ΑΠΟΨΕΙΣ

Ιστορική αλήθεια και ρεαλιστική πολιτική

ODC Ensemble/Βυρσοδεψείο - Έλλη Παπακωνσταντίνου: Revolt Athens, και Tadeusz Slomponttzianek: Η τάξη μας από τον ΘΟΚ στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, Πειραιώς 260.

Δύο θεατρικές παραγωγές για την ιστορία και την πολιτική ανοίγουν εφέτος το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου: η πρώτη εξετάζει το παρόν που τείνει να γίνει ιστορία, αν και όχι απαραίτητα με τον τρόπο της οριστικής παύσης του, αλλά περισσότερο με την έννοια ότι αυτό που συντελείται τώρα, αυτό που βιώνουμε στην καθημερινότητά μας είναι μια αξιοσημείωτη φάση του χρόνου που θα καταγραφεί ως ένα κεφάλαιο της μελλοντικής ιστορίας της Ευρώπης. Η δεύτερη παραγωγή, αντιστρόφως, παρουσιάζει το ιστορικό παρελθόν (το οποίο μάλιστα πρόσφατα επισημοποιήθηκε ως τέτοιο) καθώς συγκεκριμενοποιείται στο παρόν.

Στην πρώτη περίπτωση έχουμε την performance Revolt Athens του ODC Ensemble και στη δεύτερη το έργο Η τάξη μας του πολωνού Tadeusz Slomponttzianek από τον ΘΟΚ. Η καταγραφή της ιστορικής αλήθειας, η αποκάλυψη αυτού που δεν γράφεται και αυτού που γράφεται ψευδώς, τουτέστιν του συγκεκαλυμμένου και του φευδεπίγραφου, καθώς και οι πολιτικές συναρθρώσεις που επιτελεί η θεατρική αφήγηση είναι τα στοιχεία της κοινής μέριμνας στις δύο σκηνές.

Το Revolt Athens έχει δύο πλευρές ή τουλάχιστον μπορεί να θεωρηθεί με δύο διαφορετικούς, πλην συμπληρωματικούς τρόπους. Αρχικά ως μία εκτενής ομιλιακή πράξη, μια σκηνική προτροπή, παρότρυνση ή έκκληση για εξέγερση, για «στάση». Στη συνέχεια όμως, ως μια ειρωνική ματιά στην ίδια τη δυνατότητα της εξέγερσης, ειρωνεία που αναδύεται από το κείμενο που έγραψε η ομάδα και ο Τσιμάρας Τζανάτος). Εναντίον τίνος καθεστώτος να εξεγερθείς; Με ποιες αφετηρίες και προϋποθέσεις; Αρθρώνοντας ποιον λόγο: αυτόν της ιστορίας, του απώτερου παρελθόντος, του σκιασμένου παρόντος, τον λόγο των αριθμών ή τον λόγο του μύθου; Εξέγερση λοιπόν, ύστερα από έξι χρόνια μιας πολυπρόσωπης κρίσης, ακόμα και αν κάθε εξέγερση μοιάζει με χίμαιρα ή με φενάκη; Η Έλλη Παπακωνσταντίνου συγκροτεί έναν πολιτικό σκηνικό λόγο, χωρίς συνθέσεις και συγκεφαλαιώσεις, χωρίς συμπεράσματα (ακόμα δε λιγότερο χωρίς διδάγματα), έναν λόγο ναρκοθετημένο από τον σαρκασμό, τον αυτοσαρκασμό και την ειρωνεία η οποία ξέρει πάντα να κρύβει στο σώμα της ένα δεύτερο νόημα, που σαρκώνεται μέσω της εκφοράς του κύριου, πρόδηλου νοήματος.

Σκέψεις και επισκέψεις, διαμονές, στάσεις ζωής και καταστάσεις στην ανθρωπογεωγραφία, στην κοινωνική ενδοχώρα, στον βιόκοσμο που αποκαλούμε «Αθήνα», στην πάλαι ποτέ φιλοσοφική και θεατρική πρωτεύουσα, στη μητρόπολη των μύθων και των ναών, σε αυτήν την πόλη των τουριστών που προσπερνούν και των επενδυτών που καιροφυλακτούν, στην πόλη των δυσοίωνων αριθμών και των θλιμμένων εικόνων. Η Αθήνα σαν ένα τραπέζι-μακέτα (των Τέλη Καρανάνου και Αλεξάνδρας Σιάφκου) που μπορείς εύκολα να στήσεις με φτηνά υλικά και να γκρεμίσεις εξίσου εύκολα, μια φτηνή μινιατούρα που μπορεί να λειτουργήσει όχι μόνο ως ελάσσων συνεκδοχή μιας μείζονος ιστορίας, αλλά και ως ένας θολός αντικατοπτρισμός ολόκληρου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος με τα κλέη και τα κεκτημένα του (ή ό,τι τέλος πάντων μπορεί ακόμα να αποκληθεί έτσι). Και αυτό διότι ο πολιτικός λόγος που απευθύνει από σκηνής η σκηνοθέτις αφορά εξίσου κάθε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που κατοικείται από εφεδρικούς στρατούς ανέργων, πολιτιστικά περιθωριοποιημένων και πολιτικά εκτοπισμένων πολιτών: ό,τι απειλείται εδώ διακυβεύεται και εκεί.

Η συνδρομή του visual artist Παντελή Μάκκα και του μουσικού Τηλέμαχου Μούσα στην παράσταση ήταν σημαντική. Ο πρώτος προσέφερε τις εστιάσεις (με φορητούς φωτισμούς, κάμερες και πολύπτυχες μιξαρισμένες εικόνες στο video wall), ενώ ο δεύτερος δημιούργησε τις ατμόσφαιρες, με τις άγριες ή και μελαγχολικές νότες της ηλεκτρικής κιθάρας του. Η δύναμη όμως της παράστασης, αυτό από το οποίο προκύπτει πραγματικά η ιδιοσυστασία της δεν εντοπίζεται ούτε στη μουσική, ούτε στα εικαστικά, ούτε βεβαίως στον αμήχανο τελευταίο χορό, αλλά στο σώμα, στη φωνή, στο μπρίο και στην ακαταπόνητη ενέργεια της Ρόζας Προδρόμου.

Εάν γίνεται ακόμα αποδεκτός, μέσα στις καταχρήσεις της πληθωρικής μετριότητας, ο όρος show woman και εάν με αυτόν τον όρο θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μία performer που «καταπίνει» τη σκηνή και αγκαλιάζει όλους τους θεατές, τότε ο όρος αυτός της ταιριάζει γάντι (και δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο για πολλές συναδέλφους της στα παρεμφερή θεάματα που υπηρετούν). Το σύμβολο της γυμνόστηθης μινωικής θεάς των όφεων που ενσάρκωσε στη σκηνή, σύμβολο του élan vital, όπως και του σκοτεινού τέλους, κατισχύει εν τέλει όλων των εικόνων και όλων των λέξεων.

Για την παράσταση Η τάξη μας του Tadeusz Slomponttzianek θα είμαι πιο σύντομος, καθώς δεν την είδα ολοκληρωμένη. Μια ξαφνική αδιαθεσία ενός ηθοποιού (αυτό που οι φαινομενολόγοι του θεάτρου ονομάζουν «άκρα» μιας παράστασης) μας υπενθύμισε ό,τι η ζωή διατηρεί πάντα τα δικαιώματά της στην τέχνη και ότι μπορεί να εισβάλει ξαφνικά σε οποιαδήποτε πλαισιωμένη δράση, έστω και τις τελευταίες στιγμές.

Το έργο του Slomponttzianek, που μεταφράζει η Έρι Κύρια, διασκευάζει και σκηνοθετεί ο Γιάννης Καλαβριανός, παρουσιάζει, σε μια αναδρομική κίνηση, τα γεγονότα που σημάδεψαν την πρόσφατη ιστορία της πολωνικής πόλης Γιεντβάμπνε από το 1937 έως και τα τέλη του εικοστού αιώνα. Δραματοποίηση ενός ιστορικού δράματος στο οποίο θύματα είναι οι εβραίοι κάτοικοι της πόλης και πρωταγωνιστές οι καθολικοί πολωνοί. Ο συγγραφέας δεν στέκεται μόνο στη μαζική δολοφονία των εβραίων κατά τη γερμανική κατοχή, αλλά φωτίζει εξίσου και το σοβιετικό πλαίσιο των γεγονότων.

Οι ίδιοι θρησκευόμενοι πολωνοί συνεργάζονται και με τους δύο εισβολείς, καταδίδοντας σε αυτούς πρώτα τους «εθνικιστές», ύστερα τους εβραίους συμπατριώτες τους και τέλος, όταν επανέρχονται οι σοβιετικοί, τους συνεργαζόμενους με τους γερμανούς καταδότες. Καταδότες και καταδότες καταδοτών, δοσιλόγους και μαυραγορίτες, προδότες και αυτόκλητους τιμωρούς, παγερούς καιροσκόπους και αδιάφορους γείτονες γνώρισαν δυστυχώς πολλά ευρωπαϊκά κράτη την ίδια περίοδο, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, με αποκορύφωμα τον Εμφύλιο και τα μεθεόρτιά του. Ο Slomponttzianek δεν μας αφηγείται μια νέα ιστορία, ακόμα και όταν εστιάζει στα πέπλα της επίσημης ιστορίας που πέφτουν μαλακά πάνω στις εσωτερικές πληγές του λαού του. Είτε ως λειτουργική λήθη είτε ως ψευδής εξιδανίκευση, η διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας καταλήγει σε μια βολική αμνηστία που υπόσχεται τη συμφιλίωση και τη συνέχεια.

Το θέμα είναι τεράστιο και ανήκει στους κεντρικούς μηχανισμούς της «ρεαλιστικής πολιτικής» των μεταπολεμικών κυβερνήσεων, άρα και της πολωνικής. Το έργο δεν ανοίγεται σε αυτό το πεδίο, αλλά επιμένει στην κυκλικότητα της κατάδοσης, άρα και στον επιμερισμό της ιστορικής ευθύνης. Αυτό συνιστά μια πολιτική επιλογή που, στην πραγματικότητα, θέτει στο προσκήνιο την προσωπική ευθύνη (του γείτονα προς τον γείτονα) και αφήνει στο παρασκήνιο τις μείζονες κινήσεις και τις μεγάλες συγκρούσεις της ιστορίας.

Κάτι που δεν απέχει πολύ από την ηθικοποίηση της πολιτικής, την νεοφιλελεύθερη «ατομική υπευθυνότητα» που εκδηλώνεται ως επίκληση της ατομικής ευθύνης, ένας τρόπος διαφυγής από την κοινωνική και πολιτική ευθύνη. Στην ίδια γραμμή και στον χώρο των ίδιων παρασκηνίων μπορεί ο ναζισμός να ισοσταθμιστεί από (αν όχι να εξομοιωθεί με) τον σταλινισμό και, σε μια μικρότερη κλίμακα, η φρίκη του Ολοκαυτώματος (που είναι η πραγματικά βαθύτερη πληγή των πολωνών) να επιμεριστεί, να μεριστεί, να μειωθεί και το ανείπωτο να εξορθολογιστεί.

Θα διατηρήσω πολύ σοβαρές επιφυλάξεις για μια τέτοια αντιμετώπιση του πρόσφατου παρελθόντος.

* Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης