ΑΠΟΨΕΙΣ

As One: Η σύλληψη και η απόδοση στην Performance Art

Η performance art έχει τις απαρχές της, όταν ακόμη το κίνημα του μεταμοντερνισμού ήταν στα σπάργανα και πριν να αποκτήσει θεωρητικό υπόβαθρο, στις πρώτες δράσεις του Υβ Κλάιν.

Στη δεκαετία του '60, η τέχνη ξεκίνησε να διανοητικοποιείται ραγδαία, σε μια προσπάθεια συνεχούς πρόκλησης και διεύρυνσης των ίδιων της των ορίων, γεγονός που επέτρεψε στο έργο τέχνης να αφήσει το υλικό αντικείμενο και να μεταφερθεί -στην περίπτωση της performance- στη σχέση του ανθρώπου με τον άνθρωπο και τον χώρο, καθώς και στα συναισθήματα που προκύπτουν από τη σχέση αυτή.

Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς είναι μια από της εμβληματικότερες performance artists, με το σχετικό έργο της να ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του '70. Τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε μια δυναμική προσπάθεια προαγωγής του συγκεκριμένου καλλιτεχνικού ιδιώματος, μυώντας θεατές και καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο, μέσα από τις δράσεις, τις διαλέξεις και τα σεμινάρια του MAI (Marina Abramovic Institute).

Στο πλαίσιο της συνεργασίας των οργανισμών NEON και MAI, η νέα πτέρυγα του μουσείου Μπενάκη (Πειραιώς 138) φιλοξενεί το πρόγραμμα As One (έως 27 Απριλίου). Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με τη “μέθοδο Αμπράμοβιτς”, καθώς και να παρακολουθήσει μια σειρά από περφόρμανς ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, σε τρεις από τις οποίες θα σταθούμε στο συγκεκριμένο κείμενο.

Θοδωρής Τράμπας: Πανγαία

Στον προαύλιο χώρο του μουσείου, μέσα σε ένα κλειστό πλαίσιο 6x7 ο Θοδωρής Τράμπας αναμετριέται με ένα μεγάλο κομμάτι βράχου στην προσπάθειά του να δημιουργήσει το αντίγραφό του με γύψο. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο εικαστικός πλάθει τοn γύψο στην επιφάνεια του βράχου, τον λειαίνει και τον σπάει με την προοπτική ότι στο τέλος της περφόρμανς θα αποκόψει το αντίγραφο από το πρωτότυπο, ενώ κατά τη διάρκειά της θα έχει εισέλθει σε διαδικασία αυτοδιερεύνησης και θα έχει συμφιλιωθεί σε έναν βαθμό με την “άλλη πλευρά”. Αν αντιληφθούμε την συγκεκριμένη περφόρμανς ως μια ξεχωριστή ζωή, η οποία διανύει την πορεία της για επτά εβδομάδες παράλληλα με τη δική μας μέσα στο κλειστό της πλαίσιο, τότε αμέσως μπορούμε να δούμε τον Τράμπα σαν έναν δεύτερο Σίσυφο που στο διάστημα αυτό ασχολείται με το βράχο του, τον σπάει και τον ξαναφτιάχνει από την αρχή. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες του έργου αποτελεί η στιγμή κατά την οποία ο καλλιτέχνης εκτοξεύει τα θραύσματα του γύψου στον τοίχο, ο οποίος με τη σειρά του χρωματίζεται με το λευκό τού υλικού, δημιουργώντας έτσι μέσα στον μικρό του κόσμο ένα έργο που προσιδιάζει σε αυτά του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Οι αναρίθμητες λευκές πιτσιλιές που αφήνει ο γύψος στον τοίχο δημιουργούν την εντύπωση του γαλαξία που δεσπόζει πάνω από την Πανγαία.

Νάνσυ Σταματοπούλου: Λευκή Σπηλιά

Η Νάνσυ Σταματοπούλου παρουσιάζει το έργο «Λευκή Σπηλιά», βασισμένο στην πλατωνική αλληγορία του σπηλαίου. Το σπήλαιο αντικαθίσταται από έναν κυβικό λευκό χώρο, με τη Σταματοπούλου να κάθεται πάνω σε ένα λευκό κουτί. Έχει τους θεατές πλάτη και, όμοια με τους δεσμώτες του πλατωνικού σπηλαίου, αντικρίζει μόνο σκιές, είδωλα της πραγματικότητας. Στον απέναντί της τοίχο βρίσκεται μια μικρή μαύρη τρύπα, το μάτι μιας κάμερας, το οποίο κοιτάζει από μακριά. Καθώς περνά η ώρα, σα να παίρνει θάρρος, σηκώνεται και με αργές κινήσεις πλησιάζει την κάμερα με σκοπό να την περιεργαστεί. Όταν τελικά το κάνει, γυρίζει πίσω σαν τρομαγμένη και μπαίνει σε μια ακόμη μικρότερη σπηλιά, το κουτί πάνω στο οποίο αρχικά καθόταν. Ο θεατής μπαίνει στη διαδικασία να αναρωτηθεί ποιο είναι το πραγματικό σπήλαιο, αλλά περισσότερο ποιος είναι ο πραγματικός δεσμώτης, καθώς το οπτικό του πεδίο του απαγορεύει να κατανοήσει τη φύση των αντικειμένων και των κινήσεων της περφόρμερ, η οποία κάνει ένα αργό και επίπονο ταξίδι, όχι πια προς το πλατωνικό αγαθό και τον κόσμο των ιδεών, αλλά προς μια κάμερα η οποία παρακολουθεί την ίδια. Όταν λοιπόν φτάνει κοντά αντιλαμβάνεται πως αυτό που απαιτείται είναι μια βουτιά στον ίδιο της των εαυτό, όπως καλείται να κάνει και ο Ορφέας του Κοκτώ στην ομώνυμη κινηματογραφική εκδοχή του μύθου.

Δέσποινα Ζαχαροπούλου: Corner Time

Η Δέσποινα Ζαχαροπούλου υλοποιεί την περφόρμανς “Corner time” σε έναν κλειστό χώρο, απομονωμένη από τις υπόλοιπες δράσεις του ορόφου. Ο χώρος προσιδιάζει σε κελί και η ίδια εμφανίζεται με φόρμα εργασίας και το κεφάλι της ξυρισμένο, ανάμεσα σε σχοινιά και οικοδομικά υλικά, άλλοτε δεμένη και άλλοτε να σημειώνει στον τοίχο γύψινες κουκίδες. Σαν κρατούμενη του εαυτού της, σε έναν εικαστικό χώρο που θυμίζει αισθητικά τους δυστοπικούς κόσμους του Μπιλάλ, εφαρμόζει σε μια σειρά από μεθόδους και πρακτικές σχετικές με τον διαλογισμό, την αυτοπειθαρχία και τον περιορισμό, με στόχο όπως δηλώνει τη “δημιουργία δυνητικών, πειραματικών καταστάσεων ελέγχου μέσα από το παιχνίδι των πολλαπλών λειτουργιών του βλέμματος”

Στο σημείο αυτό έχει γίνει σαφές ότι το σύνολο των περφόρμανς που παρουσιάζονται στο πλαίσιο του προγράμματος As One, έχουν κάποια κοινά στοιχεία. Οι καλλιτέχνες προσπαθούν μέσα από τις δράσεις τους -οι οποίες αν κανείς αναλογισθεί ότι κρατούν επτά εβδομάδες και οκτώ ώρες την ημέρα ανάγονται αμέσως σε σωματικούς άθλους- να κάνουν ένα επίπονο, αυτοδιερευνητικό ταξίδι.

Παρακινούμενοι από τη μέθοδο Αμπράμοβιτς, οι περφόρμερ περπατούν και κινούνται σαν σε αργή κίνηση και φαίνονται να έχουν κατακτήσει πράγματι ένα υψηλό επίπεδο αυτοσυγκέντρωσης. Αφού, λοιπόν, η μέθοδος Αμπράμοβιτς ακολουθήθηκε από όλους τους καλλιτέχνες σε όλα τα έργα, ας σταθούμε στους λόγους που κατά τη γνώμη μου ξεχώρισαν τα τρία αυτά από τα υπόλοιπα.

Όπως είπαμε, στο συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ιδίωμα, η τέχνη έχει εγκαταλείψει το υλικό αντικείμενο, είναι πλέον “άυλη”. Η παγίδα που κρύβεται στη διανοητικοποίηση, στην οποία αναφερθήκαμε νωρίτερα, έγκειται στο γεγονός ότι καλλιτέχνες και κοινό δείχνουν να συγκεντρώνονται στο στάδιο της σύλληψης του έργου και να ενδιαφέρονται λιγότερο για το στάδιο της απόδοσής του, πράγμα που φυσικά δεν νοείται στις παραδοσιακές μορφές τέχνης. Αν όμως δεν υπάρχει μια αισθητική απόδοση, τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τις καλλιτεχνικές αυτές δράσεις από μια σειρά κοινωνικών πειραμάτων; Τα έργα των Τράμπα, Σταματοπούλου και Ζαχαροπούλου χαρακτηρίζονται από έντονο αισθητικό ενδιαφέρον.

Συγκεκριμένα, η Πανγαία του Τράμπα στήνεται μέσα σε ένα κάδρο, σχεδόν κινηματογραφικό, 6x7 τα χρώματα του οποίου βρίσκονται όχι απλώς σε αλληλουχία, αλλά σε διάλογο με αυτά του μουσείου καθώς τα γύψινα θραύσματα πολλές φορές εκτοξεύονται έξω από το εικαστικό πλαίσιο χρωματίζοντας τον προαύλιο χώρο. Η Σταματοπούλου εμφανίζεται με ένα ροζ φόρεμα μέσα στον λευκό της κύβο θυμίζοντας το μινιμαλιστικό “Think Pink” του αμερικανού Τζον ΜακΚρακεν, ενώ η Ζαχαροπούλου στήνει έναν εικαστικό χώρο που παραπέμπει χρωματικά στην “Τριλογία της Νικοπόλ” των αρχών της δεκαετίας του '80. Τα έργα αυτά επικοινωνούν δυναμικά με την ιστορία της τέχνης και της λογοτεχνίας, σχολιάζοντάς την παράλληλα εύστοχα και κριτικά.

Η θέση της performance art στην ιστορία της τέχνης είναι αν μη τι άλλο σημαντική, γιατί ως ιδίωμα εγείρει ερωτήματα γύρω από τις διαφορετικές πτυχές της ύπαρξης και ενώ είναι προφανές ότι θα ήταν άτοπο να την κρίνουμε με ένα γκρηνμπεργκιανό φορμαλιστικό σύστημα, το οποίο ορίζει ότι η εικαστικές τέχνες οφείλουν να γίνονται αντιληπτές με τη χρήση του βλέμματος και μόνον, είναι σημαντικό να διατηρεί αισθητικούς όρους προκειμένου να γίνεται αντιληπτή ως τέχνη ακόμη και όταν συμβαίνει έξω από τα όρια του μουσείου και της γκαλερί.

Εν κατακλείδι, δεν ξέρω αν το As One μέχρι, μέχρι τώρα τουλάχιστον, κατάφερε να μυήσει το αθηναϊκό κοινό στην τέχνη της περφόρμανς, αλλά αυτό που σίγουρα κατάφερε ήταν να μετατρέψει το μουσείο σε έναν θελκτικό προορισμό για ένα κοινο πολύ ευρύτερο από το συνηθισμένο, το οποίο ήταν μάλιστα πρόθυμο να συμμετάσχει στο σύνολο των δρώμενων. Η τριβή αυτή, από τη φύση της, δεν μπορεί παρά να έχει έναν παιδευτικό χαρακτήρα.

*Ο Αδριανός Τρίκας-Πανδής είναι ιστορικός τέχνης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης