ΚΟΣΜΟΣ

Σρι Λάνκα: Το «ματωμένο» τσάι, η εθνική ομάδα μιγάδων και η χρεοκοπία

Η εικόνα του εξαγριωμένου πλήθους να εισβάλλει στην κατοικία του προέδρου της Σρι Λάνκα, να αδειάζει από τις ντουλάπες τα πολυτελή του ρούχα και να κάνει βουτιές στην ιδιωτική του πισίνα είναι από μόνη της ένα πανίσχυρο σύμβολο. (AP Photo/Rafiq Maqbool)

Η εικόνα του εξαγριωμένου πλήθους να εισβάλλει στην κατοικία του προέδρου της Σρι Λάνκα, να αδειάζει από τις ντουλάπες τα πολυτελή του ρούχα και να κάνει βουτιές στην ιδιωτική του πισίνα είναι από μόνη της ένα πανίσχυρο σύμβολο. Έφερε στην δική μας επικαιρότητα ένα μακρινό νησιώτικο κράτος, για το οποίο λίγα γνωρίζουμε, αν και έχουμε μεγαλύτερη σχέση μαζί του απ’ όση φανταζόμαστε. Ειδικά όσοι πίνουμε τσάι.

Το ένα στα τρία φακελάκια που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά είναι τσάι Κεϋλάνης. Αν δεν το γνωρίζετε, Κεϋλάνη και Σρι Λάνκα είναι το ίδιο πράγμα, απλά η χώρα μετονομάστηκε το 1972. Εδώ και μισό αιώνα προσπαθεί (με αργά βήματα, πάντως) να αποποιηθεί το αποικιακό της όνομα, αλλά το κύριο εξαγώγιμο προϊόν της, το τσάι, δεν την αφήνει.

Η Σρι Λάνκα βρίσκεται στο λαβύρινθο μιας τεράστιας οικονομικής κρίσης, που τη χτυπάει αλύπητα τα τελευταία τρία χρόνια και έχει εξελιχθεί πλέον σε ανθρωπιστική κρίση. Η προηγούμενη φορά που η χώρα έγινε πρωτοσέλιδο στα διεθνή ΜΜΕ ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 2000, όταν τερματίστηκε ένας από τους πιο μακροχρόνιους και αιματηρούς εμφύλιους πολέμους στην ιστορία της ανθρωπότητας. Όπως φάνηκε, η εσωτερική ειρήνη δεν μπόρεσε να οδηγήσει στην ευημερία.

Το πώς αυτή η χώρα με τη μεγάλη ιστορία και τις εξαιρετικές προοπτικές ανάπτυξης έφτασε στο απώτατο σημείο της λαϊκής αγανάκτησης είναι μια ιστορία που έχει όλα τα βασικά συστατικά ενός συναρπαστικού-για όσους δεν το ζουν- θρίλερ: Αίμα, σεξ και δάκρυα.

Ένα νησί με τίτλο τιμής!

Κατ’ αρχάς, λίγη ιστορία και ονοματολογία: Η Σρι Λάνκα έχει μια πανάρχαια ιστορία που μπορεί να φτάνει πίσω ως και τα 500.000 χρόνια αδιάληπτης κατοίκισης! Το όνομα «Λάνκα» στη γλώσσα σινχάλα, αυτή που μιλάει περίπου το 70% των κατοίκων ως μητρική, σημαίνει απλώς «νησί». Η λέξη «Σρι» είναι στην ουσία αμετάφραστη, χρησιμοποιείται πολύ στις γλώσσες της νότιας και νοτιοανατολικής Ασίας ως ένα τιμητικό επίθεμα, που δίνεται και σε έμψυχα και σε άψυχα αντικείμενα. Όταν αποδίδεται σε πρόσωπα κάνει ό,τι και το «σερ» στα αγγλικά.

Το παλιό όνομα, αυτό που γνωρίζαμε κι εμείς, είναι στην ουσία παράφραση. Οι Πορτογάλοι, οι πρώτοι Ευρωπαίοι που πάτησαν το πόδι τους στη Σρι Λάνκα, βρήκαν μπροστά τους διάφορα βασίλεια που πολεμούσαν μεταξύ τους. Το όνομα του βασιλείου στην περιοχή που εγκαταστάθηκαν το μετέφρασαν ως «Σελιάο». Οι Βρετανοί, που ακολούθησαν ως αποικιοκρατικοί αφέντες, το προσάρμοσαν σε Σεϊλόν, ελληνιστί Κεϋλάνη.

Το νησί είναι μεγάλο. Η έκτασή του είναι ακριβώς όσο η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα, η Ήπειρος και η Θεσσαλία μαζί. Ελάχιστες είναι οι περίοδοι στην καταγεγραμμένη ιστορία του που βρέθηκε ολόκληρο κάτω από μία διοίκηση. Πολλές φορές, μάλιστα, ήταν περισσότεροι από δύο αυτοί που έριζαν για την κυριαρχία. Με συνέπεια να μην μπορεί να αναπτυχθεί τίποτα πλην του θαλάσσιου εμπορίου μέσω των λιμανιών. Η θέση της Σρι Λάνκα, κάτω ακριβώς από την Ινδία και στο δρόμο προς τα αναρίθμητα νησιά της νοτιοανατολικής Ασίας, ήταν πάντα το μεγάλο της προσόν.

Πριν ακόμα φτάσουν στην περιοχή οι Πορτογάλοι, ο πληθυσμός του νησιού ήδη περιείχε δύο διαφορετικές εθνικές ομάδες: Τους Σινχαλέζους, που είναι Ινδο-Άριοι στην καταγωγή (ψηλότεροι, πιο ανοιχτόχρωμοι) και βουδιστές στο θρήσκευμα και στους Ταμίλ, που είναι Δραβίδες στην καταγωγή (πιο σκουρόχρωμοι και κοντύτεροι) και ινδοϊστές στο θρήσκευμα. Περισσότεροι οι Σινχαλέζοι (λίγο πάνω από 70%), συγκεντρωμένοι στο νότο και τη δύση, λιγότεροι οι Ταμίλ (λίγο πάνω από 20%), πλειοψηφούν στο βορρά και σχετικά στην ανατολή.

Αυτή η αναλογία πληθυσμού υπάρχει ακόμα και σήμερα, όμως σχεδόν από την αρχή έχασε την κλασική εθνολογική της υπόσταση κι έγινε περισσότερο πολιτιστική-γλωσσική. Οι Άριοι Σινχάλα στις προοδευτικές εισβολές τους στο νησί είχαν παράδοση να παίρνουν γυναίκες από τους γηγενείς δραβιδικούς πληθυσμούς. Υπήρχε, μάλιστα, ειδικό χρηματικό «βραβείο» για τους στρατιώτες εκείνους που εκτός από τον πόλεμο ήταν ικανοί και στο σεξ: Όποιος στρατιώτης αποδείκνυε την πατρότητα περισσότερων αρσενικών παιδιών ανέβαινε στην ιεραρχία.

Άγγλοι, Ολλανδοί, Πορτογάλοι: Διαίρει και βασίλευε

Οι Πορτογάλοι έφτασαν το 1505. Προσπάθησαν αμέσως να εγκατασταθούν και να ελέγξουν το εμπόριο, πλην όμως πολύ γρήγορα τα έσπασαν με τους ντόπιους. Ο σινχαλο-πορτογαλικός πόλεμος για την κυριαρχία στο νησί κράτησε περίπου 130 χρόνια (1527-1658), με διάφορες φάσεις και ολοένα και περισσότερες ξένες παρεμβάσεις. Το 1640 ήταν πια φανερό ότι οι Ολλανδοί θα αντικαθιστούσαν τους Πορτογάλους. Είχαν ήδη συμμαχήσει με το βασίλειο του Κάντι, το πιο ισχυρό της εποχής. Χρειάζονταν το νησί για να ελέγξουν ακόμα περισσότερο το δρόμο προς τα (δικά τους) νησιά των μπαχαρικών, στη σημερινή Ινδονησία.

Οι Βρετανοί γρήγορα κατάλαβαν την αξία του νησιού όταν έγιναν κύριοι των μεγαλύτερων εκτάσεων της σημερινής Ινδίας. Η Σρι Λάνκα μπορούσε να γίνει ένα επικίνδυνο αγκάθι στο ινδικό κορμί, οπότε βρήκαν πολύ πιο εύκολο να την καταλάβουν για να ησυχάσουν. Κι αυτό έκαναν. Το 1796 οι Ολλανδοί εκδιώχθηκαν και από το 1815 άρχισε η επίσημη βρετανική αποικιακή ιστορία της Κεϋλάνης, που έληξε το 1948, με την ανεξαρτησία της.

Όπως και οι Σινχάλα νωρίτερα, έτσι και οι Ολλανδοί έβαλαν το σεξ να λειτουργήσει υπέρ τους: Οι σχέσεις των Ολλανδών κατώτερων υπαλλήλων, εμπόρων και αποίκων με ντόπιες γυναίκες όχι μόνο δεν απαγορεύτηκε, αλλά ενισχύθηκε κιόλας. Ο στόχος ήταν σε λίγα χρόνια να δημιουργηθεί μια καινούργια εθνική ομάδα μιγάδων, οι οποίοι θα έπαιζαν το ρόλο του συνδετικού κρίκου μεταξύ Ολλανδών και των γηγενών. Τα παιδιά αυτών των σχέσεων ονομάστηκαν «μπούργκερς», δηλαδή πολίτες, και είχαν περισσότερα δικαιώματα από τους ντόπιους. Το πράγμα δεν εξαπλώθηκε, πάντως, όσο ήθελαν οι Ολλανδοί.

Οι «μπούργκερς», πάντως, κράτησαν την ιδιαίτερη εθνολογική-πολιτιστική τους διαφορά, βασισμένη στο ότι κατά κανόνα ήταν πιο ανοιχτόχρωμοι από τους ντόπιους και μάθαιναν τα ολλανδικά ως μητρική γλώσσα. Στην τελευταία απογραφή του 2012 καταγράφηκαν 37.061 άνθρωποι που προσδιόρισαν την εθνική τους ταυτότητα ως «μπούργκερ».

Όπως έχει συμβεί με δεκάδες περιοχές του κόσμου που βρίσκονταν υπό την κατοχή τους (από την Παλαιστίνη ως την Κύπρο και από τη Νιγηρία ως τη Ζιμπάμπουε) έτσι και στη Σρι Λάνκα οι Βρετανοί φρόντισαν να τονίσουν τις διαφορές των λαών που κατοικούσαν στο νησί. Έφτασαν, μάλιστα, στο σημείο να ενώσουν διοικητικά το βόρειο μέρος του νησιού (όπου, όπως αναφέρθηκε, πλειοψηφούν οι Δραβίδες Ταμίλ) με την ινδική επαρχία του Μαδράς, όπου επίσης πλειοψηφούν οι Ταμίλ. Επί έναν και πλέον αιώνα οι κοινότητες, ήδη χωρισμένες από πολλά και διάφορα, έμαθαν να ζουν χώρια και διοικητικά.

Τσάι: Ο θησαυρός μετά την τραγωδία

Το κύριο προϊόν του νησιού, αυτό που το έκανε γνωστό σ’ όλη την υφήλιο, είναι το τσάι. Η Σρι Λάνκα και σήμερα ακόμα είναι η 4η χώρα του κόσμου σε παραγωγή τσαγιού (μετά από Κίνα, Ινδία, Κένυα), αλλά μακράν η πρώτη εξαγωγός χώρα. Πόσοι, όμως, γνωρίζουν ότι το νησί μετατράπηκε σε γίγαντα παραγωγής τσαγιού σχεδόν αναγκαστικά, ευρισκόμενο σε απόγνωση;

Από τη δεκαετία του 1840 οι Βρετανοί πειραματίζονταν με διάφορες καλλιέργειες και κατέληξαν σε ποικιλίες καφέ. Στην κυριολεξία κάθε διαθέσιμο χωράφι στο νησί φυτεύτηκε με καφέ και μέσα σε πέντε χρόνια η χώρα έγινε από τις κυριότερες παραγωγούς παγκοσμίως. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, όμως, το 1847 προκάλεσε μεγάλη πτώση στις τιμές και η αναμενόμενη οικονομική ανάπτυξη δεν ήλθε ποτέ.

Η χαριστική βολή ήλθε το 1869 και είχε ονοματεπώνυμο: Hemileiavastatrix. Μια ασθένεια, ένας πολυκύτταρος βασιδομύκητας που προσβάλλει τα φύλλα του καφέ και τελικά ολόκληρο το φυτό. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των καλλιεργητών να περιορίσουν την ασθένεια ή να πειραματιστούν με άλλα είδη, το 97% της παραγωγής της Κεϋλάνης είχε καταστραφεί μέσα στα επόμενα 15 χρόνια. Τότε έγινε η μαζική μεταστροφή προς το τσάι, αφού τα πειράματα έδειξαν ότι τα φύλλα του τσαγιού ήταν ανθεκτικά στον συγκεκριμένο μύκητα.

Στην αρχή, βέβαια, ήταν όλοι επιφυλακτικοί, μήπως κι εμφανιστούν καινούργιες ασθένειες. Την αποφασιστική ώθηση την έδωσε το 1890 ο Τόμας Λίπτον. Ο Σκωτσέζος επιχειρηματίας που είχε ήδη κάνει περιουσία στις ΗΠΑ αποφάσισε το 1890 να επενδύσει σε τεράστιες φάρμες παραγωγής τσαγιού, κι έδωσε μάλιστα το όνομά του στη φίρμα.

Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: Ο Λίπτον έγινε ο βασιλιάς του τσαγιού κι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο.

Εμφύλιος: Οι Τίγρεις βρυχήθηκαν, αλλά δεν δάγκωσαν

Ήδη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο φαινόταν ότι η Βρετανία ετοιμαζόταν να αποχωρήσει από την Ινδία και στη Σρι Λάνκα άρχισαν οι ζυμώσεις. Διάφορες οργανώσεις των Ταμίλ ζητούσαν διάφορα πράγματα, από μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας (αφού ήταν μειοψηφία κι αυτό δεν θα μπορούσε να αλλάξει) μέχρι χωρισμό των βόρειων επαρχιών, στις οποίες πλειοψηφούν, με χωριστή ανεξαρτησία ή ένωσή τους με τα ξαδέλφια τους στο νότο της Ινδίας.

Τίποτε απ’ αυτά δεν έγινε. Η Κεϋλάνη έγινε ενιαίο ανεξάρτητο κράτος το 1948 (ως «ντομίνιον», όμως, συνέχισε να θεωρεί κεφαλή του την βασίλισσα Ελισάβετ), με Σινχαλέζο πρόεδρο βέβαια, αλλά και διάφορους Ταμίλ πολιτικούς να μπαίνουν στην κυβέρνηση.

Τα χρόνια της ηρεμίας, όμως, δεν ήταν πολλά. Οι συγκρούσεις μεταξύ Σινχαλέζων και Ταμίλ υποδαυλίζονταν και από τα οικονομικά ζητήματα, που δεν ήταν ποτέ ανθηρά. Βοήθησε σ’ αυτό και η πολιτική του τότε πρωθυπουργού Μπανταρανάικε, ο οποίος πέρασε νόμους που αναγνώριζαν τη γλώσσα των σινχάλα ως τη μοναδική επίσημη του κράτους κι έδιναν διάφορα προνόμια στη συγκεκριμένη εθνότητα. Οι Ταμίλ αισθάνθηκαν ακόμα περισσότερο ξένοι στην ίδια τους τη χώρα.

Το 1959 ο πρωθυπουργός Μπανταρανάικε δολοφονήθηκε από έναν εξτρεμιστή βουδιστή μοναχό. Η χήρα του, Σιριμάβο Μπανταρανάικε, αποφάσισε να συνεχίσει το έργο του κι εκλέχθηκε πρωθυπουργός τον επόμενο χρόνο. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας που δύο γυναίκες είχαν το αξίωμα της κεφαλής του κράτους και του πρωθυπουργού.

Αυτή η ιδιότυπη συγκατοίκηση θεωρήθηκε αδυναμία. Η Μπανταρανάικε, πάντως, επέζησε από στρατιωτικές πραξικόπημα και από δύο απόπειρες ανατροπής της από μαρξιστικές ένοπλες ομάδες. Το 1972 η χώρα έγινε δημοκρατία και άλλαξε επίσημα το όνομα της σε Σρι Λάνκα, αλλά τα πράγματα είχαν πάρει ήδη το δρόμο τους. Πολλοί Ταμίλ είχαν πλέον σπάσει τους δεσμούς τους με το κράτος, προσχώρησαν σε ένοπλες ομάδες. Έφτιαξαν οργανώσεις με στόχο τον διαμελισμό του κράτους και τη δημιουργία δικής τους χώρας στο βορρά.

Οι συγκρούσεις ξεκίνησαν το 1975 αλλά ο πόλεμος γενικεύθηκε για περίπου ένα τέταρτο του αιώνα (1983-2009). Η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα αμέσως κατηγόρησε τους Ταμίλ της Ινδίας (οι οποίοι αριθμούν περίπου 70 εκατομμύρια κι έχουν την απόλυτη πλειοψηφία στο τοπικό κοινοβούλιο του νότου) ότι υποθάλπουν το κίνημα και αμέσως η κυβέρνηση της Ινδίας θέλησε να παρέμβει, στέλνοντας στρατιωτική ειρηνευτική δύναμη στο βορρά του νησιού. Οι Ινδοί στην αρχή έγιναν δεκτοί ως ελευθερωτές, στη συνέχεια όμως κατηγορήθηκαν κι αυτοί ως καταπιεστές των Ταμίλ και οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν.

Χωρίς εξωτερική βοήθεια, με την παγκόσμια κοινή γνώμη να στρέφεται εναντίον τους (λόγω επιθέσεων που χαρακτηρίστηκαν τρομοκρατικές και όχι στρατιωτικές), οι Ταμίλ έχασαν πολλά στηρίγματα ακόμα και στις προνομιακές τους περιοχές. Η αποφασιστική επίθεση του κυβερνητικού στρατού έγινε το 2009 και ουσιαστικά καθάρισε την κατάσταση. Η μεγαλύτερη ένοπλη οργάνωση, οι «Τίγρεις για την Απελευθέρωση του Ταμίλ Εελάμ», παρέδωσε τα όπλα. Ο εμφύλιος πόλεμος, ένας από τους πιο μακροχρόνιους στην ιστορία, άφησε πίσω του πάνω από 100.000 νεκρούς.

Ρατζαπάκσα: Από το θρίαμβο στο κυνηγητό

Ο άνθρωπος που αποφάσισε να τελειώνει με τους Ταμίλ με μια γενική επίθεση στο βορρά ήταν ο Μαχίντρα Ρατζαπάκσα. Μέλος μιας πανίσχυρης οικογένειας, η οποία έχει παραδοσιακή καταγωγή από το νότο της χώρας, ισχυροί οικονομικοί παράγοντες και τρεις γενιές πολιτικοί. Τέσσερα αδέλφια, ο Μαχίντρα, ο Τσαμάλ, ο Γκοταμπάγια και ο Μπαζίλ εναλλάσσονταν στις ανώτερες θέσεις εξουσίας (πρόεδροι, πρωθυπουργοί, πρόεδροι της βουλής και υπουργοί οικονομικών), φτάνοντας τον νεποτισμό σε ακραία όρια, που συγκρίνονται μόνο μ’ αυτά των βασιλικών οικογενειών. Το 2020 καταγράφηκαν περισσότερα από 40 (!) μέλη της ευρύτερης οικογένειας σε κυβερνητικές θέσεις.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 οι Ρατζαπάκσα ουσιαστικά διοίκησαν τη χώρα με κάποια μικρά διαλείμματα. Ο Γκοταμπάγια Ρατζαπάκσα βρέθηκε στον προεδρικό θώκο το 2019 και μετά και κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη χειρότερη οικονομική κρίση στην ιστορία της χώρας ως ανεξάρτητο κράτος. Καταγράφηκε ραγδαία αύξηση του εξωτερικού χρέους, τα τεράστια κρατικά ελλείμματα που προέκυψαν από φοροαπαλλαγές (!) τις οποίες είχε υποσχεθεί ο πρόεδρος για να εκλεγεί (τελικά εξελέγη με 53% και ο συνασπισμός σοσιαλιστών-κομουνιστών και σοσοαλδημοκρατών πήρε την πλειοψηφία της βουλής με 59%).

Ο πληθωρισμός που έτρεχε με διψήφια νούμερα δημιούργησαν ουσιαστικά ανθρωπιστική κρίση, μέχρι και έλλειψη εφοδιασμού σε τρόφιμα, καύσιμα και ενέργεια.

Το γυαλί είχε ήδη ραγίσει, παρά τις 15ωρες διακοπές ρεύματος και την απόφαση της κυβέρνησης να διακόψει την παροχή καυσίμων σε οχήματα που δεν είναι απαραίτητα για την λειτουργία του κράτους. Συζητήσεις με το ΔΝΤ έγιναν, αλλά η κυβέρνηση απέρριψε όλα τα σχέδια. Αρνήθηκε μέχρι και την απευθείας χρηματοδότηση, υπό μορφή βοήθειας, από κράτη που δεν ήταν της αρεσκείας της. Όπως είναι φυσικό, πριν από τρεις εβδομάδες ο πρωθυπουργός Βικρεμεσίνγκε ανακοίνωσε στη βουλή την ολοκληρωτική κατάρρευση της κρατικής οικονομίας, στην ουσία τη χρεοκοπία της.

Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους, εισέβαλε στην προεδρική και την πρωθυπουργική κατοικία και ανάγκασε τον πρόεδρο Γκοταμπάγια Ρατζαπάκσα να εγκαταλείψει τη χώρα με αεροπλάνο για τη Σιγκαπούρη.

Ο πρωθυπουργός Βικρεμεσίνγκε ορκίστηκε πρόεδρος στις 20 Ιουλίου. Μπροστά του έχει για την ώρα ένα χάος. Κύριο μέλημά του να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη του κόσμου, ότι η κυβέρνηση δουλεύει για το καλό του και όχι εναντίον του. Αυτό είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης