ΧΡΗΜΑ

2023: Η χρονιά του ακριβού χρήματος

Τα κεντρικά γραφεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Φρανκφούρτη AP Photo

Όταν τον Ιούλιο του 2022 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έβαζε τέλος στο «δωρεάν χρήμα», κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τη συνέχεια.

Μέσα σε λίγο περισσότερο από έναν χρόνο, και μετά από 10 συνεχόμενες αυξήσεις, τα επιτόκια του ευρώ κατέγραψαν τη μεγαλύτερη άνοδο στην ιστορία τους. Με στόχο την τιθάσευση του πληθωρισμού, η Κριστίν Λαγκάρντ έθεσε σε εφαρμογή το πιο σκληρό πρόγραμμα ποσοτικής σύσφιξης στην ιστορία της.

Οδηγώντας εν τέλει το βασικό επιτόκιο του ευρώ στο 4,5% και αυτό της αποδοχής καταθέσεων στο 4%. Μετατρέποντας έτσι το 2023 στη «χρονιά» του ακριβού χρήματος. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους δανειολήπτες αλλά και τις επιχειρήσεις που έχουν βρεθεί στη μέγγενη των ακριβών επιτοκίων.

Μάλιστα, νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα βρεθούν, όπως όλα δείχνουν, αντιμέτωπα με το ακριβό χρήμα για μεγάλο χρονικό διάστημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι ο Euribor 6μήνου διαμορφώνεται σήμερα στο 3,935%, ενώ αυτό του 12μήνου στο 3,725%. Με άλλα λόγια, κρίνοντας από τη διατραπεζική αγορά, δεν αναμένεται αποκλιμάκωση στο αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα.

Την ίδια άποψη συμμερίζεται και η πλειονότητα των αναλυτών, οι οποίο εκτιμούν ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν τουλάχιστον στα σημερινά επίπεδα για ολόκληρο το 2024, χωρίς να αποκλείουν το ενδεχόμενο να χρειαστεί να φτάσουμε και στα μέσα του 2025 μέχρι να έρθει η αποκλιμάκωση.

Και μολονότι η Κριστίν Λαγκάρντ από την Αθήνα έβαλε τέλος στο σερί ανόδου των επιτοκίων του ευρώ, μετά από 10 συνεχόμενες αυξήσεις, ξεκαθάρισε σε όλους τους τόνους ότι το «ακριβό χρήμα» ήρθε για να μείνει. Σύμφωνα με τους αναλυτές, τουλάχιστον για το πρώτο εξάμηνο του 2024 τα επιτόκια θα κινηθούν στα σημερινά επίπεδα και κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πότε θα δούμε τις πρώτες μειώσεις.

«Καπέλο» χιλιάδων ευρώ στα στεγαστικά

Σε απόλυτους αριθμούς , εξέλιξη αυτή μεταφράζεται σε «καπέλο» χιλιάδων ευρώ σε ετήσια βάση για τα στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο. Και μπορεί σήμερα στα στεγαστικά δάνεια οι δόσεις να έχουν «παγώσει» μέχρι την Άνοιξη του 2024, όμως ήδη οι αυξήσεις μεταφράζονται σε επιπλέον 150 ευρώ το μήνα περίπου για ένα δάνειο 100.000 ευρώ 15ετούς διάρκειας. Δηλαδή το επιπλέον κόστος ενός στεγαστικού δανείου ξεπερνά ακόμη και τους δύο μέσους καθαρούς μισθούς σε ετήσια βάση.

Μάλιστα, αν εντός του 2024 αρθεί το «ταβάνι» που έχουν βάλει οι τράπεζες στις δόσεις των στεγαστικών δανείων, εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά θα βρεθούν αντιμέτωπα με ένα πραγματικό σοκ, βλέποντας τις ήδη υψηλές δόσεις τους να αυξάνονται έτι περαιτέρω, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ικανότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.

Σύμφωνα πάντως με τραπεζικά στελέχη, κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο, καθώς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προτιμούν να απορροφήσουν το κόστος παρά να ρισκάρουν μια νέα γενιά κόκκινων δανείων.

Επιτοκιακό σοκ για τις επιχειρήσεις

Ακόμα πιο έντονο και άμεσο είναι το επιτοκιακό σοκ για τις επιχειρήσεις, καθώς σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρξει καμίας μορφής «ασπίδα» ή προστασία έναντι των αυξήσεων. Γεγονός που σημαίνει ότι στα επιχειρηματικά δάνεια η αύξηση στο κόστος του χρήματος χτυπά απευθείας τους ισολογισμούς τους.

Για του λόγου το αληθές, τον Ιούλιου του 2022, όταν και ξεκίνησε το ντόμινο των αυξήσεων, το Εuribor τριμήνου, με βάση το οποίο υπολογίζεται το συνολικό κόστος χρήματος για τις επιχειρήσεις διαμορφωνόταν σε αρνητικό επίπεδο ενώ για την πλειονότητα των δανείων λογιζόταν ως μηδενικό.

Σήμερα, έχει εκτιναχθεί κοντά στο 3,95%. Γεγονός που σημαίνει ότι για κάνε ένα εκατομμύριο δανεισμού, κάθε επιχείρηση πρέπει να πληρώνει 39.500 ευρώ επιπλέον σε τόκους.

Έτσι, αν μια μεσαία επιχείρηση έχει συνολικό δανεισμό της τάξης των 10 εκατ. ευρώ, ο ισολογισμός της επιβαρύνεται με 395.000 ευρώ το χρόνο επιπλέον, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη βιωσιμότητά της αλλά και τις αυξήσεις που η ίδια αναγκαστικά κάνει στα προϊόντα και τις υπηρεσίες τις.

«Παγωμένα» τα νέα δάνεια

Ταυτόχρονα, η διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα λειτουργεί αποτρεπτικά σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις ως προς τις προοπτικές νέων χορηγήσεων. Ακόμη και εκείνοι που ακόμα έχουν τη δυνατότητα να αντλήσουν ρευστότητα εμφανίζονται ιδιαίτερα διστακτικοί, γεγονός που αποτυπώνεται και στα στοιχεία των νέων χορηγήσεων.

Με άλλα λόγια, η κατακόρυφη αύξηση των επιτοκίων του ευρώ, αλλά και η εκτίμηση ότι πλέον το «ακριβό χρήμα» ήρθε για να μείνει έχει φέρει «φρένο» στις εκταμιεύσεις στεγαστικών αλλά και επιχειρηματικών δανείων.

Όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, η συνολική άνοδος στο κόστος δανεισμού κατά περισσότερες από 400 μονάδες βάσης σε λίγο παραπάνω από ένα χρόνο έχει αλλάξει άρδην τα δεδομένα και μαζί τους την «όρεξη» των επιχειρήσεων αλλά και των νοικοκυριών.

Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι η στεγαστική πίστη, που είχε «τσιμπήσει» εντός του 2022, εμφανίζει πλέον αναιμική δραστηριότητα.

Ο λόγος είναι ότι το συνολικό κόστος δανεισμού, σε συνδυασμό με την αλματώδη αύξηση των τιμών των ακινήτων τα τελευταία χρόνια δυσκολεύουν πολύ τις αγορές για τα ελληνικά νοικοκυριά.

Από την πλευρά τους, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα επιχειρούν να δελεάσουν τους δανειολήπτες, χρηματοδοτώντας οι ίδιες ένα κομμάτι του επιτοκίου των στεγαστικών δανείων, ώστε, τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια αυτό να μην υπερβαίνει το 4%-4,5%. Ακόμα όμως και με αυτό το κίνητρο, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των νέων συμβάσεων στη στεγαστική πίστη κατέγραψε αρνητικό πρόσημο.

Αντίστοιχα, «φρένο» καταγράφουν και οι εκταμιεύσεις στην επιχειρηματική πίστη, ενώ ταυτόχρονα μια σειρά επιχειρήσεις με ταμειακά διαθέσιμα έσπευσαν να αποπληρώσουν τμήμα ή και ολόκληρο τον δανεισμό τους.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η επιχειρηματική πίστη θα σταματήσει να είναι η «ατμομηχανή» της ανάπτυξης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όμως οι νέες εκταμιεύσεις και η διεύρυνση του χαρτοφυλακίου δεν θα διατηρήσουν τους ρυθμούς της προηγούμενης τριετίας.

«Αντίδοτο» τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης

Σε αυτό το περιβάλλον, μαζική είναι η στροφή των επιχειρήσεων -μικρών αλλά και μεγάλων- στο δανειακό σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης. Ο λόγος είναι πως τα επιχειρηματικά σχέδια που χρηματοδοτούνται μέσω του Ταμείου απολαμβάνουν εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο (υπό συνθήκες ακόμα και κάτω από 1%) για το σκέλος που αφορά την προνομιακή τιμολόγηση.

Με δεδομένο δε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το Ταμείο χρηματοδοτεί το 50% της επένδυσης, οι επιχειρήσεις βλέπουν το συνολικό κόστος χρήματος να μειώνεται σημαντικά, καθιστώντας σαφώς πιο δελεαστικά τα επιχειρηματικά τους πλάνα. Όπως αναφέρουν τραπεζικές πηγές, η άνοδος του Euribor αλλά και η προοπτική διατήρησης του «ακριβού χρήματος» για μεγάλο χρονικό διάστημα έχουν αλλάξει άρδην τα δεδομένα σε σχέση με ένα χρόνο πριν και πλέον η ζήτηση για χρηματοδότηση (και) μέσω του Ταμείου είναι σε ιστορικά υψηλά.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης