ΑΠΟΨΕΙΣ

Αζευγάρωτοι και αταίριαστοι

Speed Date

Η πραγματικότητα στη σκηνή είναι και συνάμα δεν είναι μια σκηνή της πραγματικότητας.

Είναι, διότι η σκηνή είναι πραγματική, είναι αυτά τα σώματα που κινούνται και αγγίζονται, αυτά τα στόματα που εκφέρουν έναν λόγο πραγματικό. Παράλληλα όμως δεν είναι, καθώς μεσολαβεί ένα αδιόρατο και ελάχιστο συχνά διάστημα όπου η σκηνή και η πραγματικότητα διίστανται, από-χωρίζεται η μία την άλλη τόσο όσο για να μπορούν να συνομιλήσουν και να διηθηθούν αμοιβαία.

Σε αυτό το διάστημα, που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «πλαισίωση του θεάματος» αρέσκεται να ενεργοποιείται και ο ρεαλισμός με τη μία ή την άλλη του μορφή. Ο ρεαλισμός του Γιώργου Ηλιόπουλου στο πρόσφατο έργο του Speed date έχει τη μορφή ενός σπονδυλωτού ταχυδράματος, όπου πρωτοστατούν οι λεκτικές ανατροπές, οι γρήγοροι διάλογοι, οι ανακοπές και οι ανασχέσεις, οι σπειροειδείς, πλην όμως ισχνές θεματικές αναπτύξεις γύρω από την ψυχοπαθολογία του φλερτ και τη σύγχρονη ανθρωπογεωγραφία του έρωτα.

Ένας ανάλαφρος θεατής θα θυμηθεί ανάλογα τηλεοπτικά μοτίβα ή παρόμοιους δρόμους της stand up κωμωδίας. Ένας πιο υπομονετικός αναγνώστης του κειμένου όμως θα καταλάβει ότι δεν πρόκειται για κωμωδία (αν και δύσκολα ανακόπτεται το χαμόγελο στην παράσταση) που αντλεί πόρους από το εύκολο θέαμα.

Πηγή: Speed Date

«Συνέντευξη, πολλαπλές επιλογές, σωστή σύνθεση της ομάδας, αξιολόγηση, γρήγορη διασταύρωση χαρακτηριστικών, ευχάριστο περιβάλλον, εξασφάλιση συμβατότητας των υποκειμένων και συνδυασμού με τους απαιτητικούς ρυθμούς του εργασιακού περιβάλλοντος». Αυτό το «ξύλινο» λεξιλόγιο ενός τεχνοκρατικού ιδιώματος μπορεί να περιγράψει σχηματικά τον τίτλο του έργου.

Στο Speed date σκηνοθετείται η δυστοπία της σύγχρονης κοινωνικότητας. Βρίσκουμε δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από ό,τι υπόσχεται χαρούμενα ο μύθος του έργου. Το αντίθετο του ευφορικού δρόμου της συνάντησης είναι η δυστοπία της μοναξιάς, της συγκεκαλυμμένης απομόνωσης, αν όχι της εγκατάλειψης. Πίσω από το απαλό πέπλο της τυχαίας συνάντησης υπάρχει η μεθόδευση, η εστιασμένη επιλογή, η υπολογισμένη συμπεριφορά. Μέθοδος, εστίαση, υπολογισμός: όλα έχουν να κάνουν με τη βραχύτητα του χρόνου· ενός χρόνου χωρίς διάρκεια, χωρίς βάθος και ποιοτικά χαρακτηριστικά. Είναι ο χρόνος της μηχανής, της επίδοσης και του αποτελέσματος.

Όλοι πρέπει να γνωριστούν με όλους το ταχύτερο δυνατό για να επιτευχθεί το μέγιστο αποτέλεσμα: ο ανθρώπινος δεσμός. Η performance της πρόσωπο με πρόσωπο συνάντησης και όχι η συνάντηση καθ’ εαυτήν· η επιτέλεση της ερωτικής συμπεριφοράς και όχι ο ίδιος ο έρωτας· το θέατρο της συνύπαρξης και όχι το βίωμα ότι ανήκεις κάπου. Η έλξη με μια ματιά, με δυο κουβέντες, με το άμεσο ταίριασμα των χαρακτηριστικών.

Όλα στον βραχύ χρόνο. Τίποτα δεν εκκολάπτεται, δεν επωάζεται, δεν ωριμάζει. Και αν η βραχύτητα της επαφής υπόσχεται τη βραχύβια σχέση; Τόσο το καλύτερο. Οι σχέσεις πρέπει να καταναλώνονται όπως τα εμπορικά προϊόντα: με σύντομη χρήση, γρήγορα και χωρίς δεύτερη σκέψη. Και αυτό διότι και τα πρόσωπα των σχέσεων είναι επίσης μεταβλητά και αναλώσιμα. Ιδού λοιπόν ο στόχος του έργου: οι ευπώλητες σχέσεις, λαίμαργα πρόσωπα, αναλώσιμοι δεσμοί.

Πηγή: Speed Date

Από το όνειρο της επικοινωνίας ο πληθυσμός του Ηλιόπουλου ξυπνά σε μια απογοητευτική μοναξιά. Και είναι διπλή μοναξιά: όχι μόνο αυτή που επιβάλλει η απουσία του άλλου, αλλά και αυτή που δεσπόζει όταν το υποκείμενο λειτουργεί (και νιώθει ότι λειτουργεί) ως γρανάζι μιας μηχανής, ως απλό σημείο ενός δυαδικού συστήματος. Μπορεί κανείς να διαβάσει το κείμενο του Ηλιόπουλου ή να δει την παράστασή του στο θέατρο «Τζένη Καρέζη» ως μια μελέτη της μαρκουζιανής αρχής της απόδοσης (performance principle), στο μέτρο που η απόδοση (και η επιτέλεση της απόδοσης, ένα είδος διπλής επιτέλεσης) όχι μόνο αντικαθιστά τη φροϋδική αρχή της πραγματικότητας, αλλά γίνεται αυτή η ίδια η πραγματικότητα. Τι είναι το πραγματικό;

Η απρόσκοπτη υπαγωγή σε μια κοινωνική, ερωτική, συναισθηματική κανονικότητα, σε μια κυριαρχία ρόλων και προτύπων που εκλογικεύεται όλο και περισσότερο για να μπορέσει να εκλογικεύσει, με τη σειρά της, τη λαιμαργία και την ανταγωνιστικότητα των σωμάτων, των σχέσεων, των επιτελέσεων.

Όλα τα πρόσωπα επιτηδεύονται μέγα ζήλο και φανατισμό για να συναντήσουν τον άλλον, να τον γνωρίσουν και να συνδεθούν μαζί του με μια (ερωτική) σχέση. Εδώ λοιπόν θα έπρεπε να ήταν το βασίλειο της ανθρώπινης επαφής. Τυχαίες συναντήσεις; Κάθε άλλο. Όλα είναι προμελετημένα μέχρι κεραίας και όμως όλα καταρρέουν στο τέλος. Αποτυχία του συστήματος; Αποτυχία. Όλοι προσπαθούν αγχωτικά να αγγίξουν τον άλλον για να διαπιστώσουν στο τέλος ότι το κλειδί είναι το σωστό, απλώς η κλειδαριά δεν κάνει. Έτσι το κλειδί μένει στην τσέπη και η μοναξιά επιβραβεύεται.

Ο Ηλιόπουλος γράφει και σκηνοθετεί αυτό που γράφει ή μάλλον, σκηνοθετεί γράφοντας.

Η παλέτα του είναι πολύχρωμη, ενώ οι αποχρώσεις του περιστρέφονται γύρω από τα βασικά χρώματα: μία για τον άνδρα κυνηγό και μία για τη γυναίκα αράχνη· μία για την ανία που εκκολάπτει μια τσακισμένη ψυχή και μία για το σωματικό ελάττωμα που αντισταθμίζεται από «ρομαντικές» ακριτομυθίες· μία για τον μεγάλο έρωτα που γέρασε στη ρουτίνα και άδειασε, άλλη για την ασθένεια που καιροφυλακτεί κάτω από το ηλιοκαμένο δέρμα, άλλη μία για τον διαδικτυακό ερωτικό αυτισμό.

Θίασος ποικιλιών, κοινωνικών αποκλεισμών και προσωπικών εμμονών. Θίασος αζευγάρωτων ανθρώπων, που γι’ αυτό ακριβώς είναι και αταίριαστοι. Ο αζευγάρωτος, ο ανίκανος να δημιουργήσει (και να ενταχθεί σε) ένα ζευγάρι και ο αταίριαστος, αυτός που δεν ταιριάζει σε μία κανονικότητα, ο ακατάλληλος και ο παράταιρος σε σχέση με μία ταυτότητα· κοντολογίς ο παρίας: ιδού οι δύο όψεις του προσώπου της διαφοράς, της σύγχρονης μοναξιάς.

Η παράσταση υποστηρίζεται από νέους ηθοποιούς και απευθύνεται κυρίως σε κοινό τόσο νεανικό, ώστε να αναγνωρίσει εύκολα τους ρυθμούς και τόσο έμπειρο ώστε να διαθέτει το πικρό χαμόγελο για τα σωσίβια μυθεύματα που κατακλύζουν τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Η σκηνική εκτέλεση εκχωρήθηκε ουσιαστικά στους ηθοποιούς και η σκηνοθεσία περιορίστηκε μάλλον σε μια mise en place.

Διανομή (αλφαβητικά): Στέλιος Γιαννακός, Γεωργία Καραμέρου, Μάνος Κωστής, Κατερίνα Λιάτση, Αλεξία Μουστάκα, Γεωργία Μπεκιάρη, Παναγιώτης Νάτσης, Κωνσταντίνα Νικολοπούλου, Πέτρος Πέτρου, Κωστής Σαββιδάκης, Γιώργος Τσαγκαράκης, Ιωάννα Τσερκεζίδου
Συντελεστές:
Κείμενο-σκηνοθεσία: Γιώργος Ηλιόπουλος
Σκηνικά: Στέφανος Μπαλάκος
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Επιμέλεια κίνησης: Γεωργία Καραμέρου
Μουσική: DNA

* Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης