ΑΠΟΨΕΙΣ

Τα ανυποψίαστα χρόνια της Μάρως Δούκα

«Αν ήμουν άλλη και όχι αυτή που αργά και με κόπο σχεδίαζα μέσα μου...»Σχεδιάζοντας και ξανασχεδιάζοντας τον εαυτό με τη «φιλάνθρωπη αρωγή της τέχνης» και λίγη βοήθεια από τους φίλους

 

Μάρω Δούκα, «Τίποτα δεν χαρίζεται», εκδ. Πατάκη, 2016.

Μιλώντας για την κερδισμένη σχέση της με τον Αλέξανδρο Κοτζιά, η Μάρω Δούκα αναφέρει πώς στις κριτικές του για τα δύο πρώτα της βιβλία, την Πηγάδα και το Πού' ναι τα φτερά, την είχε επαινέσει αλλά και κατακεραυνώσει «αλύπητα με επικρίσεις που, αν ήμουν άλλη και όχι αυτή που αργά και με κόπο σχεδίαζα μέσα μου, θα μπορούσαν να με “τοποθετήσουν”, ίσως και για πάντα, ψυχρά απέναντί του» (σελ. 48).

Φανερώνει εδώ αλλά και στη συνέχεια, όταν μιλάει λόγου χάρη για τα φιλικά μαχαιρώματα, μια άλλη πτυχή της ύπαρξης της, δημόσιας και ιδιωτικής, προσωπικής και συγγραφικής -αν μπορούν ποτέ να ισχύσουν τέτοιες διακρίσεις-, την επίμοχθη διαμόρφωση μιας στάσης, μιας κοσμοαντίληψης πέρα από τα αντανακλαστικά και τα αυτονόητα, με ιδιαίτερες ανοχές και αντοχές, με ενσωμάτωση της κριτικής και αγνόηση της μικροψυχίας. Μια στάση που συγκροτείται μέσα από μια διαρκή συνομιλία με τον εαυτό, ένα χαμηλόφωνο και ειλικρινές Εις εαυτόν, σαν του αγαπημένου της Γιώργου Ιωάννου, τον οποίο και το οποίο μνημονεύει, έναν μονόλογο-διάλογο που ενσωματώνει, σε άλλη διάσταση, την ταπεινοσύνη που απαιτεί η γραφή, η λογοτεχνία (σελ. 67). Με μια προσήλωση στο θαύμα που δεν έχει ανάγκη να κρύψει ούτε το τραύμα ούτε τη στραβοτιμονιά και την αδυναμία.

Σπαράγματα αυτού του διαλόγου, υπό μορφή κειμένων, ομιλιών, συνεντεύξεων, ημερολογιακών καταγραφών, αυτοβιογραφικού λόγου, έχουν ήδη κατατεθεί στο Ο πεζογράφος και το πιθάρι του (1992 και 2013), στα Μαύρα λουστρίνια (2005), και τώρα μας προσφέρονται εδώ, στο Τίποτα δεν χαρίζεται. Όλα αυτά τα κείμενα, πολύτιμα παρακείμενα του έργου της αλλά και μαρτυρίες ανεκτίμητες της πολλαπλής νεοελληνικής ιστορίας, πολιτικής, κοινωνικής, πολιτισμικής και λογοτεχνικής, αποκαλύπτουν, όταν τα προσεγγίζει κανείς προσεκτικά, άλλες δύο όψεις της κοσμοθεωρίας και της αισθητικής της. Η πρώτη λέει ότι ο συγγραφέας, ο ποιητής, ξεκινά από τον κόσμο, είναι αναπόδραστα μέσα στον κόσμο, στην εποχή του, στην Ιστορία, δεν μπορεί αλλιώς να φτιάξει τον άλλο κόσμο, της τέχνης, να υποτάξει τη φαντασία και το πάθος στο νόημά της, κατά τον αγαπημένο της Σολωμό. Η δεύτερη ορίζεται από το στίχο του Ανδρέα Εμπειρίκου, «πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου», ως αγαπητική συνοδοιπορία βασισμένη στην καλλιτεχνική συνομιλία. Συμπόρευση σε μια δουλειά κοπιώδη και μοναχική, όπου ο καθένας αναμετριέται κατά πρώτο και κύριο λόγο με τον εαυτό του.

«Ανυποψίαστα χρόνια»;

Δεκέμβρης του 1992 η πρώτη εγγραφή του τόμου. 2005 η τελευταία. Ο πεζογράφος και το πιθάρι του σταματούσε τον Νοέμβριο του 1991. Ο κύκλος αρχίζει και τελειώνει με τον Βιζυηνό και το χρονολόγιο που παρατίθεται στο τέλος καθρεφτίζει αυτές ακριβώς τις όψεις που προαναφέραμε, ότι δηλαδή δεν μπορεί κανείς να διαβάσει τους συγγραφείς και τα έργα τους έξω από τον κόσμο, την Ιστορία, τη λογοτεχνία – και γίνεται έτσι το κείμενο αυτό ένα είδωλο της δικής της δουλειάς στον ίδιο αυτόν τον τόμο που το περιέχει, μετά είκοσι έτη. Ο χρόνος που λείπει ανάμεσα, το 1992, ίσως αμελητέος, ίσως και πιο σημαντικός από τους υπόλοιπους, ας κρατήσουν όμως οι λογοτέχνες και λίγο χρόνο καταδικό τους, περισσότερο χαμένο ή κερδισμένο από τον άλλον, τον πολλαπλά αφηγημένο.

Στο εξώφυλλο, η γραφομηχανή που σίγησε το 1992 ή η καινούργια Olivetti Studio 42 που εσπευσμένα αγοράστηκε για να τελειώσει το κείμενο για τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Εικόνα μιας άλλης εποχής, τόσο κοντινής και τόσο αμετάκλητα περασμένης, κυρίαρχης σε ένα λογοτεχνικό χώρο που, στη μορφή που τον γνωρίζαμε, έπνεε ήδη τα λοίσθια στις αρχές της νέας χιλιετίας - τον χώρο της μεταπολίτευσης που δεν άντεξε την εισβολή της παγκοσμιοποίησης μετά το 1990. Τον έχουν αποτυπώσει με τον δικό τους τρόπο κι άλλοι φίλοι αγαπημένοι της Δούκα, όπως ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης στο Νυχτερινό γυμναστήριο λόγου χάρη, με τις πολλές κοινές αναφορές σε πρόσωπα και κείμενα. Κάποιες σειρές, όπως η εξαιρετική «Σκέψη, Χρόνος και Δημιουργοί», με επιμελητή τον Θανάση Νιάρχο στις εκδόσεις Καστανιώτη, όπου και το Ο πεζογράφος και το πιθάρι του, θα αποτελέσουν σημεία αναφοράς ως προς την πολιτισμική διερεύνηση της εποχής αυτής στο μέλλον.

Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη: από αριστερά Γ. Ζεβελάκης, Χ. Λιοντάκης, Μ. Αναγνωστάκης, Γ.Παπαδάκης.

Το βιβλίο ξεκινά με την αμεριμνησία της δεκαετίας του 1990, τα «ανυποψίαστα χρόνια», όπως τα ονομάζει, όταν το βιβλίο της παρουσιαζόταν μαζί με άλλα στη Μεγάλη Βρετανία, με κατάφορτους μπουφέδες και χαμογελαστά πρόσωπα. Αυτά τα χρόνια, όμως, μόνο ανυποψίαστα δεν είναι για την ίδια, συνειδητά κι ενστικτωδώς. Το κείμενο

«Στη σκιά του Σολωμού», όπου μυθοποιεί, καταπώς λέει, τη σχέση της με την ποίησή του, με τρόπο ανάλογο με εκείνον του χρονολογίου του Βιζυηνού θα λέγαμε εμείς, είναι γραμμένο το 1997 και ξεκινά με μια διερώτηση: «τι θα μπορούσαν σήμερα να σημαίνουν η ρομαντική φύση και το ακοίμητο καλλιτεχνικό αίσθημα του Σολωμού, οι τολμηρότατοι λυρισμοί, το καθαρόν ύφος και η καθολικότητα των ιδεών του. Σήμερα, εννοώ, που πασχίζουμε να προφτάσουμε να δοξαστούμε και που στοιχηματίζουμε να κατακτήσουμε με τα βιβλία μας την Ευρώπη!» (σ. 149). Το 1999, στο κείμενο για τον Κώστα Ταχτσή, μιλά για «αναγνώστες-καταναλωτές-τηλεθεατές». Απατηλά όνειρα ψευδούς συνείδησης που γίνονται αντιληπτά περιγράφονται πολύ νωρίς. Το δώρο όμως στο κείμενο για τον Σολωμό δεν είναι μόνο η επισήμανση της αντίθεσης ανάμεσα στην αφοσίωση στην τέχνη και την προσήλωση στα – ψεύτικα επιπλέον - φώτα της ράμπας, αλλά και το ποίημα που με αγάπη βαθιά και γνώση μεγάλη φτιάχνει η ίδια από σκόρπιους στίχους του Σολωμού (σ. 152), η πιο σύντομη ανθολογία της σολωμικής ποίησης - απέναντι στο μεγαλείο της οποίας η ίδια τοποθετείται καταπώς στέκει στο Βοριά η πετροκαλαμήθρα.

Λίγα μόλις χρόνια πριν, υπό τη σκέπη των στίχων του Σολωμού και πάλι, της ποίησης, είχε περιγράψει το παρόν της διαπλοκής ως κρίση του μέλλοντος στο Εις τον πάτο της εικόνας (1990), σπέρματα της οποίας εντοπίζονταν ακόμη και στην Αρχαία σκουριά, στις θριαμβικές απαρχές της νέας εποχής. «Παρ όλες τις απώλειες, τις κακοτυχίες, τα πένθη, το ένα πάνω και μέσα στ’ άλλο, το 2004 θα είναι μια καλή ευφρόσυνη, αποβλακωτική, χαζοχαρούμενη, φάε, πιες και σκάσε, χρόνια για όλους μας», θα γράψει στις αρχές της νέας χιλιετίας (σ. 276).

Στρατής Τσίρκας, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, http://tsirkas.ekebi.gr/

«Η Ιστορία με κεφαλαίο δεν είναι παρά το σώμα και το αίμα της μικρής ιστορίας του καθενός μας», γράφει στο κείμενο για τον Στρατή Τσίρκα το 1995. Εξού και είναι παρούσα σε κάθε κουβέντα της, σε κάθε κείμενό της, ακόμη και εκείνα που δεν μιλάνε ρητά, υποτίθεται, για την Ιστορία. Στο Εις τον πάτο της εικόνας, ο Κοσκωτάς, η διαφθορά, το ΠΑΣΟΚ, η Αριστερά, η Τιεν-Αν-Μεν, το τείχος του Βερολίνου. Στο Ένας σκούφος από πορφύρα, το Βυζάντιο ως παρόν και πολλαπλό ερμηνευτικό κλειδί. Το μυθιστόρημα Αθώοι και φταίχτες, το 2004, θα προσεγγίσει τη συνύπαρξη με όρους του παρελθόντος φωτίζοντας και πάλι το μέλλον – για να σταθούμε σε όσα έχουν γραφτεί στο διάστημα που καλύπτει η παρούσα συναγωγή· η άλλα προαναγγέλλεται στο τέλος και την περιμένουμε. Η ερμηνευτική της ιστορίας, ως πολιτική θέση, καθαρίζει την όραση, όπως όταν σχολιάζει τα Ματωμένα χώματα το 2000, λέγοντας: «Εδώ και χίλια χρόνια, από τους πρώτους σταυροφόρους και έως σήμερα, με τη μια μορφή ή την άλλη, η Δύση αποφασίζει άμεσα ή έμμεσα για τις τύχες των λαών της Μικρασιατικής Ανατολής» (σ. 210-11). Στα κείμενα του τόμου, η διάλυση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τα βάσανα της Αριστεράς και πάλι, η Γιουγκοσλαβία, ο Οτσαλάν, οι ολυμπιακοί αγώνες. Πλάι στην ποίηση που κατακλύζει τις λέξεις, την ψυχή και το βλέμμα της.

Αρχείο Γιάννη Ρίτσου, http://yannisritsos.gr

«Χειρωναξία και προσευχή»

Καθώς πληκτρολογώ τη συνέντευξη, μου κάνει εντύπωση ότι και πριν από είκοσι χρόνια έλεγα τα ίδια περίπου με αυτά που λέω και σήμερα, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα με τις ίδιες λέξεις, την ίδια σύνταξη», σχολιάζει η Δούκα για μια συνέντευξη του 1996. «Μόνο σε ό,τι αφορά το κάπνισμα άλλαξα», κι ας τη βλέπουμε με το τσιγάρο στο χέρι στη φωτογραφία παραπάνω. Ό, τι συμβαίνει περνά αμέσως στο παρελθόν, γίνεται Ιστορία λέει κάπου.

Επανάληψη λοιπόν. Αλλά επανάληψη ως γονιμοποιός κυκλική επαναφορά σε μια διεργασία βασανιστική και ευφρόσυνη, στον μόχθο του πεζογράφου να φτιάξει τη σύνθεση και την κίνηση, που ορίζουν, όπως λέει την πεζογραφία, με πρώτη ύλη τη ματιά και τα διαβάσματά του, που επίσης ορίζονται κυκλικά. Απόδειξη τα ονόματα που διαρκώς επανέρχονται. Δημήτρης Χατζής, Γιάννης Ρίτσος, Μέλπω Αξιώτη, Άρης Αλεξάνδρου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Στρατής Τσίρκας, Γιώργος Σαββίδης, στο Ο πεζογράφος και το πιθάρι του. Λίγο-πολύ τα ίδια εδώ, με κάποιες μεταβολές μάλλον ποσοτικές παρά ποιοτικές και κάποιες οφειλόμενες προσθήκες. Δεν είναι βέβαια όλα τα κείμενα για όλους της ίδιας θερμοκρασίας. Υπάρχει μια διαβάθμιση, από τον σεβασμό και την αναγνώριση ως τη λατρεία. Κάπου σ’ αυτή την κλίμακα, γεννιέται και το προκλητικό ερώτημα της επίδρασης – αν και όσο μπορεί κάθε φορά να απαντηθεί με ασφάλεια. Πάντως το «καθημερινό, μνημονικό, ονειρικό» του Ρίτσου περιγράφει και τη δικής δουλειά με απόλυτη ακρίβεια. Του ιδίου και η ρήση που τιτλοφορεί τον τόμο: «Τίποτα δεν χαρίζεται». Όλα, η ματιά, η λέξη, ο ρυθμός, τα πάντα κερδίζονται με μόχθο.

Σ’ αυτόν τον μόχθο, την κυκλική κίνηση της επαναφοράς, της διαρκούς επεξεργασίας του κειμένου αλλά και του εαυτού, η ανάγνωση είναι, όπως μας δείχνει, ισότιμη με τη γραφή. Κι οι αναγνώσεις των άλλων, οι τόσο απαραίτητες, του Νίκου, του άντρα της, του Γιάννη Ρίτσου, της Τζένης Μαστοράκη, του Χριστόφορου Λιοντάκη, μοίρασμα και αντίδωρο ψυχής σ΄ αυτή την ατελείωτη πάλη με τις λέξεις που είναι πάλη για τον κόσμο. Γιατί «ο λόγος του λογοτέχνη δεν είναι υπόθεση προόδου ή συντήρησης, αλλά υπόθεση ψυχής. Να ζωντανεύεις τη λέξη σου σημαίνει να την έχεις και να την εννοείς όπως τη ζεις και καθημερινά τη δοκιμάζεις και σε δοκιμάζει.» Χειρωναξία λοιπόν και προσευχή, μάτια ανοιχτά και άγρυπνα, σπόροι γραφής που ωριμάζουν αργά και βλασταίνουν ακόμη πιο αργά αλλά πόσο πλούσια, σκιά προστατευτική των μεγάλων φίλων και τρυφερή αγκαλιά των νεοτέρων. Ίδια πνοή, ίδιος ρυθμός, ίδια η κίνηση του λόγου κι εδώ και στην πεζογραφία της, ίδια τα κείμενα, επαναλήψεις σαν πινελιές χρωματικές όπως αυτές που της δίδαξε και πάλι ο παρηγορητικός και αυστηρός, ο πανταχού παρών Γιάννης Ρίτσος. Μια ενιαία σύνθεση σε πολλούς πίνακες και με διαφορετικές τονικές αποχρώσεις. Μια συλλογή κειμένων που τη φωτίζει, φωτίζοντας στην πραγματικότητα τον ίδιο τον τρόπο της μεγάλης λογοτεχνίας.

*Η Τιτίκα Δημητρούλια είναι Αναπληρώτρια καθηγήτρια ΑΠΘ, κριτικός λογοτεχνίας.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης