EDITORIAL

Κυπριακό: Η στιγμή όπου όλοι διαλέγουν πλευρά στην Ιστορία

Φαίνεται πως η Ιστορία δίνει άλλη μια ευκαιρία στην Κύπρο. Ο Νίκος Αναστασιάδης και ο Μουσταφά Ακκιντζί συμφώνησαν να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις επί κυπριακού εδάφους και να μεταβούν στις αρχές Ιανουαρίου στην Ελβετία όπου και θα παιχτεί πιθανότατα η τελευταία πράξη της μακρόχρονης διαπραγματευτικής διαδικασίας για την επίλυση Κυπριακού.

Τα ενδεχόμενα είναι δύο: Πρώτον οι ενδιαφερόμενες πλευρές να καταλήξουν σε συμφωνία για ένα σχέδιο που θα τεθεί σε δημοψήφισμα ενώπιον του κυπριακού λαού. Δεύτερον, να μην υπάρξει συμφωνία και να ενεργοποιηθεί το plan B, το οποίο θα αφορά κινήσεις τόσο της τουρκοκυπριακής κοινότητας, όσο και της Τουρκίας για μια «ημι-αναγνώριση» του κρατικού μορφώματος στη Βόρεια Κύπρο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι σύντομα το υπάρχον status quo στο νησί δεν θα υφίσταται.

Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι έφτασαν στα τέλη Νοεμβρίου πολύ κοντά σε συμφωνία, ωστόσο ο δεύτερος γύρος συνομιλιών στο Μοντ Πελεράν δεν καρποφόρησε. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, αφορμή υπήρξε αρχικά η σκλήρυνση της στάσης της Αθήνας και στη συνέχεια της Άγκυρας, γεγονός που δεν επέτρεψε στους δύο Κύπριους ηγέτες να φτάσουν μέχρι το τελικό στάδιο. Οι επίσημες τοποθετήσεις διέψευδαν εκ των υστέρων την εμπλοκή της Ελλάδας και της Τουρκίας στη διαμόρφωση του αδιεξόδου στις συνομιλίες. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι στις 12 Ιανουαρίου η ελληνική κυβέρνηση θα βρεθεί στη Ζυρίχη, προκειμένου να συμμετάσχει σε πολυμερή διεθνή διάσκεψη, η οποία θα αφορά τα ζητήματα της ασφάλειας και των εγγυήσεων.

Η Ελλάδα ως εγγυήτρια δύναμη

Η Ελλάδα, ως μία από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (στη βάση του Κυπριακού Συντάγματος του 1960) διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι της αναλογεί ρόλος στις δύο αυτές πτυχές του Κυπριακού. Η Αθήνα υποστηρίζει ότι δεν επιθυμεί να εμπλακεί στις εσωτερικές πτυχές του προβλήματος (εδαφικό, περιουσιακό, πολιτειακό κ.λπ.), καθώς αυτά αφορούν αποκλειστικά τις δύο κοινότητες, αλλά τονίζει ταυτόχρονα ότι δεν πρόκειται να δεχτεί λύση χωρίς την πλήρη απόσυρση όλων των τουρκικών στρατευμάτων από το νησί και χωρίς την αλλαγή του ισχύοντος συστήματος ασφάλειας που παρέχει επεμβατικά δικαιώματα στις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα, Τουρκία, Μ. Βρετανία). Ο έλληνας ΥΠΕΞ Νίκος Κοτζιάς φαίνεται μάλιστα να έχει προτείνει συγκεκριμένες φόρμουλες επί αυτών των ζητημάτων. Αξίζει, εδώ, να σημειωθεί ότι και η Τουρκία αναγνωρίζει ότι το υπάρχον σύστημα είναι αναχρονιστικό και ότι θα πρέπει να αντικατασταθεί από κάποιο άλλο, ενώ η Βρετανία έχει δηλώσει ότι σε περίπτωση λύσης θα παραιτηθεί των δικαιωμάτων της, παραχωρώντας και ένα μέρος του εδάφους στο οποίο βρίσκονται σήμερα οι βρετανικές βάσεις.

Είναι κοινά αποδεκτό ότι λύση χωρίς την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής δεν μπορεί να υπάρξει. Το πραγματικό ζήτημα –το οποίο επιμελώς υποβαθμίζεται από το απορριπτικό μπλοκ– είναι το χρονοδιάγραμμα αποχώρησης όλων των στρατευμάτων από την Κύπρο. Αυτό ακριβώς, άλλωστε, είναι και το αντικείμενο των διαπραγματεύσεων.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Σχεδίου Ανάν, το οποίο καταψηφίστηκε από την ελληνοκυπριακή πλευρά το 2004, η απόσυρση θα γινόταν σταδιακά: το μεγαλύτερο μέρος του τουρκικού στρατού θα αποχωρούσε από την πρώτη μέρα εφαρμογής της συμφωνίας και ο τελευταίος τούρκος στρατιώτης θα έφευγε από την Κύπρο το 2014. Σήμερα, στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου, η Τουρκία διατηρεί στρατό της τάξης των 40.000 στρατιωτών.

Η σημασία της ασφάλειας

Η πτυχή της ασφάλειας είναι ιδιαίτερα σημαντική και για τις δύο κοινότητες στο νησί. Άλλωστε και οι δύο βιώνουν ακόμα τις οδυνηρές συνέπειες του ελληνικού πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής. Γενιές ελληνοκυπρίων έζησαν μακριά από τις εστίες τους λόγω της κατοχής και γενιές τουρκοκυπρίων έχουν στο συλλογικό τους βίωμα αποτυπωμένη την περίοδο 1963-1974.

Έχει ειπωθεί πολλές φορές ότι επιδιώκεται μια «δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού». Πρέπει λοιπόν οι πρόνοιές της να είναι ικανές να καθησυχάσουν τους φόβους και τις ανησυχίες των δύο κοινοτήτων. Μόνο έτσι, άλλωστε, η όποια λύση θα καθίσταται βιώσιμη. Στο ζήτημα των εγγυήσεων καμία από τις δύο πλευρές δεν πρέπει να θέτει μαξιμαλιστικούς στόχους. Προφανώς, μια ρύθμιση θα πρέπει να καταργεί τα μονομερή επεμβατικά δικαιώματα. Είναι, όμως, ανέφικτη η συνολική αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων από την πρώτη μέρα. Για αυτόν τον λόγο ποτέ κανένας πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν έχει προτάξει μια τέτοια διεκδίκηση στο τραπέζι των συνομιλιών.

Πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Μόνο;

Όσοι στην Ελλάδα και την Κύπρο επιμένουν να προτάσσουν την πλήρη και άμεση αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων ως προϋπόθεση για την επίτευξη λύσης τείνουν να πιστεύουν ότι το Κυπριακό είναι αποκλειστικά ζήτημα «εισβολής και κατοχής». Ξεχνούν έτσι ότι το Κυπριακό είναι παράλληλα και ζήτημα εθνοτικής διένεξης, η οποία μάλιστα προϋπάρχει του πραξικοπήματος και της εισβολής. Συγκρούσεις και διαφορές ανάμεσα σε ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους έχουμε και το 1958 και το 1964 και το 1967. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, άλλωστε, οι συνομιλίες που γίνονται μετά το 1974 δεν αφορούν μόνο τη διεθνή διάσταση του ζητήματος, αλλά στρέφονται εξίσου και σε εσωτερικές ρυθμίσεις. Αφορούν, δηλαδή, τον τρόπο με τον οποίο οι δύο κοινότητες θα ρυθμίσουν τις μεταξύ τους σχέσεις, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Με λίγα λόγια, η όποια λύση, προκειμένου να είναι «δίκαιη και βιώσιμη», θα πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη και τις δύο πτυχές. Και αυτήν της εισβολής-κατοχής και αυτήν της εθνοτικής διένεξης.

Πολλοί –και ορθώς– υποδεικνύουν τον ρόλο της Τουρκίας, την απρόθυμη στάση της στο παρελθόν, τις επεκτατικές της βλέψεις και τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζει πρόσωπα και καταστάσεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Ο μόνος τρόπος να μειωθεί η επιρροή αυτή είναι μια επανενωμένη ομόσπονδη Κυπριακή Δημοκρατία, όπου οι τουρκοκύπριοι θα είναι ενταγμένοι σε ένα διεθνές περιβάλλον και όχι απομονωμένοι, χωρίς αναγνώριση και αγκιστρωμένοι από την Άγκυρα. Όσο το Κυπριακό πρόβλημα διαιωνίζεται, τόσο ενισχύεται ο ρόλος της Τουρκίας στο βόρειο τμήμα του νησιού.

Η ιστορικότητα της περιόδου

Ήδη τα «στρατόπεδα» υποστηρικτών και πολέμιων της λύσης έχουν διαμορφωθεί τόσο στην Κύπρο, όσο και στις «μητέρες πατρίδες». Το ελληνοκυπριακό απορριπτικό μπλοκ κατηγορεί τον πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη για αποδοχή «ασφυκτικών χρονοδιαγραμμάτων» (sic). Οι εθνικιστές στην Τουρκία κατηγορούν τον Ακκιντζί για αποδοχή όλων των όρων της ελληνοκυπριακής πλευράς. Ο γιος του Ραούφ Ντενκτάς, Σερντάρ Ντενκτάς, ξεκαθάρισε ότι σε πιθανό νέο δημοψήφισμα θα στηρίξει το «Όχι». Στην Ελλάδα το πατριωτικό μπλοκ έχει ξεκαθαρίσει τη θέση του: «καμία παραχώρηση των δίκαιων αιτημάτων του ελληνισμού στην Κύπρο». Η ελληνική κυβέρνηση δείχνει να πελαγοδρομεί μέσα στις εσωτερικές της αντιθέσεις, παρά το γεγονός ότι οι δηλώσεις του πρωθυπουργού έχουν υπάρξει νηφάλιες.

Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας θα βρεθεί σύντομα ενώπιον μιας μεγάλης απόφασης. Θα συνδέσει το όνομά του είτε με τη λύση του Κυπριακού είτε με τον οριστικό ενταφιασμό των διαπραγματεύσεων και με τη de facto διχοτόμηση του νησιού. Θα πρέπει να διαλέξει σε ποια πλευρά της ιστορίας θέλει να βρεθεί.

Υ.Γ. Αξίζει ιδιαίτερης προσοχής η συνέντευξη του Αντώνη Σαμαρά στη «Βραδυνή της Κυριακής». Ο γνωστός για τις σκληρές του θέσεις πρώην πρωθυπουργός υποστηρίζει ότι το σχέδιο που βρίσκεται τώρα υπό διαπραγμάτευση «είναι πολύ καλύτερο από το Σχέδιο Ανάν».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης