ΑΠΟΨΕΙΣ

Αναμένοντας μπιζουτιέρες

Αναμένοντας μπιζουτιέρες
Getty Images / Ideal Images / Peter Macdiarmid / Staff

Α’ Δημοτικού, α’ τρίμηνο, στο πρώτο διάλειμμα- το μεγάλο, το χορταστικό- μετά από δίωρο γλώσσα, παίζουμε μήλα. Με πετυχαίνει η μπάλα, βγαίνω μπαϊλντισμένη, πάω και στήνομαι στην ουρά του κυλικείου για το κλασικό (ζεσταμένο στην τοστιέρα) κρουασάν σοκολάτας, δίνω 110 δραχμές, πάω στο πίσω προαύλιο, όπου τσουπ, με πλησιάζει ο Σ. κρατώντας ένα κουτί ξύλινο, το οποίο τείνει προς το μέρος μου κοκκινισμένος:

-Πάρε το.

-Τί είναι;

-Τα χρυσαφικά της μάνας μου.

-Γιατί;

-Γιατί σε αγαπάω.

Πειθόμενη απολύτως από ένα τέτοιο δύσκολα αντικρουόμενο επιχείρημα, το παίρνω πασίχαρη, έχοντας ξεχάσει τελείως το δράμα της πρόωρης αποχώρησής μου από το παιχνίδι, το τοποθετώ με ευλάβεια κάτω από το θρανίο μέχρι το σχόλασμα, όταν και μες στην περηφάνια, πάω σπίτι, στέκομαι μπροστά στο καθρέφτη, τοποθετώ από πάνω μέχρι κάτω κάθε λογής κολιέδες και βραχιόλια, καρφίτσες και δαχτυλίδια, περιφέροντάς με από το μπάνιο στο σαλόνι και τούμπαλιν πλήρως πλήρης με την πληρότητά μου. Λίγη ώρα μετά, έρχεται η Δωρίτσα, βλέπει τον κινούμενο θίασο εν εξελίξει, μαθαίνει τα καθέκαστα, τηλεφωνεί στη δύστυχη έτερη μάνα η οποία απεγνωσμένα αναζητούσε τα πολύτιμά της, το μυστήριο λύνεται και η μπιζουτιέρα κατάσχεται. Μες στα νεύρα η γράφουσα, ζητεί το λόγο.

-Αφού με αγαπάει, γιατί να μην τα πάρω;

-Εσύ τον αγαπάς, Μαργαρώ μου;

-Όχι, αλλά…

Α’ Δημοτικού, α’ τρίμηνο, στο πρώτο διάλειμμα- το μεγάλο, το χορταστικό- μετά από δίωρο γλώσσα, παίζουμε μήλα. Με πετυχαίνει η μπάλα, βγαίνω μπαϊλντισμένη, πάω και στήνομαι στην ουρά του κυλικείου για το κλασικό (ζεσταμένο στην τοστιέρα) κρουασάν σοκολάτας, δίνω 110 δραχμές, πάω στο πίσω προαύλιο, όπου τσουπ, με πλησιάζει ο Σ. κρατώντας ένα κουτί ξύλινο, το οποίο τείνει προς το μέρος μου κοκκινισμένος:

-Πάρε το.

-Τί είναι;

-Τα χρυσαφικά της μάνας μου.

-Γιατί;

-Γιατί σε αγαπάω.

Πειθόμενη απολύτως από ένα τέτοιο δύσκολα αντικρουόμενο επιχείρημα, το παίρνω πασίχαρη, έχοντας ξεχάσει τελείως το δράμα της πρόωρης αποχώρησής μου από το παιχνίδι, το τοποθετώ με ευλάβεια κάτω από το θρανίο μέχρι το σχόλασμα, όταν και μες στην περηφάνια, πάω σπίτι, στέκομαι μπροστά στο καθρέφτη, τοποθετώ από πάνω μέχρι κάτω κάθε λογής κολιέδες και βραχιόλια, καρφίτσες και δαχτυλίδια, περιφέροντάς με από το μπάνιο στο σαλόνι και τούμπαλιν πλήρως πλήρης με την πληρότητά μου. Λίγη ώρα μετά, έρχεται η Δωρίτσα, βλέπει τον κινούμενο θίασο εν εξελίξει, μαθαίνει τα καθέκαστα, τηλεφωνεί στη δύστυχη έτερη μάνα η οποία απεγνωσμένα αναζητούσε τα πολύτιμά της, το μυστήριο λύνεται και η μπιζουτιέρα κατάσχεται. Μες στα νεύρα η γράφουσα, ζητεί το λόγο.

-Αφού με αγαπάει, γιατί να μην τα πάρω;

-Εσύ τον αγαπάς, Μαργαρώ μου;

-Όχι, αλλά…

-Να παίρνεις δώρα μόνο από όποιον αγαπάς.

-Και αν δεν βρω κάποιον να αγαπάω;

-Τότε θα μείνεις χωρίς δώρα.

(27 χρόνια μετά θυμάμαι ακόμη με μεγάλη ακρίβεια το περιστατικό εκείνο, όλες τις διακυμάνσεις των συναισθημάτων και κυρίως τον πανικό μου στο ενδεχόμενο να είμαι αναγκασμένη να μείνω χωρίς δώρα, σε περίπτωση μη εύρεσης του πολυπόθητου υποκειμένου αγάπης. 27 χρόνια μετά ο πανικός επανεμφανίζεται από καιρού εις καιρόν ατόφιος, ερεβώδης και κομματάκι μεγεθυμένος σε σχέση με τότε, καθώς πλέον συνοδεύεται από τη γνώση της αξίας των «δώρων» τα οποία επιτρέπεται, όπως πρόσταξε η μάνα να λαμβάνεις μόνο από όποιον αγαπάς. 27 χρόνια μετά δεν είμαι ακριβώς σίγουρη σχετικά με το τί μου θύμισε το διάλογο εκείνον, αλλά είμαι σίγουρη πως, αν αξίζει για κάτι να σηκωνόμαστε από το κρεβάτι, αυτό δεν είναι άλλο από την αναμονή της αποδοχής αυτής της προσφοράς. Έτσι είμαστε φτιαγμένοι, έτσι πορευόμαστε.

Αναμένοντας μπιζουτιέρες).

*H Μαργαρίτα Θάνου είναι δικηγόρος

ΔΗΜΟΦΙΛΗ