ΑΠΟΨΕΙΣ

Από τον καλλιτεχνικό διάλογο στο συλλογικό διαλογικό έργο

«Η σπείρα της Ιστορίας θα ξεδιπλωθεί μέχρι τέλους».

Λέων Τρότσκι

Cross-art performance "Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο", των Medea Electronique, σε συνεργασία με τον με τον Γιάννη Νικολαΐδη, βασισμένη σε ποίηση του Γιάννη Στίγκα.

Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη, κύκλος «Η λογοτεχνία στη σκηνή», (Δευτέρα 30 και Τρίτη 31.1.2017, 21.30).

Μια εξαιρετική πρωτοβουλία...

Όποιος βλέπει την αφίσα της παράστασης σκέφτεται προφανώς αμέσως τη ρώσικη πρωτοπορία. Την φλεγόμενη εκείνη εποχή όπου ο κονστρουκτιβισμός συναντιόταν με τον φουτουρισμό και δημιουργούσε μια διαρκή, τρόπον τινά, πρωτοπορία, κατά τη διαρκή επανάσταση – που στην εποχή μας επανέρχεται δριμύτερη γονιμοποιώντας και τη νέα τέχνη των νέων μέσων, όπως την κάνουν πράξη καλλιτεχνικές κολεκτίβες σαν το Medea Electronique, και τη νεοελληνική ποίηση. Σ’ αυτή τη νέα ποίηση, που κυριολεκτικά εισέβαλε στο λογοτεχνικό πεδίο της νέας χιλιετίας, όχι μόνο ο Μαγιακόφσκι, αλλά μια ολόκληρη εποχή επανεγκαθίσταται εντέλει στην καρδιά του ποιητικού λόγου, διερμηνεύοντας σπαρακτικές αγωνίες ύπαρξης, συνύπαρξης και αναπαράστασης.

H εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία του Ιδρύματος Κακογιάννη – μία από τις πολλές, όπως οι αναγνώσεις του Εντουάρντο Γκαλεάνο στις οποίες θα επανέλθω– να εμψυχώσει τον διάλογο ανάμεσα σε νέους καλλιτέχνες και λογοτέχνες με το ανέβασμα τριών, για αρχή, λογοτεχνικών έργων στη σκηνή – με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει στην Ελλάδα σήμερα – τροφοδοτεί μια συζήτηση που διαρκεί πολλές δεκαετίες και αφορά τη σχέση της λογοτεχνίας με το θέατρο και, ειδικότερα σε σχέση με τη συγκεκριμένη περφόρμανς, τη σχέση της ποίησης με το θέατρο. Την τοποθετεί δε μέσα στο πλαίσιο της γενικευμένης συζήτησης σχετικά με την έννοια του καινούργιου και της πρωτοπορίας στην τέχνη στην Ελλάδα της κρίσης (βλ. επίσης και το κείμενό μου για το εγχείρημα ως ιδέα, http://www.mcf.gr/downloads/3025__tekmiriosis_(4).docx).

Από τη μια λοιπόν οι Medea Electronique, μια καλλιτεχνική συλλογικότητα που έχει δώσει σημαντικά και καινοτόμα δείγματα δουλειάς στο ρευστό πεδίο της σύγχρονης τέχνης, όπου τα νέα μέσα αναδιατάσσουν την έννοια της διακαλλιτεχνικής συνέργειας. Πρόκειται για μια κολεκτίβα με Έλληνες και ξένους μουσικούς, video artists, ζωγράφους και σχεδιαστές, performer και χορευτές, δραματουργούς και επιμελητές, η οποία διαρκώς διευρύνεται και ενσωματώνει – λιγότερο ή περισσότερο αποσπασματικά - έργα της σκέψης και του λόγου από πολύ νωρίς στα σχέδιά της. Η διαφορά με την παρούσα περφόρμανς είναι διαφορά αρχής: η περφόρμανς εκκινεί από το κείμενο και δεν επιλέγονται κείμενα με βάση τον σχεδιασμό ενός έργου. Οι καλλιτέχνες αυτοί επιμένουν στην έννοια του συλλογικού (collective) και όχι του συνεργατικού (collaborative), για λόγους αρχής: την συνδιαμόρφωση των ιδεών και των έργων που συνεπάγεται το πρώτο σε σχέση με την κοινή δουλειά πάνω στην ιδέα ενός, που υποδηλώνει το δεύτερο, όπως εξηγεί ο εις εκ των ιδρυτών της ομάδας Μανόλης Μανουσάκης (Manousakis 2014).

Όλες τις φωτογραφίες μας τις παραχώρησαν οι Medea Electronique. Τους ευχαριστούμε.

Από την άλλη ο Γιάννης Στίγκας, μια από τις πλέον διακριτές φωνές μιας ποιητικής γενιάς που ήδη έχει παραδώσει τη σκυτάλη στην επόμενη. Ποιητής πολιτικός, ανατρεπτικός, ερωτικός, που αναζητά την καθαρή ματιά για να δει τον κόσμο αλλά και την ψυχή και να τα μετασχηματίσει σε καθαρή εικόνα – το επίθετο καθαρός εδώ ουδεμία σχέση έχει με διαύγεια, αλλά μάλλον με ενδελεχή αναπαράσταση της πολυπλοκότητας ως σκοτεινότητας. Η περφόρμανς βασίζεται στη συλλογή του «Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο». Δεν τη δραματοποιεί ούτε τη διασκευάζει και αυτό έχει σημασία, αφού η ειδική έννοια της μεταγραφής ορίζει, κάθε φορά, νομίζω, τα ελάχιστα, έστω και ρευστά, όρια των έργων.

... πολυφωνικής συνομιλίας...

Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Η δεδομένη απορία στην περι-γραφή της ποίησης, την οποία αντιμετωπίζει συστηματικά η κριτική, εδώ πολλαπλασιάζεται εις άπειρον. Στην περφόρμανς ακούγεται η φωνή του Στίγκα να διαβάζει πολύ ωραία, όπως πάντα, την ποίησή του, αλλά σκόρπια, διάσπαρτα, με τους ήχους να σκεπάζουν συχνά τους στίχους, που σπάνε και διαλύονται μέσα στην εκκωφαντική, κάποιες στιγμές, μουσική και ηχητική επένδυση. Ανακύπτει λοιπόν ένα δεύτερο ερώτημα: πόσο προαπαιτούμενη είναι για τον θεατή η γνώση της ποίησης του Στίγκα, κατά πόσο πρέπει κανείς να έχει διαβάσει ή όχι αυτή τη συλλογή που αποτελεί «πρώτη ύλη» για την παράσταση, έναν από τους σημειωτικούς της κώδικες; Κι αν δεν την έχει διαβάσει, πόσο νόημα έχει να τη γνωρίσει μέσα από τη δευτερογενή περιγραφή; Πόσο βοηθάει, λόγου χάρη, να διαβάσει κανείς τα ακόλουθα (γραμμένα στο περιοδικό «Ποιητικά», https://goo.gl/PZR25T):

Φλεγόμενη και πάλι η ποίηση του Στίγκα [...] και εγκόσμια, ριζωμένη στο σήμερα, στην καθημερινότητα και τις επαναλαμβανόμενες κινήσεις της, μες στο μετρό, στο δρόμο για το περίπτερο, μαζί με τους άλλους και με την απουσία τους, σε διαρκή διάλογο με ποιητές παθιασμένους με την άνοιξη, αυτό το κουσούρι που είναι και δικό του, κι άλλους, μάρτυρες του κακού που τάχα έφευγε και το έβλεπαν, πόσο γιγάντιο, να επιστρέφει. Πίσω ολοταχώς στις τεκτονικές εποχές, στον Μαγιακόφσκι της επανάστασης και της αυτοχειρίας, «όταν υποδύεσαι το φεγγάρι / να το υποδύεσαι και στη χάση του», πιο πίσω ακόμη στον λόρδο Βύρωνα και το παρανάλωμα της ζωής του, μπροστά και πάλι, ο Έζρα Πάουντ που βλέπει με τα μάτια της ψυχής το μοιραίο να έρχεται και το κακό να θεριεύει -άραγε αναπόδραστα;–, ενώ ο Αναγνωστάκης καρφώνει εσαεί στίχους πρόκες.

«Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο» είναι μια πολιτική συλλογή που βλέπει πώς η ρωγμή «ξεχειμωνιάζει μες στα φόβητρα» και στην οποία το ποιητικό υποκείμενο ορίζεται ως «ο καλπάζων νους της άλλης γονιμότητας», αψηφώντας όσους ρίχνουν στον Καιάδα του ακατάληπτου όποιον μιλάει για την πατρίδα του. Είναι μια αυτοαναφορική συλλογή, τι κάνει ο ποιητής, πώς και πού στέκεται μες στον κόσμο που ραγίζει πριν γκρεμιστεί με κρότους και λυγμούς και ψίθυρους ακόμη, με λόγο πλήρως αναγνωρίσιμο: εικόνες επικίνδυνα αιχμηρές, που σκίζουν την υφή του ποιήματος και εκτινάσσεται η λέξη κι ο ρυθμός, ζόρικος, σπασμένος, γειωμένος, ψαλμός μαζί και ροκ ριφάκι, οι δυο όχθες, του υποκειμένου και του κόσμου να ενώνονται και να ανοίγουν ξανά και ξανά, ανελέητα, μέσα στην ίδια τη γλώσσα που ανοίγει τους δικούς της γκρεμούς.

Επιπροσθέτως, όπως σχολιάζει και ο γνωστός θεωρητικός του θεάτρου Πατρίς Παβίς, όταν η ποίηση ανεβαίνει επί σκηνής συντελείται μια ριζοσπαστική ανατροπή που αποσταθεροποιεί τον θεατή-αναγνώστη-ακροατή: οι ιδιωτικές, προσωπικές εικόνες της μοναχικής φαντασίας γίνονται δημόσιες και η εκφορά τους αλλάζει στάτους, το ποιητικό υποκείμενο αποκτά σάρκα και οστά και παραπέμπει, συχνά, στον ποιητή. Εδώ όμως δεν πρόκειται για απαγγελία, ο ποιητικός λόγος δεν αποκτά την πρωτοκαθεδρία, εντάσσεται σε μια πραγματωμένη πολυμεσική πολυφωνία, σε μια πολλαπλή διαλογικότητα, η οποία δημιουργεί ένα νέο έργο τέχνης. Και η απάντηση αν και κατά πόσο ο θεατής οφείλει να προσέρχεται προετοιμασμένος στο θέαμα είναι ρητώς αρνητική. Γιατί αυτό που θα δει είναι ένα αυτόνομο, διαλογικό έργο, όπου αντηχούν όλες οι αγωνίες μιας γενιάς, μιας εποχής, αλλά και της ανθρωπότητας στην ιστορική της πορεία, που οδηγεί στην καθ’ έκαστον τέχνη και στο ποιητικό έργο, αλλά απαιτεί τη δική του ιδιαίτερη πρόσληψη.

... και διαλογικής δημιουργίας

Τα υλικά αυτού του νέου έργου, οι τέχνες ως μηχανές αναπαράστασης και αυτοαναπαράστασης, κι ο κόσμος, σε μια σκηνή που καταργεί τα όρια ανάμεσα στο πριν και το μετά και παρουσιάζει το έργο την ώρα και με τον τρόπο που δημιουργείται. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι μέχρι κεραίας σχεδιασμένο. Τα απτά υλικά: εικόνες, ήχοι, μουσικές, φωνές, κινήσεις. Εικόνες, που αναπαριστούν όχι τους στίχους, αλλά όσα αυτοί εμπεριέχουν σπερματικά και τα αναπτύγματά τους θα μπορούσαν, δυνάμει, να ξεδιπλωθούν στον νου. Στατικές και κινούμενες εικόνες που χτίζονται πάνω σε άλλες εικόνες, συνειρμικά, που αγκιστρώνονται σε μια λέξη, σε ένα όνομα, στον Μαγιακόφσκι που τόσο συχνά πια επιστρέφει στη νεότερη ποίηση, σφραγίζοντας την εισβολή σ’ αυτήν και στην εποχή μαζί της Ιστορίας και της ασφυξίας. Ενεργοποιούν όλο το φάσμα των αναπαραστάσεων που το όνομα αυτό, εν προκειμένω, ανακαλεί, με όρους που αναφέρονται στην εποχή του, κονστρουκτιβισμός, πολιτική αφίσα, προπαγάνδα, πόλη, πόλη, πόλη, ηλεκτρισμός – αυτό το θαύμα, τεχνολογία, έρωτας, θάνατος, επανάσταση και ποίηση καμωμένη σε τεντωμένο σκοινί.

Ήχος και μουσική, της βίας και της διάψευσης, της κρίσης και της καταγγελίας, της μοναξιάς και της εξέγερσης, της εποχής και πάλι, κάποιες στιγμές στη διαπασών, χιμάνε πάνω στον θεατή, κανονική γροθιά στο στομάχι, ενώ οι εικόνες εναλλάσσονται με καταιγιστικό ρυθμό. Διαστέλλοντας τα όρια της αντίληψης; Κίνηση, χορός, που κατακτά τον χώρο της σκηνής και φέρνει το ενσώματο υποκείμενο του λόγου και του Λόγου στο επίκεντρο, στις πραγματικές του διαστάσεις, με σάρκα και αίμα, με την υπέροχη ομορφιά του ευάλωτου κορμιού που είναι τόσο εύθραυστο, όπως σε ένα βαθμό νιώθει ο θεατής στο δικό του σώμα μέσα από την ένταση της οπτικοακουστικής εμπειρίας. Η ανηφόρα του έρωτα, που οδηγεί στα σπλάχνα της αγαπημένης στην ποίηση του Στίγκα, το θαύμα της συνάντησης με τον άλλον, ακόμη και τίμημα το πένθος της αποχώρησής του.

Κι η αυτοαναφορικότητα της ποίησης του Γιάννη Στίγκα; Που διαρκώς αναρωτιέται πώς ακονίζεται και πώς καρφώνεται η λέξη, πώς σημαίνει και δεν λέει μόνο, πώς ξεπερνάει τον σκόπελο του κενού και της παλλιλογίας που ακυρώνει το νόημα, πώς φτιάχνεται ένας λόγος φλεγόμενος που πυρπολεί; Ακούγονται οι στίχοι, κάποιοι στίχοι, και χτίζουν γέφυρα με το τραπέζι πάνω στη σκηνή, όπου δημιουργείται, ενώπιον του κοινού, το έργο που βλέπουμε. Ηλεκτρικά κυκλώματα σε μικρογραφία και μικρομηχανές που απεικονίζονται μεγεθυμένα στην οθόνη, απλές κινήσεις που αλλάζουν τις εικόνες ή τις τρέχουν στο πανί, παράγουν τους ήχους και τους συντονίζουν με τις κινήσεις των προσώπων – ή και όχι, στήνουν τις ιστορίες και τις ξετυλίγουν με επιμέλεια και μοναδική ακρίβεια. Φτωχή μεγάλη τέχνη, εξίσου εφικτή με τους στίχους που χρειάζονται μόνο ένα μολυβάκι, όπως έλεγε ο Γιάννης Ρίτσος;

Στόχος: η αναδημιουργία του κόσμου, ενός κόσμου, έστω και εφήμερου, όπου η συνέχεια να αναδέχεται ή και να υποδέχεται την ασυνέχεια, η τέχνη να είναι και μηχανική κατασκευή, η ποίηση να συναρτάται προς την ποιητική βίωση του κόσμου και της αναπαράστασής του, αναγόμενη σε θεμελιακή ηθική κατηγορία που συνεισφέρει στην ανανέωση της αναπαραστατικής λειτουργίας καθαυτήν.

Η θέση του Ρολάν Μπαρτ ότι το θέατρο είναι κάτι σαν κυβερνητική μηχανή έμοιαζε εδώ να ενσαρκώνεται στο πεδίο πια των νέων μέσων. Για να φέρει την ποίηση μέσα στην περφόρμανς και με τη σειρά της να την επικαθορίσει, αναζωογονώντας τους κώδικές της – ένα διαρκές αίτημα του θεάτρου στην ποίηση – και καταφάσκοντας στον Βιτέζ και το αίτημά του όλα να γίνονται θέατρο. Ή περφόρμανς. Ή μια φούγκα της νέας εποχής, που κατασκευάζει στην πολυφωνικότητά της ένα διαρκώς διαφεύγον νόημα, προσωπικό και συλλογικό και παρασύρει και τον θεατή στη μουσική της. Αυτή η φούγκα είναι όντως έργο συλλογικό, με τον Γιάννη Στίγκα να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κολεκτίβας στην εν λόγω δημιουργία, που αποτελεί μια άλλη πρόταση για το πώς η ποίηση –μπορεί να – γονιμοποιεί τις άλλες τέχνες, και το αντίστροφο.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Ποίηση: Γιάννης Στίγκας (εκδόσεις Μικρή Άρκτος, 2012)
Δραματουργία: Αγγελική Πούλου, Παναγιώτης Γουμπούρος
Επιμέλεια κίνησης: Γιάννης Νικολαΐδης
Visuals: Παναγιώτης Γουμπούρος
Μουσική: Μανώλης Μανουσάκης
Επιμέλεια φωτισμών: Δημήτρης Μπαλτάς
Προβολή – Επικοινωνία: Γιώργος Κατσώνης yorgos@medeaelectronique.com

Performers: Γιάννης Νικολαΐδης, Μάγδα Καυκούλα

* Η Τιτίκα Δημητρούλια είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και κριτικός λογοτεχνίας.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης