζητούσε επιμόνως σε ανακρίσεις του να μάθει σχετικά με την πληρωμή των 20.000 FF. Τι είχε κάνει με αυτό το ποσό; “Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στη Γαλλία από τον Ιούνιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1916, πρέπει να είχα ξοδέψει 15 έως 16.000 FF, αλλά δεν μπορώ να είμαι ακριβής γιατί δεν τα υπολογίζω ποτέ. Ένα μέρος αυτών των χρημάτων, που έλαβα από τον Γερμανό πρόξενο, το αξιοποίησα για την αποπληρωμή χρεών που εκκρεμούσαν στην Ολλανδία, ειδικά εκείνων που προέκυψαν από την αγωγή που υπέβαλε ο άνθρωπος που είχε επιμεληθεί τις ταπετσαρίες μου” είπε, σύμφωνα με τα αρχεία της 12ης Ιουνίου.

Ο Μπουχάρντον και η ομάδα του δεν πείσθηκαν από την υπεροπτική στάση της Μαργκαρέτα απέναντι στα χρήματα. “Έχουμε διερευνήσει αρκετές περιπτώσεις κατασκοπείας” ανέφερε χαρακτηριστικά. “Γνωρίζουμε τα ποσά με τα οποία οι Γερμανοί εξαργυρώνουν υπηρεσίες και μπορούμε να σας πούμε με βεβαιότητα ότι, σε σχέση με τις συνήθεις αμοιβές τους, αυτό φαίνεται ένα κολοσσιαίο ποσό”.

Σε συνδυασμό με τα ύποπτα ποσά, ακολούθησε τον Δεκέμβριο του 1916 μία ενοχοποιητική συνάντηση της με τον Γερμανό στρατιωτικό ακόλουθο στη Μαδρίτη. Η Μάτα Χάρι συνελήφθη τον Φεβρουάριο του 1917 και η δίκη της ορίστηκε για τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Μια επιτροπή επτά στρατιωτικών δικαστών την καταδίκασε σε δύο μόλις ημέρες σε θάνατο, απορρίπτοντας κάθε έκκληση για μεγαλύτερη επιείκεια.

Μέχρι και την ολοκλήρωση των δικαστικών διαδικασιών, η Μάτα ήταν υπό κράτηση στη φυλακή Κονσιερζερί. Μία κρατούμενη που στο παρελθόν, εν αναμονή της δίκης της, βρισκόταν στο ίδιο μέρος ήταν η Μαρία Αντουανέτα. “Η κατάσταση μιας ξένης γυναίκας σαν εμένα είναι εξαιρετικά λεπτή αυτή τη στιγμή στη Γαλλία” έγραψε στις 6 Ιουλίου σε επιστολή της.

Ο Μπουχάρτον έστειλε έναν ιερέα και δύο μοναχές να την πάρουν από τη φυλακή πριν από την αυγή της 15ης Οκτωβρίου. Η ίδια φορούσε μία μαύρη κάπα με γούνα, ένα μάλλινο μαύρο καπέλο και μαύρα τακούνια. Την οδήγησαν στο φρούριο των Vincennes, στα ανατολικά του Παρισιού, και στάθηκε ευθυτενής μπροστά από μία στρατιωτική λεγεώνα. Η ίδια αρνήθηκε να της δέσουν τα μάτια και κοίταξε με καθαρό βλέμμα τους 12 εκτελεστές της καθώς έβαζαν τον επίλογο στη ζωή της.

Το κερδισμένο στοίχημα με την ιστορία

Σήμερα, το κάστρο των Vincennes φιλοξενεί τα αρχεία της Υπηρεσίας Historique de la Défense συμπεριλαμβανομένου του φακέλου των 1.300 σελίδων της υπόθεσης της Μάτα Χάρι.

Η Χάρι ήταν ένα από τα 126 άτομα που εκτελέστηκαν συνολικά στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου με την βαριά κατηγορία της κατασκοπείας και μία από τις τρεις γυναίκες που εκτελέστηκαν από τις αρχές της χώρας.

Μπορεί η ζωή της Μάτα Χάρι να τελείωσε, αλλά η φήμη της μόλις είχε αρχίσει. Το 1931, ενσαρκώθηκε κινηματογραφικά από τις θεές της μεγάλης οθόνης Γκρέτα Γκάρμπο και Mαρλέν Ντίτριχ σε ταινίες που βασίζονται στην ιστορία της.

Εκατοντάδες βιβλία έχουν δημοσιευθεί γύρω από το πρόσωπό της, βιογραφίες, ιστορικά μυθιστορήματα ή μη, ερωτικά, ακόμη και μια σειρά κόμικς.

Ο λογαριασμός στο Twitter και η σελίδα του Facebook που φέρουν το όνομά της, σε συνδυασμό με τα βίντεο στο YouTube φαίνεται να εκσυγχρονίζουν την σκανδαλώδη αυτή γυναικεία φιγούρα και να τη μεταφέρουν από το παρελθόν στο παρόν. Τα εστιατόρια και τα μπαρ της Μάτα Χάρι είναι διασκορπισμένα σε ολόκληρη τη Γαλλία και τη Γερμανία, ενώ διοργανώνεται ακόμη κι έκθεση για την επέτειο του 100ου έτους από την ημέρα τη εκτέλεσής της, στο Μουσείο Fries στη γενέτειρά της.

(Μετάφραση: Ελεάννα Τσανέλη/ Φωτογραφίες @friesmuseum)


Σχεδόν σε κάθε της βήμα, η Μαργκαρέτα Ζέλε Μακ Λέοντ έκανε λάθος επιλογές και δεν έμαθε ποτέ όσα η ζωή ήθελε να της διδάξει. Όμως κέρδισε την αιωνιότητα που ποθούσε. Η περσόνα της, η Μάτα Χάρι συνεχίζει μέχρι και σήμερα να “χορεύει” αποπλανώντας την pop κουλτούρα, είτε ήταν κατάσκοπος, είτε όχι.