ΑΠΟΨΕΙΣ

Αμερικανική επίθεση στη Συρία: οι προκλήσεις της επόμενης ημέρας

H συριακή βάση Σαριάτ, η οποία βομβαρδίστηκε από τους Αμερικανούς - φωτογραφία από δορυφόρο (18 Φεβρουαρίου 2017) REUTERS/ΠΕΝΤΑΓΩΝΟ

Τις τελευταίες ημέρες παρατηρήσαμε «αντιφάσεις» στη ρητορική και στην εφαρμοζόμενη αμερικανική εξωτερική πολιτική. Ενώ στις 30 Μαρτίου, στην Άγκυρα, ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών, άφηνε να εννοηθεί ότι ο Μπασάρ αλ Άσαντ μπορούσε να παραμείνει στην εξουσία, μία εβδομάδα αργότερα, μετά την επίθεση με χημικά όπλα από το συριακό καθεστώς, ο Πρόεδρος Τράμπ, φανερά ενοχλημένος από τη δολοφονία αμάχων, διέταξε χτύπημα με 59 πυραύλους cruise κατά μίας αεροπορικής βάσης του καθεστώτος Άσαντ.

Φυσικά, όπως στις περισσότερες περιπτώσεις, οι εικόνες και το βίντεο της αμερικανικής επίθεσης έκαναν το γύρο του κόσμου, φανερώνοντας την αποφασιστικότητα, αλλά και την ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Η.Π.Α, με τηλεγράφημά τους ενημέρωσαν τη Ρωσία για το επερχόμενο χτύπημα, ενώ η Μόσχα, με τη σειρά της προειδοποίησε άμεσα τους Σύρους να απομακρυνθούν το συντομότερο δυνατό από την περιοχή - στόχο. Η αμερικανική πυραυλική επίθεση, ασχέτως των αποτελεσμάτων της, φανέρωσε την αποφασιστικότητα του Προέδρου στα θέματα που αφορούν στη χρήση της στρατιωτικής ισχύος.

Παρόλο που, ως φαίνεται, το αμερικανικό χτύπημα ήταν αυτό που έπρεπε να γίνει, όπως οι περισσότερες περιπτώσεις χρήσεως στρατιωτικής ισχύος, αποτελεί μία απάντηση που γεννά μία σειρά ερωτημάτων. Η επίθεση αυτή, στοχοποιώντας κτηριακές εγκαταστάσεις και όχι ανθρώπους, επέφερε απώλειες που προφανώς δεν πλήττουν αισθητά το καθεστώς Άσαντ. Η χρήση των πυραύλων cruise φανερώνει ενδεχομένως ότι τα ρωσικά συστήματα αεράμυνας που έχουν εγκατασταθεί στο συριακό έδαφος, αποτελούν παράγοντα αποτροπής για τις Η.Π.Α, οι οποίες, μέχρι στιγμής, φαίνεται πως διστάζουν να χρησιμοποιήσουν μαχητικά αεροσκάφη. Και μην ξεχνούμε ότι η χρήση της αεροπορικής ισχύος μεγιστοποιεί το προσδοκώμενο αποτέλεσμα και σίγουρα αποτελεί μία λύση με μικρότερο κόστος. Όμως τα μαχητικά αεροσκάφη προσβάλλονται εύκολα από τους πυραύλους εδάφους - αέρος και η ενδεχόμενη κατάρριψή τους σίγουρα θα πλήξει το κύρος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η αμερικανική επίθεση ήταν ένα χτύπημα σε έναν μεμονωμένο στόχο. Πρόκειται για ένα χτύπημα που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανταποδοτικό, ούτε ως επίθεση παραδειγματισμού και τιμωρίας, καθώς μία τέτοια επίθεση σίγουρα θα ενέπλεκε περισσότερους στόχους και επαναλαμβανόμενα χτυπήματα. Επίσης, αυτό που θα έκανε το καθεστώς του Άσαντ να θορυβηθεί, θα ήταν η απώλεια έμψυχου υλικού, στρατιωτικού προσωπικού, στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών. Αντιθέτως, το αμερικανικό χτύπημα, στόχευσε μόνο στις εγκαταστάσεις μίας αεροπορικής βάσης από την οποία επιχειρούσαν τα αεροσκάφη που φέρονται να έπληξαν με χημικά όπλα την πόλη Χαν Ζεϊχούν. Στο σημείο αυτό τίθεται το ερώτημα του κατά πόσο η αμερικανική επίθεση αποτελεί μία προειδοποίηση -διότι το σίγουρο είναι ότι δεν αποτελεί πραγματική ανταπόδοση για την εξόντωση άμαχου πληθυσμού με τη χρήση χημικών όπλων από το συριακό καθεστώς. Για αυτό το λόγο η συριακή πλευρά αναμένει ενδεχομένως και άλλα χτυπήματα από τους Αμερικανούς.

Η αμερικανική επίθεση, μεταξύ άλλων, φέρνει στο προσκήνιο το ερώτημα σχετικά με τη στάση των Η.Π.Α. απέναντι στο καθεστώς του Άσαντ. Παράλληλα τίθενται και τα ερωτήματα σχετικά με το δρόμο που θα ακολουθήσει ο νέος Πρόεδρος Τράμπ στο θέμα της απομάκρυνσης του Άσαντ, της πίεσης που θα ασκηθεί από τη ρωσική πλευρά στο συριακό καθεστώς και των ενδεχόμενων επιθέσεων που θα δεχτεί το αμερικανικό στρατιωτικό προσωπικό που μάχεται κατά του ισλαμικού κράτους στη Συρία. Παραμένει επίσης αναπάντητο το ερώτημα του αν ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος θα ζητήσει έγκριση από το Κογκρέσο για χρήση στρατιωτικής ισχύος στη Συρία, με συνεχείς βομβαρδισμούς. Και φυσικά όλοι αναμένουν τη ρωσική αντίδραση σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Θα προσπαθήσει άραγε η Μόσχα να δείξει στον Πρόεδρο Τράμπ ότι δεν μπορεί να επιτίθεται σε έναν από τους παλαιότερους σύμμαχους και συνεργάτες της στην περιοχή της Μέσης Ανατολής; Τι θα συμβεί αν οι δύο υπερδυνάμεις βρεθούν στο κατώφλι μίας νέας κρίσης;

Όλα τα παραπάνω ερωτήματα είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να απαντηθούν με βεβαιότητα. Καθώς η νέα Προεδρία Τράμπ αναζητεί ακόμη το βηματισμό της στο κομμάτι της στελέχωσης και της συνεργασίας (σε εσωτερικό επίπεδο) στη χάραξη και στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, είναι πολύ πιθανό να κατηγορήσει την προηγούμενη Προεδρία του Ομπάμα για το μπέρδεμα και τα λάθη που ενδεχομένως θα προκύψουν. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε η Προεδρία Ομπάμα το θέμα των χημικών στη Συρία το 2013, χαρακτηρίστηκε από πολλούς επιφανειακός. Δυστυχώς, όπως όλα δείχνουν, η συριακή κυβέρνηση διατηρεί ακόμη στην κατοχή της χημικά όπλα ή / και τη δυνατότητα να τα κατασκευάζει. Την περίοδο εκείνη (2013), το συριακό καθεστώς παρέδωσε έναν αριθμό χημικών όπλων σε «αντάλλαγμα» για τη μη δραστική εμπλοκή των Η.Π.Α, ενώ την ίδια στιγμή η ρωσική πλευρά εμφανίστηκε ως ο διαμεσολαβητής -ενισχύοντας το κύρος της- σε μία συμφωνία που επί της ουσίας νομιμοποιούσε την «επιστροφή» της στη Μέση Ανατολή. Κατά έναν τρόπο, εκείνη η συμφωνία ήταν «επικερδής» για όλες τις πλευρές. Δυστυχώς όμως, η χρήση χημικών όπλων από το καθεστώς του Άσαντ δεν σταμάτησε.

Στην παρούσα φάση, αν η νέα Προεδρία Τράμπ ακολουθήσει την τακτική - ρητορική του ότι έχει κληρονομήσει «καμένη γη» από τους προκατόχους της, μάλλον θα βρεθεί στο μονοπάτι των προηγούμενων και προφανώς τίποτε δεν θα αλλάξει στην εφαρμοζόμενη πολιτική και στη δράση των Η.Π.Α. Αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές είναι ότι κανείς δεν πρέπει να κατηγορεί τον προκάτοχό του για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Η πρόκληση βρίσκεται στην επίλυση των προβλημάτων και αυτός είναι και ο λόγος που οι λαοί επιλέγουν να ψηφίσουν και διαφορετικούς ηγέτες -πολλές φορές καταρρίπτοντας δημοσκοπήσεις, στατιστικά δεδομένα και προσδοκίες.

Το αμερικανικό πυραυλικό χτύπημα στη Συρία, αποτελεί την πρώτη στρατιωτική επιχείρηση της νέας Προεδρίας Τράμπ και σίγουρα, όπως όλα δείχνουν, είναι η αρχή ενός νέου σεναρίου, η πλοκή του οποίου παραμένει ακόμη άγνωστη. Δεν πρέπει να αγνοούμε ότι το ζήτημα της Συρίας αποτελεί ένα μόνο από τα θέματα στη Μέση Ανατολή -μία περιοχή στην οποία οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι είναι πάρα πολλοί. Ωστόσο, οι προκλήσεις για την εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α δεν περιορίζονται μόνο σε αυτή την περιοχή. Η σκακιέρα είναι παγκόσμια και οι κινήσεις που θα ακολουθήσει η προεδρία Τράμπ προς στιγμήν, παραμένουν εντελώς άγνωστες.

*Ο Χρήστος Διαμαντόπουλος είναι Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης