ΑΠΟΨΕΙΣ

Κιβωτός του Κόσμου: Η αβάσταχτη ελαφρότητα της φράσης «μα γιατί δεν μιλούσαν πιο νωρίς»

«Φράσεις όπως «πάγωσε το πανελλήνιο», «πέσαμε από τα σύννεφα», «χάσαμε τη γη κάτω από τα πόδια μας» ενέχουν ίσως μια ειλικρίνεια, είναι όμως και ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που άγεται και φέρεται άκριτα» EUROKINISSI / ΜΠΟΛΑΡΗ ΤΑΤΙΑΝΑ

Από τη στιγμή που ο Αίολος και η Πανδώρα έλαβαν γνώση των καταγγελιών που βαραίνουν την κατά τα άλλα υπεράνω πάσης υποψίας «Κιβωτό του Κόσμου», ένωσαν τις δυνάμεις τους ανοίγοντας ασκούς και πιθάρια.

Τα γεγονότα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και η Κιβωτός, που κάποτε ευαγγελιζόταν πως θα έσωζε παιδικές ψυχές, αδυνατεί πλέον να σταθεί ακόμα και στη θέση του «σώζοντος ευατόν». Ισχύουν όλα όσα ακούγονται και γράφονται; Είναι αλήθειες ή κατασκευασμένα ψέματα; Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν «Μηδὲ δίκην δικάσῃς, πρὶν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς», οι Ρωμαίοι τόνιζαν το «In dubio pro reo», προειδοποιώντας μας να μην είμαστε βιαστικοί στο να καταδικάσουμε κάτι, αν δεν ακουστούν και οι δυο πλευρές.

Υπάρχουν όμως τέσσερις λόγοι για τους οποίους τα παραπάνω ρητά, όσο σοφά και λογικά κι αν είναι και επαληθεύονται συνεχώς στην νομική καθημερινότητα, ισχύουν κατά το ήμισυ και δεν δικαιολογούν την όποια επιφυλακτικότητα εκφράζουν όσοι επιθυμούν να εθελοτυφλούν μπρος στην επανάσταση της πολυφωνίας που έχει ξεσπάσει.

1ον: Η άλλη πλευρά ήδη έχει προβεί σε δηλώσεις και έχει πάρει επίσημη θέση. Όχι μόνο δεν έπεισε ακόμα και τον πιο καχύποπτο, αλλά το ζεύγος έδειξε μια άλλη αθέατη πλευρά του χαρακτήρα τους, την οποία με ταλέντο στη χειραγώγηση και την μιντιακή υπέρ-προβολή κατόρθωσε να πνίγει επιτυχώς για πάνω από δύο δεκαετίες.

Καθόλου δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει αυτή η άλλη πλευρά. Καθώς βαδίζουμε ολοταχώς στο χειμώνα, υπενθυμίζουμε πως ο μήνας Ιανουάριος πήρε το όνομά του από τον Ρωμαίο Θεό Ιανό, οποίος είχε δύο πρόσωπα. Το ίδιο ισχύει και με τους ανθρώπους, αλλά και τα άψυχα πράγματα, όπως π.χ. τα κέρματα. Υπάρχουν πάντα δύο όψεις, οι οποίες δεν προβάλλονται πάντα. Υπάρχουν δύο λόγοι που συμβαίνει αυτό.

Πρώτον, στην κοινωνία μας υπάρχει έντονο το στοιχείο του μιμητισμού. Αν κάποιος διαρρηγνύει δημοσίως τα ιμάτιά του και βάζει το χέρι του στη φωτιά για κάποιον ότι συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία ενός Αγίου, εύκολα θα βρεθεί κάποιος να ενστερνιστεί την άποψη αυτή και να την παπαγαλίσει. Τον παπαγαλισμό θα τον επαναλάβει κάποιος άλλος και ου το καθ’ εξής. Δεύτερον, εξ’ απαλών ονύχων, στερούμαστε κριτικής σκέψης, διότι αυτή δεν καλλιεργείται όσο θα έπρεπε. Άρα, αδυνατούμε να φιλτράρουμε τις πληροφορίες για τη μία όψη και να εξετάσουμε την περίπτωση ύπαρξης μιας άλλης όψης.

Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, εύκολα κανείς μπορεί να κρίνει την τηλεοπτική παρουσία του ζευγαριού Σταματία Γεωργαντή και Αντωνίου Παπανικολάου, γνωστού ως «πατέρα Αντώνη». Και οι δυο, όχι μόνο επέδειξαν έναν απίστευτο εκνευρισμό, αλλά μίλησαν υποτιμητικά, απαξιωτικά για τις παιδικές ψυχές. Άρα, δεν ισχύει ότι δεν ακούστηκε η άλλη πλευρά. Ακούστηκε, απλώς δεν έπεισε. Έπειτα εξαφανίστηκαν. Αυτοί που κατά τα άλλα αναζητούσαν τα φώτα της δημοσιότητας, όπως η μέλισσα τη γύρη.

2ον: Τόσο η επίσημη Εκκλησία όσο και το οργανωμένο ελληνικό κράτος πήραν ξεκάθαρη θέση και αποστασιοποιήθηκαν από την οργάνωση, ενώ η Κυβέρνηση απομάκρυνε το ζευγάρι από το Διοικητικό Συμβούλιο. Άρα, δεν ισχύει ότι είναι πολύ νωρίς να σχηματίσουμε γνώμη. Όσοι προσποιούνται, ακόμα και τώρα, τον άπιστο Θωμά, οφείλουν να επανεξετάσουν την προβληματική τους στάση, διότι εμμέσως αμφισβητούν μια ειλημμένη κρατική απόφαση. Η ίδια η Κυβέρνηση έχει λάβει πολύ σοβαρά υπόψη τα όσα καταγγέλλονται. Άρα, δεν ισχύει ότι είναι νωρίς να σχηματίσεις γνώμη – χωρίς φυσικά να καταδικάσεις. Αυτό είναι το έργο της Δικαιοσύνης, η οποία με σοβαρότητα και υπευθυνότητα διαχειρίζεται την υπόθεση. Ακόμα και οι όποιες διαρροές, είναι δύσκολο ν’ αποφευχθούν στο συγκεκριμένο ιδιαιτέρως ευαίσθητο θέμα.

3ον: Τα όσα καταγγέλλονται, δεν είναι λόγια ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, που θα μπορούσε ίσως να υποκινείται. Ούτε εστιάζουν σε μία συγκεκριμένη καταγγελία. Πρόκειται για σωρεία καταγγελιών από διαφορετικούς ανθρώπους, με διαφορετικό υπόβαθρο, όλων των ηλικιών και εθνικοτήτων που χωρο-χρονικά δεν συνυπήρξαν ποτέ. Άρα, λόγω της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, δεν μπορούμε να καταδικάσουμε την κοινή γνώμη, η οποία βλέπει τόσες πολλές εστίες φωτιάς να μιλάει για πυρκαγιά – δεν μιλάμε καν για καπνό, αλλά για πολλές φωτιές σε πολλά και διαφορετικά σημεία.

4ον: Πρόκειται για παιδιά, τα οποία σπανίως έχουν λόγο να φτιάξουν σενάρια για το πώς έπεσαν θύματα βίας, κακοποίησης και ευτελισμού. Άρα, πολύ δικαιολογημένα αντιδρά το κοινό αίσθημα και ξεσπάει σε οργή, εφόσον πρόκειται για ένα πολύ ευαίσθητο θέμα.

«Μα γιατί δεν μιλούσαν πιο νωρίς;»

Αυτή είναι η πιο ανόητη ερώτηση που μπορεί κανείς να θέσει σε ένα θύμα βίας. Το πιο ισχυρό παράδειγμα εδώ είναι η περίπτωση του επιζήσαντα του ολοκαυτώματος των Εβραίων, Max Mannheimer. Ο ίδιος υπήρξε ακτιβιστής, ιδιαιτέρως δραστήριος. Ίδρυσε Συλλόγους, έτρεχε σε σχολεία να διηγηθεί την προσωπική του ιστορία, που ήταν η ιστορία εκατομμυρίων Εβραίων, Ρομά, ομοφυλοφίλων, αναπήρων, αριστερών κτλ. που εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Του πήρε 41 ολόκληρα χρόνια να επουλωθούν οι πληγές και να βρει το θάρρος να μιλήσει. Δεν συγκρίνω βέβαια το μεν με το δε. Στη διαχείριση όμως της φρίκης οι άνθρωποι κάπως μοιάζουμε. Ο άνθρωπος μπορεί και υπεραίρεται ακόμα και για μια απλή επιτυχία που ο ίδιος τη βλέπει σαν κατόρθωμα και να τη διαλαλεί. Όμως, δεν θα δούμε ποτέ κάποιον να περπατάει στο δρόμο και να φωνάζει: «Δείτε με! Είμαι θύμα, ακούστε με τι έχω να σας πω».

Γερμανοί συνάδελφοί μου που εργάζονται σε υπηρεσίες, όπου απευθύνονται θύματα σεξουαλικής κυρίως βίας στις δύο επίσημες Εκκλησίες (την Ευαγγελική και την Καθολική), με διαβεβαιώνουν πως οι περισσότερες εκ των υστέρων καταγγελίες γίνονται από ανθρώπους που σήμερα βρίσκονται σε προχωρημένη ηλικία. Τηλεφωνούν και τους περιγράφουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο όσα συνέβησαν δεκαετίες πριν.

Πέρα από την ντροπή και την ενοχή, υπάρχουν διάφοροι λόγοι που δικαιολογούν τη σιωπή του θύτη και δεν είναι αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Θα ήθελα όμως ν’ αναφερθώ συντόμως στον κώδικα σιωπής που επιβάλλονταν όλα αυτά τα χρόνια σε όσους (εμού συμπεριλαμβανομένης, εφόσον έχω ζήσει στον Κολωνό κατά τη διάρκεια των σπουδών μου και είχα επιφυλάξεις μετά από προσωπική συνάντηση με τον εν λόγω ιερέα) είχαν διαφορετική άποψη.

Όταν υπάρχει ένα ντελίριο θαυμασμού για έναν άνθρωπο – μεγαλύτερη από τον όποιον θαυμασμό θα έπρεπε ν’ απολαμβάνει το έργο καθ’ εαυτό –, όταν οι πάντες και τα πάντα υπέρ-προβάλλουν μια δομή σαν να είναι η μοναδική σε όλη την Ελλάδα, όταν η μία καμπάνια διαδέχεται την άλλη, όταν ζεις σε μια χώρα που η Θρησκεία σε πολλά θέματα παίζει πρωτεύοντα ρόλο (ειδικά η ιεροσύνη εκμεταλλεύθηκε δεόντως) και το κράτος αδυνατεί να μεριμνήσει επιτυχώς για τις ευαίσθητες ομάδες, όταν ό,τι και να πεις εσύ ο ασήμαντος δεν πρόκειται να ληφθεί υπόψη, διότι είναι δια μέτρου αντίθετο στην κοινή γνώμη που έχει κατά κάποιο τρόπο επιβληθεί, απλά σιωπάς.

«Μα έχουμε δημοκρατία, σχεδόν ασυδοσία, ο καθένας μπορεί να πει τη γνώμη του σήμερα» θα μου πείτε. Ναι, μπορεί. Το θέμα είναι ποιος θα τον ακούσει, ποιος θα τον πάρει στα σοβαρά και τι θα μπορέσει να επηρεάσει, ν’ αλλάξει με τη διαφοροποιημένη του άποψη, που ίσως και βασίζεται στα όσα έζησε και είδε.

Κλείνοντας, θα ήθελα να πω πως έχω την τύχη και τη χαρά να εργάζομαι στη γενέτειρά μου, στο Μόναχο της Γερμανίας, με ανθρώπους από όλον σχεδόν τον κόσμο. Εντύπωση μου προκαλεί η στάση ανθρώπων π.χ. από Ασία ή Αφρική. Ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνουν, είναι να ζητάν συγγνώμη που δεν μπορούν να εκφράσουν με τόσο έντονο τρόπο, όπως είθισται στην Ευρώπη, τα αισθήματά τους. Τους προκαλεί μεγάλη εντύπωση η ένταση των αισθημάτων θαυμασμού και απαξίωσης και το πόσο εύκολα και γρήγορα αλληλοδέχονται το ένα το άλλο.

Και ιδού η πρότασή μου: Ας κάνουμε, όσο διεξάγεται η εισαγγελική έρευνα και είναι όλα ακόμα ρευστά, την αυτοκριτική μας και ας αναλογιστούμε με πόση ευκολία θαυμάζουμε ό, τι προβάλλεται. Και βέβαια, ουδείς λόγος να μένουμε μόνο στην έκφραση μιας οργής. Στο τέλος θα γίνουμε ένα μαζί της.

Φράσεις όπως «πάγωσε το πανελλήνιο», «πέσαμε από τα σύννεφα», «χάσαμε τη γη κάτω από τα πόδια μας» ενέχουν ίσως μια ειλικρίνεια, είναι όμως και ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που άγεται και φέρεται άκριτα.

Γινόμαστε έτσι θύματα μιας τακτικής του «σήμερα σε αγιοποιώ, αύριο σε καθαιρώ».

Η κοινωνία δεν αντέχει τέτοιες ακρότητες. Για να ισορροπήσουμε και να ζήσουμε αρμονικά, πρέπει να αλλάξουμε στάση και να επαναφέρουμε την κριτική σκέψη, η οποία εν τέλει είναι η μόνη μας πυξίδα τώρα που μπάζει νερά η Κιβωτός και ο «Νώε» θα βρεθεί εκεί που η ιστορία έστειλε όσους γεύθηκαν τους γλυκούς μα απαγορευμένους καρπούς του χρήματος και της χειραγώγησης: Στο εδώλιο του κατηγορουμένου.

* Η Ιωάννα Μάμαλη Παναγιώτου είναι κοινωνικός επιστήμονας και υποψήφια Διδάκτωρ στο Ιστορικό-Πολιτισμικό Τμήμα του Αμερικανικού Ινστιτούτου στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Εργάζεται σε γερμανικό τομέα Κοινωνικής Πολιτικής.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης