FOCUS

Η Λευκορωσία που γνώρισα: Σαν «φάντασμα» της Σοβιετικής Ένωσης

Διαδηλωτές στο Μινσκ κρατούν πορτρέτα φυλακισμένων και εξαφανισμένων ακτιβιστών της αντιπολίτευσης κατά τη διάρκεια μιας «Ημέρας Αλληλεγγύης», στις 16 Αυγούστου 2010. ΑΠΕ-ΜΠΕ / EPA / Photographer STR

Το καλοκαίρι του 2010 μια ομάδα περίπου δέκα ευρωπαίων δημοσιογράφων είχαμε την τύχη να επισκεφθούμε τη Λευκορωσία.

Η δημοσιογραφική εκείνη αποστολή διοργανώθηκε από το European Journalism Centre (EJC) με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ήμασταν οι πρώτοι δημοσιογράφοι από χώρες της ΕΕ που μπαίναμε στη χώρα αυτή για να συνομιλήσουμε με εκπροσώπους της αντιπολίτευσης, δημοσιογράφους, συνδικαλιστές, μη-κυβερνητικές οργανώσεις και στελέχη της κυβέρνησης.

Δεν μας είχε ειπωθεί επισήμως, αλλά από το γεγονός και μόνο ότι το καθεστώς Λουκασένκο είχε επιτρέψει να γίνει η δημοσιογραφική αυτή αοστολή καταλαβαίναμε ότι επρόκειτο για μία προσπάθεια εκ μέρους του, όχι ακριβώς ανοίγματος στη Δύση, αλλά επίδειξης καλής θέλησης. Μία προσπάθεια να δείξει στη διεθνή κοινή γνώμη ότι η Λευκορωσία είναι μία «κανονική» χώρα, που απλώς δεν επιθυμεί πολλά «πάρε-δώσε» με τη Δύση.

Ο χρόνος στην Λευκορωσία πάγωσε της στιγμή της διάλυσης της ΕΣΣΔ. Πέραν από το γεγονός ότι δεν υπήρχε πλέον ο κομμουνισμός, όλα τα υπόλοιπα ελάχιστα είχαν αλλάξει όταν φτάσαμε στο Μινσκ κι ας ειχαν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από το τέλος της Σοβιετικής Ενωσης. Η ίδια δεν υπήρχε, το φάντασμά της όμως είχε επιλεξει τη Λευκορωσία.

Από το ταξίδι εκείνο πέρασε πολύς καιρός, κάποια πράγματα άλλαξαν, αλλά για τη Λευκορωσία ο χρόνος μοιάζει να έχει άλλα μεγέθη, να ρέει πιο αργά. Άλλωστε η γενική πολιτική κατάσταση στη χώρα φαίνεται να έμεινε έκτοτε σχεδόν αμετάβλητη. Ως εκ τούτου οι πρώτες εντυπώσεις που αποκομίσαμε τότε εξακολουθούν να έχουν τη δική τους σημασία ακόμη και σήμερα.

Επιγραμματικά -και παραλείποντας πολλές σημαντικές λεπτομέρειες χάριν συντομίας- η εικόνα της Λευκορωσίας ήταν η εξής:

Η βαριά Ιστορία

Η Λευκορωσία είναι μία χώρα όπου αισθάνεται κανείς έντονα το βάρος της Ιστορίας: Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Οκτωβριανή Επανάσταση και ο Εμφύλιος, η ίδρυση της Λευκορωσικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, ο διαμελισμός μεταξύ Πολωνίας και ΕΣΣΔ προπολεμικά, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο ο χώρα υπέστη τις μεγαλύτερες καταστροφές από όλες τις σοβιετικές δημοκρατίες. Η χώρα έχασε το 25% του πληθυσμού της, καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς (το 85% των υποδομών της και πάνω από 1 εκατ. κτίρια), βρέθηκε στο επίκεντρο των πιο σκληρών μαχών του Ανατολικού Μετώπου. Ακολούθησε η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, της οποίας τα σημάδια όμως παραμένουν ζωντανά, πιο ζωντανά από οποιαδήποτε άλλη πρώην Σοβιετική Δημοκρατία.

Φωτογραφία: Γιάννης Μανδαλίδης

Η αντιπολίτευση

Η αντιπολίτευση στην Λευκορωσία, πέραν από τη σκληρή καταστολή του καθεστώτος, έχει να αντιμετωπίσει επιπλέον και εγγενείς αδυναμίες της. Την εποχή που βρεθήκαμε στη Λευκορωσία, η αντιπολίτευση ήταν διασπασμένη και ο πολιτικός της λόγο δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αξιόπιστος.

Στην προσπάθειά της μάλιστα να απορρίψει το σοβιετικό παρελθόν, επιχειρούσε -και απ’ ό,τι φαίνεται ακόμη επιχειρεί- την ανάγνωση της Ιστορίας με εθνικούς όρους για να δομήσει έναν εθνικό μύθο που θα αποτελέσει τη νέα εθνική ταυτότητα των Λευκορώσων.

Για το σκοπό αυτό υιοθετεί στοιχεία ιστορικής αναφοράς στα βάθη του παρελθόντος, στο μεγαλείο του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας, μέρος του οποίου ήταν οι περιοχές της σημερινής Λευκορωσίας. Ενός παρελθόντος όμως που ελάχιστα ερείσματα μπορεί να βρει στη σημερινή πραγματικότητα της χώρας. Έχει όμως διακριτά όρια από το πρόσφατο σοβιετικό παρελθόν, αλλά και τις κοινές εθνικές και ιστορικές ρίζες με τους Ρώσους. Η υιοθέτηση του εμβλήματος του έφιππου της Παονίας, του Σταυρού της Αγίας Ευφροσύνης του Πόλοτσκ, της ερυθρόλευκης εθνικής σημαίας κ.ά. αποτελούν όλα προσπάθειες δημιουργίας μίας νέας συλλογικής ταυτότητας.

Φωτογραφία: Γιάννης Μανδαλίδης

Στο ίδιο πλαίσιο, δημιουργίας εθνικής συνείδησης είναι και η προσπάθεια της εθνικιστικής αντιπολίτευσης για εργαλειοποίηση της χρήσης της λευκορωσικής γλώσσας, έναντι της ρωσικής γλώσσας,. Η επικράτηση της δεύτερης είναι συντριπτική, αφού ομιλείτε από περίπου το 70% των Λευκορώσων. Οι δύο γλώσσες, παρά τις μικρές -ή μεγάλες κατά άλλους- διαφορές τους, έχουν πολύ στενή συγγένεια. Ωστόσο, ακόμη και ο ίδιος ο Λουκασένκο, στο πλαίσιο ενός πολιτικού τακτικισμού, όχι μόνο έναντι της ανιτπολίτευσης που έχει κάνει το θέμα της γλώσσας «σημαία» της, αλλά και έναντι της Μόσχας, δεν διστάζει τα τελευταία χρόνια να μιλά δημόσια στα λευκορωσικά.

Όσον αφορά στην περιβόητη στήριξη της αντιπολίτευσης από τη Δύση, παρά τις δημόσιες τοποθετήσεις αξιωματούχων της ΕΕ κατά του καθεστώτος Λουακσένκο, στελέχη της αντιπολίτευσης που συναντήσαμε την εποχή εκείνη, κάθε άλλο παρά αισθάνονταν ότι είχαν στο πλευρό τους την Ευρώπη. Η στήριξη αυτή: α) είτε δεν ήταν ικανή για να αλλάξει των ρου των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων, β) είτε λειτουργούσε ως άλλοθι για το καθεστώς προκειμένου να εντείνει την καταστολή, γ) είτε δεν έβρισκε ερείσματα σε έναν λαό που φοβόταν την αλλαγή, για λόγους που εξηγούνται παρακάτω.

Φωτογραφία: Γιάννης Μανδαλίδης

Ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες

Τα ζητήματα που άπτονται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας του λόγου ήταν εκείνα τα οποία εθίγησαν περισσότερο κατά την επίσκεψή μας. Μας μιλούσαν με την αγωνία να μπορέσουν να μας μεταδώσουν όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσαν στον λιγοστό χρόνο που είχαν μαζί μας, με την ελπίδα ότι μιλώντας σε ξένους δημοσιογράφους αυτοί θα μετέφεραν στο εξωτερικό τις πληροφορίες τους για το τι συνέβαινε στη χώρα.

Κάποιοι μιλούσαν δημόσια, δείχνοντας ότι έχουν ξεπεράσει τον φόβο των διώξεων, άλλοι όμως έψαχναν ευκαιρία να μας μιλήσουν κατ’ ιδίαν, χωρίς την παρουσία της συνοδού ή του οδηγού του πούλμαν που μας είχε παραχωρηθεί, έναντι των οποίων υπήρχε και από εμάς και από τους συνομιλητές μας καχυποψία.

Κάποιοι από τους Λευκορώσους δημοσιογράφους που μιλήσαμε είχαν ήδη «φιλοξενηθεί» στις φυλακές του καθεστώτος και κάποιοι άλλοι περίμεναν διώξεις και καταδίκες.

Πολλές ήταν οι καταγγελίες εκ μέρους της αντιπολίτευσης για σκληρή καταστολή εν όψει των εκλογών του Δεκεμβρίου της ίδια χρονιάς.

Γίναμε επίσης αποδέκτες καταγγελιών για πιέσεις, δυσμενή μεταχείριση, απολύσεις και δικαστικές διώξεις κατά εργαζομένων που έκαναν εγγραφή σε ανεξάρτητα συνδικάτα.

Πέραν από τους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και την κρατική καταστολή, οι πιο σκληρές καταγγελίες αφορούσαν στις εξαφανίσεις αντιφρονούντων και τις συνθήκες κράτησης. Όπως μας είπαν, συχνά ο τόπος κράτησης των συλληφθέντων παρέμενε άγνωστος, ενώ στην πιο ακραία περίπτωση της εκτέλεσης θανατοποινιτών, οι οικογένειες των καταδίκων δεν μάθαιναν πού και πότε θανατώνονταν οι συγγενείς τους, ούτε πού γινόταν η ταφή τους.

Σε ένα άλλο επίπεδο, εκείνο που επίσης μας έκανε εντύπωση, προερχόμενοι μάλιστα και από χώρες της ΕΕ, ήταν το γεγονός ότι για να κάνουμε χρήση του Internet έπρεπε να αγοράσουμε χρόνο πρόσβασης από το ταχυδρομείο δίνοντας τα στοιχεία της ταυτότητάς μας. Πρακτικά αυτό σήμαινε ότι οι αρχές, αν επιθυμούσαν, μπορούσαν να έχουν γνώση για τους δικτυακούς τόπους που επισκέπτονταν ο καθείς από εμάς οποιαδήποτε στιγμή. Σαφώς και υπάρχουν τεχνολογικά εργαλεία για να γίνει αυτό και με άλλους τρόπους, αλλά ο συγκεκριμένος ομολογουμένως είναι ένας εύκολος τρόπος.

Η οικονομία

Την εποχή της ΕΣΣΔ η Λευκορωσία διέθετε ανεπτυγμένη βιομηχανία. Πολλές από τις βαριές βιομηχανικές μονάδες είχαν εγκατασταθεί στη ΣΣΔ της Λευκορωσίας και αυτή η κληρονομά έμεινε προίκα στη χώρα μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, στις 8 Δεκεμβρίου του 1991. Μεταλλουργία, πετροχημικά, λιπάσματα, τύρφη, κατασκευή βαρέων οχημάτων και γεωργικών μηχανημάτων, παραγωγή χαρτιού, επεξεργασία ξύλου κ.ά. είναι βασικοί τομείς της βιομηχανίας. Έγιναν προγράμματα ιδιωτικοποίησης, ωστόσο διατηρείται ο κρατικός έλεγχος σε σημαντικές βιομηχανικές μονάδες, ακόμη και σε αυτές που ιδιωτικοποιήθηκαν.

Η βαριά αυτή βιομηχανία πάντως δεν κατάφερε να εκσυγχρονιστεί, δεν είναι ανταγωνιστική με κριτήρια ελεύθερης αγοράς. Παραμένει σχεδόν αμετάβλητη από τη σοβιετική εποχή.

Δεν είναι όμως μόνο αυτή η αδυναμία: Η επιβίωσή της λευκορωσικής βιομηχανίας εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη συνέχιση των χαμηλών τιμών που εφαρμόζει η Ρωσία στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που εξάγει στη Λευκορωσία. Τα λευκορωσικά προϊόντα εξάγονται κατά κύριο λόγο σε αγορές της Κεντρικής Ασίας, σε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και την Κίνα, όπου είναι ανταγωνιστικά. Οι συναλλαγές της Λευκορωσίας με την ΕΕ αντιστοιχούν σε λιγότερο από 20% του συνόλου του εξωτερικού εμπορίου της χώρας, όταν το ίδιο ποσοστό με τη Ρωσία προσεγγίζει το 50%.

Για αυτό και οι όποιες οικονομικές κυρώσεις εκ μέρους της ΕΕ δεν θα είχαν σημαντικές επιπτώσεις για τη Λευκορωσία, ενώ η ενεργειακή εξάρτηση της βιομηχανίας της από τη Μόσχα μεταφράζεται και σε πολιτική εξάρτηση.

Για παράδειγμα, όταν το 2014 η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία, ο Λουκασένκο απέφυγε να την στηρίξει ανοιχτά, σε μια προσπάθεια να αποφύγει να νομιμοποιήσει τη ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία, μία χώρα η οποία παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την Λευκορωσία στη μετα-σοβιετική εποχή. Στην αντίπερα όχθη, ακριβώς για τους ίδιους λόγους, μία στήριξη από τον Λουκασένκο θα ήταν για τον Πούτιν σημαντικό πλεονέκτημα. Ο Λουκασένκο πλήρωσε την απροθυμία του με αναστολή της συμφωνίας για φτηνό πετρέλαιο από την Μόσχα και βρέθηκε η Λευκορωσία στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης.

Αυτή ωστόσο η οικονομία, με το φτηνό πετρέλαιο έναντι ρωσικής«φιλίας», προσφέρει στα 9 και πλέον εκατομμύρια των Λευκορώσων ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής, εκπαίδευσης, υπηρεσιών υγείας, βασικά αγαθά και… ένα γερμανικό κατά προτίμηση αυτοκίνητο από δεύτερο χέρι. Η χώρα είναι «παράδεισος» για τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα.

Φωτογραφία: Γιάννης Μανδαλίδης

Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι που είχαμε συνομιλήσει σε εκείνη την επίσκεψη μας, αλλά και απλοί πολίτες, εμφανίζονταν ιδιαίτερα διστακτικοί όταν τους ετίθετο το υποθετικό ερώτημα εάν επιθυμούσαν την ένταξη της χώρας τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πιο χαρακτηριστική απάντηση που λάβαμε ήταν ότι «η Λευκορωσία δεν θα γίνει Ρουμανία». Υπενθυμίζεται ότι η Ρουμανίας είχε πρόσφατα ενταχθεί την εποχή εκείνη στην ΕΕ και στα διεθνή μέσα ενημέρωσης κυκλοφορούσαν ρεπορτάζ για τις σκηνές της απόλυτης φτώχειας στους δρόμους της.

Τα σημάδια του σοβιετικού παρελθόντος

Εκείνο όμως που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση από εκείνο το ταξίδι στη Λευκορωσία ήταν ότι η χώρα έμοιαζε με ένα ανοικτό μουσείο της σοβιετικής εποχής. Σαν ένα τεράστιο θεματικό πάρκο.

Η ΕΣΣΔ ήταν ακόμη ζωντανή στη Λευκορωσία, όμως μόνο στα εξωτερικά της χαρακτηριστικά. Από τα κτίρια και τα μνημεία μέχρι τη νοοτροπία του κόσμου, τον τρόπο της κοινωνικής και της κρατικής οργάνωσης, είχαμε την αίσθηση ότι βρισκόμασταν στη Σοβιετική Ένωση. Έλειπε όμως κάτι: ο κομμουνισμός. Διέκρινες τη σκιά του όχι, όμως και τον ίδιο. Ήταν παρόν σαν φάντασμα.

Φωτογραφία: Γιάννης Μανδαλίδης

Εκεί που οι δείκτες του ρολογιού είχαν εντελώς σταματήσει το 1991 ήταν στα βόρεια της χώρας. Ο χρόνος εκεί είναι μία έννοια σχετική, κυλάει πιο αργά. Όσο απομακρυνόμασταν από το Μινσκ το τοπίο γινόταν «τολστοϊκό». Λίμνες, απέραντα δάση, χωράφια, ξύλινα σπίτια, αγροτική ζωή και αραιά και που σοβιετικά σύμβολα και ταμπέλες που ξέμειναν και ρώσικοι σταυροί. Και μετά το Ναβαπολάτσκ, μια πόλη καθαρά σοβιετική. Η πόλη που έχτισαν τα μέλη της Κομσομόλ. Η «καρδιά» της βιομηχανίας πετρελαίου και χημικών της χώρας, με κτιριακά μπλοκ σοβιετικής αισθητικής, με σφυροδρέπανα και αγάλματα του Λένιν να κοσμούν δημόσιους χώρους.

Η υποδοχή που μας επιφύλαξαν οι δημοτικές αρχές ήταν εξίσου κινηματογραφική με το τοπίο. Αγχωμένη η δήμαρχος -πιθανώς πρώτη φορά υποδεχόταν στην πόλη της ξένους επισκέπτες- μας μιλούσε στα ρωσικά για την ιστορία της πόλης, για τη συμβολή της στην οικονομία της χώρας. Στο πλευρό της μία κομισάριος της κυβέρνησης… Όπως τις παλιές εποχές… Με τη διαφορά ότι τώρα η κομισάριος δεν ήταν του Κόμματος αλλά της κυβέρνησης. Παλιές συνήθειες που δεν ξηλώνονται εύκολα. Πιο εύκολα ξηλώθηκε ο κομμουνισμός παρά οι βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες.

Φωτογραφία: Γιάννης Μανδαλίδης

Στη Λευκορωσία είδαμε κόσμο που νοσταλγούσε τον κομμουνισμό και κόσμο που τον ταύτιζε με το καθεστώς Λουκασένκο, κόσμο που ήθελε να φύγει στη Δύση, συναντήσαμε αναθεωρητές των πιο σκοτεινών στιγμών της ευρωπαϊκής ιστορίας, νέους που ονειρεύονταν μια ελεύθερη χώρα, ανθρώπους συμβιβασμένους και υποταγμένους και άλλους που βρίσκονταν σε ιδεολογική σύγχυση, που παρά τη μεγάλη αφοσίωσή τους στα «πιστεύω» τους, καταλαβαίναμε εμείς οι -πιο «πονηρεμένοι»- δυτικοί ότι πρόκειται για ιδέες που θα εργαλειοποιηθούν συγκυριακά και αργά ή γρήγορα «οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης