ΑΠΟΨΕΙΣ

Προσαρμόζοντας το αναπτυξιακό μοντέλο της Ελλάδος στην κλιματική αλλαγή

Προσαρμόζοντας το αναπτυξιακό μοντέλο της Ελλάδος στην κλιματική αλλαγή
Γερμανοί τουρίστες μαζί με κατοίκους της Λίνδου στην επιχείρηση κατάσβεσης πυρκαγιάς στη Ρόδο, στις 24 Ιουλίου, 2023 AP Photo/Petros Giannakouris

To 2023 μας επεφύλαξε έντονα και καταστροφικά κλιματικά φαινόμενα, σε όλες τις κλίμακες: την παγκόσμια, την περιφερειακή (Ευρώπη – Μεσόγειος) και την τοπική (Ελλάδα).

Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις τα κλιματικά φαινόμενα εμφάνισαν χαρακτηριστικά που ανησυχούν ιδιαίτερα την επιστημονική κοινότητα, δηλαδή επιμονή στο χρόνο με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αυξημένη χρονική διάρκεια καυσώνων σε όλο σχεδόν το βόρειο ημισφαίριο κατά τους θερινούς μήνες. Τα χαρακτηριστικά αυτά διαπιστώνονται και τους δύο πρώτους μήνες του 2024, είτε αφορούν τις «ανοιξιάτικες» συνθήκες στη νότια Ευρώπη ή την επίμονη περίοδο πολικών θερμοκρασιών στη Βόρεια Ευρώπη (Σκανδιναβία).

Αν όλα αυτά που συνέβησαν το 2023 και συμβαίνουν ήδη το 2024, αποτελούν τη νέα κανονικότητα είναι δύσκολο να υποστηριχθεί. Όμως υπάρχει μία κανονικότητα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, δηλαδή η αύξηση της θερμοκρασίας (που ήδη στη Μεσόγειο είναι 1.3 βαθμοί Κελσίου κατά μέσο όρο σε σχέση με την προβιομηχανική περίοδο), η αυξημένη διάρκεια και ένταση των καυσώνων και οι συχνότερες διαταραχές της ατμοσφαιρικής κυκλοφορίας που μπορεί να οδηγήσουν σε ακραία – κυρίως πλημμυρικά - φαινόμενα.

Παράλληλα, πρόσφατη έρευνα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, επισημαίνει και την τοπική κλίμακα της κλιματικής αλλαγής καθώς η μέγιστη θερμοκρασία στην Αθήνα έχει αυξηθεί τα τελευταία 50 έτη – λόγω της αστικής θερμικής νησίδας και της κλιματικής αλλαγής – κατά 1.6 βαθμούς Κελσίου γεγονός που επιδεινώνει τις συνθήκες ποιότητας ζωής, αυξάνει την κατανάλωση ενέργειας για ψύξη κατά τους θερινούς μήνες και ενισχύει τα επίπεδα αέριας ρύπανσης. Στην ίδια έρευνα, το εύρημα που ανησυχεί περισσότερο είναι η συστηματική αύξηση της συχνότητας και της διάρκειας των καυσώνων και πάλι για την περιοχή της Αθήνας. Αν η τάση που καταγράφεται συνεχιστεί και τα επόμενα έτη, η Αθήνα θα χρειαστεί να αναπροσαρμόσει τη λειτουργία της κατά τους θερινούς μήνες, ιδίως στις τουριστικές περιοχές της, σε αυτές που σήμερα φιλοξενούν υπαίθριες λειτουργίες (λ.χ. υπηρεσίες εστίασης) αλλά και σε αστικές ενότητες με χαμηλό ποσοστό πρασίνου ή παλαιά κτήρια χωρίς θερμομόνωση.

Στην ευρύτερη – εθνική – κλίμακα, η έρευνα εντοπίζει τις αγροτικές περιοχές που είναι περισσότερο ευάλωτες στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και αναδεικνύει το πρόβλημα της ασφάλειας τροφίμων που ήδη σημειώνεται λόγω και της αλόγιστης χωροθέτησης μεγάλων φωτοβολταικών πάρκων σε περιοχές υψηλής γεωργικής παραγωγικότητας.

Το στοίχημα κατά συνέπεια για το 2024 και τα επόμενα έτη περιγράφεται σε δύο λέξεις: ανθεκτικότητα και προσαρμογή. Πως δηλαδή κρίσιμοι τομείς της οικονομίας όπως η αγροτική παραγωγή και ο τουρισμός θα θωρακισθούν απέναντι στους κλιματικούς κινδύνους, πως οι πόλεις θα μετασχηματισθούν για να αντιμετωπίσουν τους καύσωνες και τις πλημμύρες αλλά και πως θα προστατευθεί το πολύτιμο φυσικό κεφάλαιο από τις δασικές πυρκαγιές και την αυθαίρετη δόμηση.

Για να έχει νόημα η προσπάθεια, για να μην αφορά δηλαδή μόνο το 2024 αλλά και τις επόμενες δύο δεκαετίες, η κλιματική αλλαγή θα πρέπει να αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για την αναθεώρηση ολόκληρου του θεσμικού πλαισίου της χώρας μας, από τα περιφερειακά χωρικά πλαίσια και τα σχέδια διαχείρισης υδάτων, μέχρι τα τοπικά πολεοδομικά σχέδια όλων των περιοχών της χώρας και τα σχέδια για τις βιομηχανικές περιοχές.

Οριζόντια είναι και η ανάγκη για (α) τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους κλάδους της δραστηριότητας, από τη βιομηχανία μέχρι τα κτήρια, ώστε να μειωθεί η ενεργειακή ζήτηση (γεγονός που θα κάνει ευκολότερη την κάλυψη των αναγκών και την εξασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας) και (β) την κατάρτιση διαχειριστικών σχεδίων για την προστασία της γεωργικής παραγωγής (ειδικά από τη Θεσσαλία και νοτιότερα).

Απαραίτητη είναι επίσης η κατάρτιση σχεδίων για την προσαρμογή τουριστικών περιοχών που υφίστανται ήδη τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ή εκτιμάται ότι θα πληγούν περισσότερο τις ερχόμενες δεκαετίες όπως και η ενσωμάτωση της παραμέτρου της κλιματικής αλλαγής στο σχεδιασμό όλων των μεγάλων νέων υποδομών (από γέφυρες και αεροδρόμια μέχρι ξενοδοχεία και μαρίνες) που συνήθως έχουν χρόνο ζωής που μετριέται σε δεκαετίες.

Στο ίδιο διάστημα, επείγει η υιοθέτηση των προτάσεων της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κλιματική Αλλαγή, κυρίως σε ότι αφορά στη σταδιακή – προς το 2050 – κατάργηση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων μέσω της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας). Οι προτάσεις αυτές σηματοδοτούν ένα γενναίο μετασχηματισμό του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας καθώς προβλέπουν το διπλασιασμό και τετραπλασιασμό της τρέχουσας παραγωγής ενέργειας από αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα αντίστοιχα, την αποφυγή επενδύσεων που δεσμεύουν τις ενεργειακές υποδομές της χώρας στη χρήση ορυκτών καυσίμων, την άμεση κατάργηση των ενισχύσεων στα ορυκτά καύσιμα αλλά και την κατάργηση της χρήσης τους για θέρμανση και παραγωγή ηλεκτρισμού μέχρι το 2040.

Είτε πρόκειται για έργα και δράσεις που υποστηρίζουν την προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ή αφορούν τη στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κοινός τόπος είναι ότι πρέπει να διαμορφωθεί ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο που θα στηρίζει τις πλουτοπαραγωγικές δραστηριότητες της χώρας και την ασφάλεια τροφίμων αλλά και θα διασφαλίζει την ενεργειακή της αυτονομία, ιδίως σε ένα κόσμο που γίνεται όλο και πιό περίπλοκος. Τέλος το ίδιο αυτό αναπτυξιακό μοντέλο θα πρέπει να προβλέπει την ενίσχυση της ελληνικής βιομηχανίας ώστε να περιοριστεί η εξάρτηση από αλυσίδες εφοδιασμού που όντας γεωγραφικά εκτενείς, επηρεάζονται καθοριστικά από εξωγενείς αιτίες όπως επιβολή δασμών, διακοπή ή κατάργηση εμπορικών συμφωνιών, εμπορικές εχθροπραξίες, κ.α.

Η κλιματική αλλαγή που ήδη διαπιστώνεται είναι προφανώς ένα σοβαρό πρόβλημα. Ομως λύση δεν μπορεί να αποτελεί η παθητική αποδοχή του προβλήματος αλλά η αξιοποίηση των ευκαιριών που προκύπτουν για ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο που θα λαμβάνει υπόψη του τις απειλές της κλιματικής αλλαγής και κατά συνέπεια θα είναι ανθεκτικό στο χρόνο.

* Ο Κωνσταντίνος Καρτάλης είναι Καθηγητής του ΕΚΠΑ και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κλιματική Αλλαγή

ΔΗΜΟΦΙΛΗ