FOCUS

Σβάλμπαρντ: Το CNN Greece στο βορειότερο κατοικημένο μέρος του πλανήτη - Κάτω από το βόρειο σέλας

Από τις φωτογραφίες, τα Σβάλμπαρντ φαίνονται ένα απίστευτης φυσικής ομορφιάς μέρος. Και είναι.

Είναι ταυτόχρονα ένα μέρος στο οποίο δεν ισχύει σχεδόν κανένας από τους συμβατικούς κανόνες της ανθρώπινης διαβίωσης. Κι όμως, πολλοί άνθρωποι έχουν φτιάξει εδώ τη ζωή τους. Και τους δικούς τους κανόνες, κανόνες που υπαγορεύει το ίδιο το φυσικό περιβάλλον.

Ζώντας και πεθαίνοντας στον Αρκτικό κύκλο

Οι κίνδυνοι της ζωής εδώ είναι πολλοί και πολύ πραγματικοί. Ειδικά το χειμώνα.

Και περιλαμβάνουν διάφορα ακραία, όπως να πέσει το σνόουμομπιλ σου σε πάγο που θα σπάσει και να πέσεις σε χαράδρα ή στον αρκτικό ωκεανό από κάτω, να πάθεις κρυοπαγήματα, να χαθείς σε μια ξαφνική χιονοθύελλα (γι αυτό όλοι εδώ κυκλοφορούμε με φωσφορίζοντα γιλέκα), να κοπεί το ρεύμα και να παγώσεις, να πέσεις σε καλυμμένο από χιόνι χάσμα ή να σε φάει αρκούδα.

Τα σνόουμομπιλ και τα έλκυθρα είναι το χειμώνα ο μόνος τρόπος μετακίνησης. Το νησί έχει ένα πολύ περιορισμένο οδικό δίκτυο, μόλις 40 χιλιομέτρων και αυτό αποσπασματικό. Οι τέσσερις οικισμοί δεν επικοινωνούν μεταξύ τους οδικώς.

Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν με ανησυχητική συχνότητα. Ο αρκτικός κύκλος δεν είναι το φυσικό μας περιβάλλον και επιπλέον δεν είναι καθόλου φιλικός προς εμας.

Προσπαθούμε να τον κάνουμε όμως.

Αν δεν σου συμβούν όλα αυτά, στο μικροσκοπικό κέντρο του Λονγκγιερμπίεν έχεις διάφορες επιλογές για να περάσεις τη μέρα σου, ή τέλος πάντων τις δύο ώρες που είναι σχεδόν μέρα και τις υπόλοιπες ώρες που είναι νύχτα: Έχει ένα μίνι εμπορικό κέντρο, 3 καφέ, 5-6 μπαρ-εστιατόρια και ένα αμιγές μπαρ, τα οποία λειτουργούν με κάπως παράξενο ωράριο. Τα μισά κλείνουν στις 4 το μεσημέρι και τα άλλα μισά ανοίγουν στις 7 το απόγευμα.

Στο ενδιάμεσο μπορείς να πας για tax free ψώνια, για σουβενίρ, ή στο Μουσείο, το οποίο είναι πολύ ενδιαφέρον και κατατοπιστικό τόσο για την ιστορία των νησιών, όσο και για τη φυσιολογία και το υπέδαφός τους.

Την παράσταση σε αυτό κλέβει φυσικά η ταριχευμένη αρκούδα, η οποία σου δίνει μια ιδέα για το τι (δεν θες να) αντιμετωπίσεις σε περίπτωση τετ α τετ συνάντησης.

Στο Μουσείο υπάρχει και πάρα πολύ υλικό από τη δραστηριότητα των φαλαινοθήρων και των ανθρακωρύχων, όμως, υλικό που διηγείται μια πολύ σκληρή ιστορία:

Πόσο μακριά, από κάθε άποψη, μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος για τα χρήματα.

Και για την επιβίωση, σε συνθήκες που φαίνονται σχεδόν αδύνατες.

Πόσο ακριβό μπορεί να είναι ένα μήλο;

Στο Λόνγκγιερμπίεν υπάρχει ένα σούπερμάρκετ όλο κι όλο, στο οποίο τα μήλα είναι πιο ακριβά από το σολωμό, κοστίζουν ενάμιση ευρώ. Το ένα. Γενικά και παρά τις φοροαπαλλαγές και την απουσία ΦΠΑ, τα πάντα είναι πολύ ακριβά, κάτι που έχει λογική, αφού αερομεταφέρονται. Στο Όσλο πάλι, όπου πλήρωσα 27 ευρώ για ένα καπνό και 10 ευρώ για μισό λίτρο μπύρα, δεν βρήκα καμία λογική.

Στο φαρ ουέστ του βορρά, πριν μπεις στο σούπερ μάρκετ καλό θα ήταν να αφήσεις έξω το όπλο σου.

Η εστίαση στο Λόνγκγιερμπίεν είναι αρκετά υψηλού επιπέδου. Και το φαγητό. Μπορείς να φας ένα απλό και «φτηνό» μπέργκερ (20 ευρώ μίνιμουμ εννοούμε όταν λέμε φτηνό) ή να δοκιμάσεις τοπική κουζίνα επιπέδου Μισελέν, γκουρμέ βρύα προς κάτι εξωφρενικά ποσά.

Κάπου απευθύνονται κι αυτά και είναι προφανές στο που: στα Σβάλμπαρντ υπάρχει και υψηλου επιπέδου τουρισμός, ο οποίος πληρώνει πάνω από 300 ευρώ τη βραδιά για να μείνει στο Ράντισον, υπάρχουν όμως και άνθρωποι που δεν αναζητούν την πολυτέλεια, αλλά απλά την εμπειρία.

Μπορείς να κάνεις φτηνό τουρισμό εδώ;

Η γρήγορη απάντηση είναι όχι.

Εκτός αν δεν κανεις απολύτως τίποτα. Δεν τρως, δεν πίνεις, δεν καπνίζεις, δεν κάνεις δραστηριότητες, τίποτα.

Σε σχέση με το Όσλο, όπου έχει κυριολεκτικά χαθεί η μπάλα από την ακρίβεια, κάποια πράγματα είναι πιο φτηνά, λόγω φοροεξαίρεσης, το αλκοόλ ας πούμε, το οποίο είναι αυτονόητο ότι οι κάτοικοι και οι επισκέπτες τιμούν δεόντως.

Το σούπερ μάρκετ είναι ένα μικρό σοκ: Τα «χρυσά» τοματίνια έχουν 23 ευρώ το κιλό. Το ελληνικό ελαιόλαδο, το οποίο πωλείται σε συσκευασίες των 200ml έχει 35-50 ευρώ το λίτρο. Ο μοσχαρίσιος κιμάς 25 ευρώ το κιλό. Και πάει λέγοντας.

Σε γενικές γραμμές η Νορβηγία είναι λογικά το ακριβότερο μέρος του πλανήτη, δεν υπάρχει καμία σχέση κόστους και τιμής σε αγαθά και υπηρεσίες, είναι πραγματικά τρελό. Όπως και οι μισθοί βέβαια...

Κατά τα λοιπά, στα Σβάλμπαρντ πίνεις πολύ ωραίες μπύρες από νερό παγετώνα, τρώς πολύ νόστιμο μπέργκερ από κρέας ταράνδου και ακόμη πιο νόστιμη καπνιστή φάλαινα, ο καφές είναι παντού σιχαμένος, αλλά είδα και ένα από τα τρία πιο ενημερωμένα σε ποτά μπαρ του πλανήτη. Ο μερακλής ιδιοκτήτης έλειπε στη Νορβηγία για δουλειές, ο υπεύθυνος, όμως, ένας Κροάτης που μένει στα Σβάλμπαρντ 6 χρόνια, μου είπε ότι είναι θέμα τιμής να μην ζητήσει πελάτης κάτι και αυτό να μην υπάρχει στην κάβα του μαγαζιού.

Ναι, κάποια ποτά αξίζει να φτάσεις στο τέλος του κόσμου για να τα αναζητήσεις...

Τον ρώτησα, από περιέργεια, πόσα χρήματα παίρνει. 4.000 ευρώ το μήνα, μου είπε και από εκείνη τη στιγμή άρχισα να ρωτάω τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν κανένα θέμα να σου απαντήσουν: Ο πυροσβέστης του χωριού παίρνει 3.500 ευρώ (τι χρειάζεται ο πυροσβέστης σε ένα μέρος χωρίς βλάστηση, απόρησα, για περιπτώσεις φωτιάς στα κτίρια μου απάντησε, λογικά είναι η πιο ξεκούραστη δουλειά στον κόσμο), η ρεσεψιονίστ 4.000 (αυτό είναι σαν ταρίφα στην εστίαση), ο μηχανικός πετρελαίων 10.000 το μήνα και μια νοσοκόμα που καθόταν δίπλα μου στο αεροπλάνο, 3.500 ευρώ το μήνα. Όταν της είπα ότι ο αντίστοιχος μισθός στην Ελλάδα είναι κάτω από 1000 ευρώ, με ρώτησε με αυθεντική και καλοπροαίρετη απορία:

«Και πώς ζείτε;»

Δεν είχα απάντηση.

Η εστίαση στο Σβάλμπαρντ κλείνει στις 2 το βράδυ. Μετά καλό είναι να πάρεις ταξί, κανείς δεν περπατάει εκείνη την ώρα, η μακρινότερη διαδρομή, στα 2,5 χιλιόμετρα, όσο είναι και το μήκος του οικισμού, κοστίζει 12 ευρώ.

Προσέξτε: Αν για κάποιο λόγο θέλετε να πάτε στα Σβάλμπαρντ, πέρα από ζεστά ρούχα και τα κατάλληλα παπούτσια θα πρέπει να έχετε μαζί σας οπωσδήποτε δύο πράγματα.

Το ένα είναι όμορφες κάλτσες. Στο Λόνγκγιερμπίεν όλοι βγάζουν τα παπούτσια τους όταν μπαίνουν σε σπίτια και ξενοδοχεία, ή ακομη και στη δημόσια βιβλιοθήκη, στα σχολεία και άλλα κτίρια. Είναι μια συνήθεια που τους έχει μείνει από την εποχή των ανθρακωρύχων, προκειμένου να μην λερώνονται τα σπίτια με στάχτη.

Το άλλο είναι πιστωτική ή χρεωστική κάρτα. Πήγα κι έφυγα από τη Νορβηγία και δεν είδα ποτέ ούτε τι χρώμα έχουν οι κορώνες. Κυριολεκτώ. Στο Λόνγκγιερμπίεν, τα περισσότερα μαγαζιά δεν δέχονται καν μετρητά.

Ούτε αστυνομία είδα ποτέ. Σε μια τόσο κλειστή κοινότητα είναι αυτονόητο ότι συγκεκριμένες μορφές εγκληματικότητας απλά δεν υπάρχουν. Δεν είναι ότι δεν μπορείς να παρανομήσεις. Είναι ότι δεν έχεις πουθενά να κρυφτείς...

Το μοναδικό «έγκλημα» που έχουν να μου διηγηθούν στο γραφείο του Κυβερνήτη είναι ένας μεθυσμένος Ουκρανός που μπήκε πρόπερσυ στη μοναδική τράπεζα και τους είπε ότι θέλει να κάνει ληστεία. Είναι η βορειότερη ληστεία τράπεζας που έχει γίνει ποτέ, στη βορειότερη τράπεζα του κόσμου, στην οποία δεν ξέρω καν τι πήγε να κλέψει ο άνθρωπος, λογικά δεν έχει καθόλου μετρητά.

Όταν δικάστηκε, ομολόγησε ότι προτιμούσε μερικούς μήνες σε νορβηγική φυλακή παρά μια ακόμη μέρα στο ρωσικό οικισμό ανθρακωρύχων του Μπάρεντσμπουργκ.

Και όντως, όποιος καταδικάζεται για κάποια αξιόποινη πράξη στο Λόνγκγιερμπίεν μεταφέρεται σε φυλακές της νορβηγικής ενδοχώρας, εδώ δεν υπάρχουν κρατητήρια.

Για τους μόνιμους κατοίκους, πάντως και τουλάχιστον για εκείνους του Λόνγκγιερμπίεν, η ζωή έχει μια απόλυτη κανονικότητα.

Η βιβλιοθήκη του οικισμού αποτελεί ταυτόχρονα και μέρος συνάντησης διάφορων πολιτιστικών ομάδων, ενώ έχει και μεγάλο παιδικό τμήμα. Στο ίδιο κτίριο, το Πολιτιστικό Κέντρο, λειτουργεί και κινηματογράφος.

Υπάρχουν τα πάντα: Νηπιαγωγείο, σχολείο και πανεπιστήμιο, γυμναστήριο με πισίνες και κλειστά γήπεδα, βιβλιοθήκη, εκκλησία, Κέντρο Τέχνης, κ.λπ.

Η εκκλησία του οικισμού, υπάγεται στον επίσκοπο του Τρόμσε, στην Εκκλησία της Νορβηγίας και είναι Λουθηρανική.

Και στην τελική, το Τρόμσε είναι μόλις μιάμιση ώρα και 50 ευρώ μακριά, 100-150 ευρώ και τέσσερις ώρες το Όσλο.

Όταν πετάει το αεροπλάνο... Διότι το χειμώνα ειδικά, οι χιονοθύελλες δεν είναι καθόλου σπάνιες και οι πτήσεις συχνά σταματούν.

Έπρεπε να υπάρχουν τα Σβάλμπαρντ;

Και φτάνουμε στο μεγάλο ερώτημα: Θα έπρεπε να υπάρχουν τα νησιά Σβάλμπαρντ; Όχι ως νησιά, αλλά ως κατοικημένη περιοχή;

Είναι δεδομένο ότι ο άνθρωπος εδώ δεν είναι στο φυσικό του περιβάλλον. Φαίνεται από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει παρά το γεγονός ότι έχει πλέον στη διάθεσή του τόσα μέσα επιβίωσης.

Το σχολείο, δημοτικό και γυμνάσιο, ενώνεται με κλειστή δίοδο (δεξιά) με το τεράστιο γυμναστήριο της πόλης, το οποίο έχει πισίνα, κλειστά γήπεδα και σάουνες. Ακριβώς από πίσω υπάρχει γήπεδο ποδοσφαίρου, προφανώς μόνο για τους καλοκαιρινους μήνες.

Τα Σβάλμπαρντ δεν έχουν γηγενή ανθρώπινο πληθυσμό. Είμαστε εισαγόμενοι και παραμένουμε εδώ ως εισβολείς.

Τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος είναι πολλά και πολύ αυστηρά. Τα παλιά ορυχεία καθαρίζονται πλήρως, τα πάντα απομακρύνονται και η γη αποδίδεται και πάλι στη φύση. Αυτό συμβαίνει αυτήν την εποχή στο τεράστιο ορυχείο της Σβεαγκρούβα, το οποίο έκλεισε πρόσφατα και στο οποίο εργάζονται δεκάδες άνθρωποι για τον καθαρισμό του περιβάλλοντος.

Όμως, για πόσο και κατά πόσο μπορούν όλα αυτά τα μέτρα να προστατεύσουν το αρχιπέλαγος από την ανθρώπινη παρουσία;

Το ενεργειακό αποτύπωμα που αφήνουν εδώ οι άνθρωποι είναι τεράστιο. Οι δύο ημερήσιες πτήσεις και μόνο, σκεφτείτε πόσο καταστροφικές είναι για ένα τόσο εύθραυστο οικοσύστημα, το οποίο έτσι κι αλλίως είναι σε κίνδυνο.

Τα «Γκαλάπαγκος του βορρά» όπως ονομάζονται τα Σβάλμπαρντ λόγω της ιδιαίτερης πανίδας τους, είναι σε κίνδυνο. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι όταν ξεκινούν οι κρουαζιέρες, οι άνθρωποι που έρχονται εδώ είναι πολύ περισσότεροι από όσους μπορεί να αντέξει ο τόπος.

Έχουν παρατηρηθεί πολλά φαινόμενα εκδρομέων που με πλοιάρια πηγαίνουν σε απομακρυσμένες περιοχές και δέχονται επιθέσεις από αρκούδα, κάτι όχι παράλογο, αφού εισβάλουν στο σπίτι της.

Οι προσπάθειες να περιοριστούν οι ανθρώπινες δραστηριότητες έρχονται σε σύγκρουση με την ανάγκη των νησιών να είναι βιώσιμα. Αν σταματήσει και ο τουρισμός, τότε πράγματα οι κάτοικοι εδώ θα είναι απλά επιδοτούμενοι ακρίτες χωρίς κανένα λόγο ύπαρξης.

Η συζήτηση για πιθανή εγκατάλειψη των νησιών επανέρχεται κάθε τόσο. Ιδιαίτερα από όσους ενδιαφέρονται αυθεντικά για το περιβάλλον, ή το μέσο Νορβηγό φορολογούμενο, ο οποίος έχει σε μεγάλο βαθμό δίκιο: Ο ίδιος πληρώνει για να παραμείνουν τα νησιά ζωντανά, την ώρα που κάτοικοι και επιχειρήσεις εδώ δεν πληρώνουν φόρους, αλλά απολαμβάνουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες.

Είναι, όμως, πολύ απίθανο να συμβεί.

Η Σοβιετική Ένωση «πάγωσε» στο χρόνο

Γιατί το κάνει, λοιπόν, αυτό η Νορβηγία;

Πολύ απλά διότι όπως προείπαμε εάν δεν υπάρχει εδώ νορβηγικός οικισμός, κινδυνεύει να χάσει την κυριαρχία της στα νησιά. Η κυριαρχία αυτή βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι υπάρχουν Νορβηγοί πολίτες και είναι η πλειονότητα. Εάν αυτοί φύγουν και πλειονότητα γίνουν οι πολικές αρκούδες, είναι προφανές ότι αυτές δεν είναι Νορβηγοι πολίτες και έτσι η χώρα ίσως χάσει κάθε κυριαρχικό δικαίωμα.

Το οποίο θα διεκδικήσουν με απόλυτη βεβαιότητα οι Ρώσοι, οι οποίοι διατηρούν τους παλιούς οικισμούς ανθρακωρύχων Πιραμίντεν και Μπάρεντσμπουργκ εν ζωή και δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να φέρουν όσους ανθρώπους χρειάζεται για να «αναγεννήσουν» αυτές τις πόλεις που σήμερα είναι αρκτικά οικιστικά φαντάσματα.

Σοβιετικός αρκτικός ρεαλισμός στο Μπάρεντσμπουργκ.

Το Μπάρεντσμπουργκ είναι ο μόνος μόνιμα κατοικούμενος ρωσικός οικισμός μετά την οριστική εγκατάλειψη του Πιραμίντεν, το 1998. Είναι μια εταιρική πόλη: όλες οι εγκαταστάσεις ανήκουν στην Arktikugol, που εκμεταλλεύεται το τοπικό ανθρακωρυχείο.

Εκτός από τις εγκαταστάσεις εξόρυξης, η Arktikugol έχει ανοίξει ένα ξενοδοχείο και κατάστημα με σουβενίρ για τους τουρίστες που κάνουν ημερήσιες εκδρομές από το Λόνγκγιερμπίεν. Το χωριό διαθέτει σχολείο, βιβλιοθήκη, αθλητικό κέντρο, κοινοτικό κέντρο, πισίνα, αγρόκτημα και θερμοκήπιο. Ο πληθυσμός υπολογίζεται στους 450 ανθρώπους.

Το Πιραμίντεν διαθέτει παρόμοιες εγκαταστάσεις, αλλά είναι εγκαταλελειμένο και σε αυτό παραμένουν μόνο λίγοι εργαζόμενοι για να συντηρούν τις υποδομές και να λειτουργούν το ξενοδοχείο που υπάρχει εκεί. Οι δύο οικισμοί είναι χτισμένοι με το χαρακτηριστικό μεταπολεμικό σοβιετικό αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό ύφος.

Εδώ βρίσκεται και το βορειότερο άγαλμα του Λένιν για τους λάτρεις της στατιστικής, ή του σοβιετικού ρεαλισμού.

Το πιο ενδιαφέρον αρχιτεκτονικά, είναι το γεγονός ότι τα παλιότερα σπίτια τόσο του Μπάρεντσμπουργκ όσο και του Πιραμίντεν είχαν χτιστεί αποκλειστικά από κορμούς δέντρων που ξεβράζει το ρεύμα από τη Σιβηρία.

Σήμερα οι κορμοί αυτοί είναι προστατευόμενοι, καθώς αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής μελέτης. Οι ανατολικές ακτές του Σπιτσμπέργκεν είναι γεμάτες από αυτούς.

Οι δυτικές, πάλι, είναι γεμάτες από σκουπίδια που φέρνει το ρεύμα του Κόλπου του Μεξικού που κάπου εδώ τελειώνει την πορεία του.

Οι κάτοικοι βγαίνουν στις ακτές τα καλοκαίρια και μαζεύουν τα σκουπίδια. Μου λένε ότι συχνά βρίσκουν πλαστικό από τη νότια Αμερική ή τη δυτική Ευρώπη και δεν είναι σκουπίδια από τα καράβια.

Στο Πιραμίντεν και το Μπάρεντσμπουργκ μπορείς να πας από το Λόνγκγιερμπίεν είτε με πλοίο το καλοκαίρι, είτε με σνόουμομπιλ το χειμώνα.

Πριν από λίγα χρόνια ένα πλοίο από το Μπάρεντσμπουργκ έφτασε στο Λόνγκγιερμπίεν φορτωμένο με «σκουπίδια», αντικείμενα και οικοδομικά υλικά που είχαν ξηλωθεί από ένα ορυχείο που έκλεισε. Ένας Νορβηγός αρχιτέκτονας τα πήρε και δημιούργησε εξολοκλήρου από αυτά το Kroa, ένα εστιατόριο και μπαρ στο Λόνγκγιερμπίεν, το οποίο πράγματι σε μεταφέρει στην εποχή των ανθρακωρύχων.

Τη συγκεκριμένη περίοδο οι ρωσικοι οικισμοί είναι αποκλεισμένοι, διότι πλοίο δεν πάει πλέον, αλλά δεν υπάρχει και αρκετό χιόνι για μετακίνηση από ξηράς. Μετά από ένα δυστύχημα με σνόουμπομπιλ, στο οποίο τέσσερις Ρώσοι έχασαν τη ζωή τους πέρυσι όταν έσπασε ο πάγος, τα μέτρα ασφαλείας για τις μεταφορές έχουν γίνει πολύ πιο αυστηρά. Οι Ρώσοι κάτοικοι αερομεταφέρονται με ελικόπτερα, μικρά αεροσκάφη, ή ιδιωτικά πλοιάρια. Η Ρωσία διατηρεί προξενείο στο Μπάρεντσμπουργκ και ναι, είναι η βορειότερη διπλωματική αποστολή στον κόσμο.

Η Ρωσία είναι εδώ και οι Νορβηγοί το ξέρουν.

Η άτυπη διαμάχη ανάμεσα στη Ρωσία και τη Νορβηγία κλιμακώθηκε το Σεπτέμβριο του 2010 όταν οι δύο χώρες υπέγραψαν μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις συνθήκη για τον καθορισμό του ορίου μεταξύ του Αρχιπελάγους του Σβάλμπαρντ και του Αρχιπελάγους της Νόβαγια Ζεμλιά, που βρίσκεται στα ανατολικά. Η συμφωνία λαμβάνει υπόψη τις σχετικές θέσεις των αρχιπελάγων και βέβαια η όλη διαφορά προέκυψε λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος για την εκμετάλευση του πετρελαίου στην Αρκτική.

Το γεγονός ότι τα Σβάλμπαρντ είναι αποστρατικοποιημένη ζώνη είναι μάλλον καλό με δεδομένες τις συνθήκες.

Το μόνο σώμα που επιχειρεί εδώ είναι η νορβηγική ακτοφυλακή που κυνηγάει τους λαθραλιείς, ενώ όλα τα άλλα τα έχει αναλάβει ο Κυβερνήτης του νησιού, διορισμένος από το νορβηγικό κράτος, που είναι υπεύθυνος σχεδόν για τα πάντα: Από το νόμο και την τάξη ως τις περίπλοκες σχέσεις με τους Ρώσους γείτονες, οι οποίοι μεταξύ άλλων αμφισβητούν την αποκλειστική ΑΟΖ της Νορβηγίας γύρω από τα νησιά, ενώ θέλουν πάρα πολύ να αρχίσουν να ψάχνουν για πετρέλαιο εκεί γύρω, κάτι που -ακόμη- απαγορεύεται λόγω της νορβηγικής κυριαρχίας και των κανονισμών περί προστασίας του περιβάλλοντος.

Σε ανθρώπινο επίπεδο, Ρώσοι και Νορβηγοί συμβιώνουν σχετικά πολιτισμένα, αν και δεν πολυσυμπαθιούνται. Όλοι ξέρουν, όμως, ότι η ισορροπία ανάμεσα στις δύο χώρες είναι πολύ λεπτή και εύθραυστη στα Σβάλμπαρντ.

Όσο και ο πάγος που λιώνει...

Πώς είναι να ζεις στο απόλυτο σκοτάδι;

Είναι ένα ερώτημα που δεν απαντιέται σε μια εβδομάδα, αν και κάποιοι από τους επισκέπτες παραπονούνται ότι όταν επιστρέφουν στα σπίτια τους έχουν ήπια συμπτώματα κατάθλιψης.

Αυτήν την εποχή στα Σβάλμπαρντ έχει περίπου 2-3 ώρες φως. Όχι ήλιο, φως. Ο ήλιος δεν ανεβαίνει πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα, με συνέπεια όταν έχει καθαρό ουρανό το φως να είναι περίπου όπως σε μας αρκετά μετά τη δύση του ηλίου. Όταν έχει συννεφιά, μετά βίας βλέπεις ακόμη κι αυτές τις τρεις ώρες χωρίς τεχνητό φως.

Γι αυτό και όλες οι φωτογραφίες που βλέπετε είναι τόσο σκοτεινές, είναι ίσως το μόνο πρόβλημα αυτήν την εποχή του χρόνου.

Οι μόνιμοι κάτοικοι, από την άλλη, λένε ότι έχουν συνηθίσει απόλυτα σε αυτήν τη συνθήκη και δεν τους ενοχλεί. Κάποιοι λένε ότι τους ενοχλεί περισσότερο το καλοκαίρι, όταν ο ήλιος δεν δύει ποτέ. Στα «αρκτικά διαμερίσματα» οι κάτοικοι το καλοκαίρι σφραγίζουν τα παράθυρα με πάνελ ή με κουρτίνες οι οποίες από τη μια πλευρά έχουν ύφασμα και από την άλλη αλουμινόχαρτο, για να μπορέσουν να κοιμηθούν.

Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, τα Σβάλμπαρντ θα βυθιστούν σε απόλυτο σκοτάδι και για τρεις μήνες δεν θα υπάρχει ούτε αυτό το ελάχιστο φως.

Σε κάθε περίπτωση είναι παράξενο πράγματι να σκοτεινιάζει εντελώς στις 2 το μεσημέρι, το βιολογικό ρολόι αποσυντονίζεται σταδιακά, νοιώθεις ότι η μέρα τελείωσε ενώ η μέρα μόλις έχει αρχίσει.

Το ιδιο συμβαίνει και το πρωί που ξυπνάς και δεν έχει φως και νομίζεις ότι είσαι στη μέση της νύχτας. Όλοι οι επισκέπτες μετά τη δεύτερη μέρα παραπονούνται για ανεξήγητη κούραση και υπνηλία.

Δεν ξέρω αν συνηθίζεται αυτό.

Προσωπικά, πάντως, δεν άκουσα κανέναν να παραπονείται εδώ για την έλλειψη φωτός, βέβαια αν κάποιος έχει πρόβλημα δεν θα έρθει να ζήσει στο Σπιτσμπέργκεν.

Ακόμη και οι πολλοί ασιάτες (Φιλιππινέζοι και Ταϊλανδοί κυρίως) που ζουν κι εργάζονται στο Λόνγκγιερμπίεν, οχι απλώς δεν παραπονούνται, αλλά είναι και πολύ ευτυχείς. Όταν τους ρωτάς γιατί είναι εδώ, η απάντηση είναι πάντα η ίδια: «Έχω δουλειά, καλά χρήματα και μια πολύ αξιοπρεπή ζωή».

Οι άνθρωποι στην άκρη του κόσμου

Η ανθρωπογεωγραφία του Λόνγκγιερμπίεν είναι ίσως πιο ενδιαφέρουσα ακόμη κι από την ίδια τη φύση που σε περιβάλλει εδώ. Οι άνθρωποι είναι φιλικοί και ευπροσήγοροι, δεν αρνούνται να φωτογραφηθούν και να μιλήσουν μαζί σου, καθένας τους έχει να σου διηγηθεί μια εντελώς διαφορετική ιστορία.

Τίποτε απ' όλα αυτά, όμως, δεν είναι το πιο σημαντικό. Το πιο σημαντικό που καταλαβαίνεις εδώ είναι η δύναμη της ανθρώπινης κοινότητας.

Την πέμπτη μέρα μου στο Λόνγκγιερμπίεν κι αφού είχα δει όλα τα «αξιοθέατα» και είχα πιεί όλες τις μπύρες και είχα απολαύσει με το παραπάνω την καθημερινή βόλτα από τη μια άκρη του οικισμού ως την άλλη, με καλό καιρό, ήπια θερμοκρασία (όχι κάτω από -10) και σκέψεις ότι τελικά σιγά, δεν είναι και τόσο δύσκολα τα πράγματα εδώ, ξαφνικά όλα άλλαξαν.

Πάνω από τα Σβάλμπαρντ συναντώνται -ή καλύτερα, συγκρούονται- το θερμό ρεύμα του βόρειου Ατλαντικού και τα ψυχρά ρεύματα της Αρκτικής. Κι έτσι, ένα απόγευμα, περίπου στις 7, ο ήπιος καιρός τελείωσε και μέσα σε δευτερόλεπτα ο αρκτικός κύκλος έδειξε τα πραγματικά του δόντια.

Για μένα ήταν περίπου σαν το τέλος του κόσμου, αν και έχω παρελθόν σε βόρειες χώρες.

Αυτό εδώ δεν είναι βόρεια χώρα. Είναι ακριβώς το περιβάλλον στο οποίο οι εξερευνητές της Αρκτικής -αλλά και της Ανταρκτικής στα νότια- έχασαν τις ζωές τους και αρκετοί άνθρωποι εξακολουθούν να τις χάνουν, όσο κι αν προσέχουν, όσο κι αν θεωρούν τους εαυτούς τους έτοιμους για όλα.

Δεν είσαι ποτέ αρκετά έτοιμος για το γεγονός ότι μπορεί να σε παρασύρει η χιονοθύελλα, ότι το κατάλυμά σου μπορεί να εκκενωθεί από στιγμή σε στιγμή, ότι η θερμοκρασία μπορεί να πέσει κατά 20 βαθμούς μέσα σε μερικά λεπτά της ώρας.

Ήταν ακριβώς η συγκυρία στην οποία κατάλαβα αυτό που άκουσα απ' όλους τους ανθρώπους που συνάντησα εδώ: «Είμαστε κοινότητα».

Άνθρωποι από 60 διαφορετικές χώρες όχι απλώς συνυπάρχουν, αλλά φροντίζουν ο ένας τον άλλον, αδιαφορώντας για κάθε διαφορετικότητα, ή έστω βάζοντάς την στην άκρη: Καταλαβαίνουν ότι η επιβίωση όλων εξαρτάται από τη συνεργασία αυτή.

Κατά τη διάρκεια του λοκντάουν, οι δυνατότεροι πήγαιναν φαγητό στους πιο αδύναμους.

Ο εμβολιασμός στα Σβάλμπαρντ φτάνει το 100% σε όλους πάνω από τα 12 χρόνια. Δεν μπαίνεις στα νησιά χωρίς πιστοποιητικό. Προστατεύονται. Τις τελευταίες μέρες παρουσιάστρηκαν κάποια -προφανώς εισαγόμενα- κρούσματα και η κοινότητα αμέσως κινητοποιήθηκε.

Όταν μια γυναίκα μένει έγκυος, φροντίζουν ώστε να καταφέρει να πάει να γεννήσει κοντά στην οικογένειά της όσο μακριά κι αν είναι αυτή. Στα Σβάλμπαρντ δεν γεννιέται κανείς, δεν υπάρχει μαιευτική κλινική.

Γιατί δεν μπορείς να πεθάνεις στα Σβάλμπαρντ;

Το ίδιο συμβαίνει κι όταν πεθαίνει κάποιος, προσπαθούν να ταφεί στη χώρα του, στο Σβάλμπαρντ δεν υπάρχει νεκροταφείο, ο παγετός έχει την κακή συνήθεια να μην επιτρέπει στα πτώματα να λιώσουν, αλλά συχνά να τα «σπρώχνει» και προς την επιφάνεια. Το παλιό νεκροταφείο είναι πίσω από τη μοναδική εκκλησία και οι άνθρωποι που θάφτηκαν εκεί είναι τα 11 θύματα της ισπανικής γρίππης και οι αρκετοί ανθρακωρύχοι που σκοτώθηκαν στα ορυχεία. Ο τελευταίος άνθρωπος που θάφτηκε στο νησί, πέθανε το 1950.

Ο βασικός λόγος που σταμάτησαν να θάβουν τους ανθρώπους εδώ ήταν ο φόβος ότι επειδή οι νεκροί δεν αποσυντίθενται, μαζί με τα σώματά τους επιβιώνει και ο ιός που τους σκότωσε.

Το οποίο φυσικά δεν ισχύει παρά μόνο σε σενάρια φαντασίας, όπως αυτό της αμερικανικής σειράς Fortitude, η οποία μιλάει για έναν προϊστορικό ιό που «ξυπνάει» όταν ξεθάβονται κάτι μαμούθ. Η σειρά εξελίσσεται στον φανταστικό νορβηγικό οικισμό Fortitude, που είναι στην πραγματικότητα το Λόνγκγιερμπίεν.

Επειδή, όμως, όλα αυτά όντως δεν ισχύουν, από το 2022 θα μπορεί κάποιος να πεθάνει εδώ αν το επιθυμεί, το Δημοτικό Συμβούλιο σχεδιάζει τη δημιουργία νέου νεκροταφείου.

Στο Λόνγκγιερμπίεν δεν υπάρχει ούτε μονάδα εντατικής θεραπείας, οι ηλικιωμένοι και οι βαριά άρρωστοι πηγαίνουν στο Τρόμσε. Γι αυτό και η κοινότητα είναι σχετικά νέα σε ηλικία, υπάρχουν ελάχιστοι κάτοικοι πάνω από τα 65. Στον αντίποδα, υπάρχουν πάρα πολλά παιδιά.

Όταν τελείωσε η εξόρυξη, το νορβηγικό κράτος κατάλαβε ότι ο μόνος τρόπος για να κρατήσει ζωντανό το Λόνγκγιερμπίεν ήταν να το μετατρέψει από μια αντρική κοινότητα ανθρακωρύχων σε μια οικογενειακή κοινότητα που θα αναζητούσε το μέλλον της σε πιο συμβατικά μονοπάτια. Η πόλη αναγεννήθηκε, άνοιξαν δουλειές, ήρθαν γυναίκες, δημιουργήθηκαν οικογένειες, αλλά και το Πανεπιστήμιο, το UNIS, μια εστία νεανικου αίματος και έρευνας.

Το UNIS, πέρα από ένα πολύ ζωντανό εκπαιδευτικό ίδρυμα, είναι και εστία έρευνας, κυρίως για θέματα που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος και την κλιματική αλλαγή.

Η δύναμη της ανθρώπινης κοινότητας

Το βράδυ που ξέσπασε μέσα σε δευτερόλεπτα η αρκτική καταιγίδα, ήμουν σε ένα εστατόριο. Οι άνθρωποι εκεί κατάλαβαν αμέσως την ανησυχία μου: Πώς θα επέστρεφα στο ξενοδοχείο; Θα μπορούσε ταξί ή οποιοδήποτε όχημα να περάσει από τη χιονοθύελλα;

«Μην ανησυχείς, εδώ δεν αφήνουμε κανέναν έτσι. Κάπου θα σε κοιμήσουμε αν δεν μπορείς να επιστρέψεις». Επέστρεψα τελικά, βρήκαν εκείνοι τον τρόπο, αλλά η βεβαιότητα ότι είμαι σε ένα μέρος όπου οι άνθρωποι «δεν αφήνουν κανέναν έτσι», έκανε πολλή ώρα να «κάτσει» μέσα μου.

Και έφερε μια συνειδητοποίηση. Για το ανθρώπινο είδος ο πραγματικός εχθρός έρχεται απ' έξω. Εδώ, ζεις αυτή τη βεβαιότητα πιο πολύ από πουθενά.

Η ανθρώπινη κοινότητα είναι αυτή που πάντα μας έσωζε και πάντα θα μας σώζει. Στον κόσμο της άνεσης και της «ασφάλειας» και του ανταγωνισμού που ζούμε, το έχουμε ξεχάσει.

Ίσως μια εβδομάδα στον Αρκτικό Κύκλο θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική για όλους μας. Θα είχαμε να μάθουμε πολλά από τους ανθρώπους που ζουν εδώ.

Τα μυστικά του βορρά

Για μας τους νότιους, ο μακρινός βορράς είναι γεμάτος «μυστικά».

Όσα κρύβονται πίσω από την ομίχλη και τους πάγους είναι ένα μεγάλο μυστήριο.

Ένα μυστήριο που φωτίζεται από τα «βόρεια φώτα», το πολικό Σέλας, την εξωπραγματική Aurora Borealis, που στα Σβάλμπαρντ δίνει τον καλύτερό της εαυτό αυτήν την εποχή, χορεύοντας ασταμάτητα πάνω από τα απέραντα παγωμένα και έρημα τοπία.

Το όνειρο όσων έρχονται εδώ είναι φυσικά να δουν το Βόρειο Σέλας. Πολλές μέρες μπορεί να «παίζει» μαζί σου και να κρύβεται πίσω από τα σύννεφα ή απλώς να μην θέλει να εμφανιστεί. Όταν, τελικά, εμφανίζεται, όμως, καταλαβαίνεις γιατί κάθε προσμονή και όλα τα χιλιόμετρα με όλα τα μέσα του κόσμου αξίζουν τον κόπο.

Ένα μυστήριο που «ταΐζεται» από το σκοτάδι του μεγάλου χειμώνα, τα παράξενα ζώα, την απόλυτη, εκκωφαντική ησυχία, αλλά και τους θρύλους των αρχαίων σκανδιναβών που ακόμη και οι ίδιοι, αν και φοβεροί και τρομεροί κατακτητές για τους άλλους τόπους και λαούς, δεν κατάφεραν ποτέ να τιθασεύσουν και να σταματήσουν να φοβούνται το δικό τους τόπο...

Και τούτος είναι πράγματι ένας τόπος που δεν μπορείς ποτέ να τιθασεύσεις και δεν θα σταματήσεις ποτέ να φοβάσαι. Γιατί αν σταματήσεις να τον φοβάσαι, πολύ απλά θα σε σκοτώσει.

Τι βρίσκεις τελικά στα Σβάλμπαρντ, εκτός από την απόλυτη αρμονία της φυσικής ομορφιάς;

Την απάντηση στο γιατί μπορεί κανείς να θέλει να έρθει στην άκρη του κόσμου.

Όλοι οι άνθρωποι που συνάντησα εδώ, κάτοικοι κυρίως, αλλά και οι λιγοστοι χειμερινοί επισκέπτες, έχουν να πουν τη δική τους ιστορία. Είναι ιστορίες φυγής. Από το θόρυβο, τη φτώχεια, την αστική καθημερινότητα, κάποιο παρελθόν, τον εαυτό τους ίσως.

Είναι όμως, πάνω απ' όλα, ιστορίες αναζήτησης: Το Σβάλμπαρντ είναι το μέρος όπου οι άνθρωποι αναζητούν, καθένας για τους δικούς του λόγους, το τελευταίο σύνορο.

Το μεγάλο στοίχημα είναι εάν θα μπορέσει να παραμείνει τέτοιο.

Μέχρι τότε, λένε οι ίδιοι τις ιστορίες τους:

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης