ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Τα νέα δεδομένα για τις χρηματοδοτήσεις των επιχειρήσεων

Unsplash

Μια νέα πραγματικότητα για το σύνολο των επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως μεγέθους, έφερε η πανδημία του κορωνοϊού ως προς τους τρόπους και τις δυνατότητες χρηματοδότησης.

Του Δημήτρη Βρανόπουλου*

Το τοπίο άλλαξε άρδην το τελευταίο χρόνο, καθώς αφενός στην εξίσωση προστέθηκαν νέα εργαλεία και παράμετροι χρηματοδότησης, ενώ αφετέρου τα κριτήρια αλλά και οι ευκαιρίες πρόσβασης στη ρευστότητα έχουν επηρεαστεί σημαντικά.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: με το ξέσπασμα της πανδημίας, την εφαρμογή του lockdown και την εκτίναξη της αβεβαιότητας, η ανάγκη για ρευστότητα ήταν άμεση και επιτακτική. Και τότε είδαμε μια σειρά από κυβερνητικές πρωτοβουλίες, μεταξύ των οποίων οι επιστρεπτέες προκαταβολές, το «πάγωμα» των ενοικίων αλλά και οι έκτακτες ενισχύσεις προς εργαζομένους που κάλυψαν το χρηματοδοτικό κενό.

Ταυτόχρονα, αξιοποιώντας ευρωπαϊκούς πόρους αλλά και κρατικές εγγυήσεις, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έδωσαν τη δυνατότητα μαζικής πρόσβασης σε κεφάλαιο κίνησης, τόσο σε μεγάλες όσο και μικρότερες επιχειρήσεις.

Σήμερα, σχεδόν 18 μήνες αργότερα, το τοπίο είναι διαφορετικό. Τα έκτακτα μέτρα στήριξης είτε σταματούν, είτε αλλάζουν μορφή, ενώ ταυτόχρονα ο τζίρος συνεχίζει να είναι μειωμένος. Γεγονός που, σε συνδυασμό με την περιρρέουσα αύξηση της αβεβαιότητας -ειδικά μετά τη μετάλλαξη Δ- οδηγεί σε νέο «μούδιασμα» την αγορά.

Και μαζί του φέρνει προβληματισμό στις επιχειρήσεις, καθώς από τη μία καλούνται να «πατήσουν γκάζι» προκειμένου να καλύψουν το χαμένο έδαφος από τα lockdown, από την άλλη όμως δεν γνωρίζουν αν θα πληρωθούν στην ώρα τους ή αν θα προκύψουν ακυρώσεις την τελευταία στιγμή που θα «στραγγίξουν» τους πενιχρούς πόρους που τους έχουν απομείνει.

Παράλληλα, ως προς τη χρηματοδότησή τους, διευρύνεται σταθερά το χάσμα ανάμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις και τις μικρομεσαίες. Όπως βλέπουμε σταθερά το τελευταίο διάστημα, οι κραταιές εταιρείες είτε δανείζονται μέσω ομολόγων είτε -έχοντας τη διαπραγματευτική ικανότητα- αξιώνουν εξαιρετικά συμφέροντες όρους χρηματοδότησης από τις τράπεζες.

Στον αντίποδα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις για την εύρεση ρευστότητας με βιώσιμους όρους, αλλά και με άμεση πρόσβαση σε κεφάλαια τη στιγμή που τα χρειάζονται. Σε πολλές περιπτώσεις είτε οι αιτήσεις τους απορρίπτονται, είτε -κυρίως για τις μικρότερες επιχειρήσεις- το επιτόκιο είναι απαγορευτικό, είτε ο χρόνος μέχρι την εκταμίευση πολύ μεγάλος.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η εναλλακτική του factoring το τελευταίο διάστημα κερδίζει έδαφος με τη χώρα μας να κάνει βήματα ώστε να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το 2020 οι εταιρείες factoring έκανα τζίρο 14,4 δισ. ευρώ, οριακά μειωμένο σε σχέση με τα 15 δισ. ευρώ του 2019 ενώ για το πρώτο εξάμηνο φέτος η δυναμική είναι σαφώς μεγαλύτερη, τόσο σε αριθμό εταιρειών όσο και με βάση τον τζίρο ανά πελάτη.

Το αυξημένο ενδιαφέρον από την πλευρά των επιχειρήσεων και ταυτόχρονα οι τεχνολογικές εξελίξεις αποτελούν «καύσιμο» ώστε το factoring να διευρυνθεί έτι περαιτέρω, προσεγγίζοντας τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Ειδικά η ψηφιοποίηση των διαδικασιών, τόσο στο επίπεδο του onboarding όσο και στη διαχείριση των τιμολογίων έχει μειώσει κατακόρυφα τους χρόνους, με τη χρηματοδότηση να γίνεται ακόμη και αυθημερόν.

Σε αυτό ακριβώς το περιβάλλον, νεοφυείς, καινοτόμες εταιρείες όπως η Flexfin προσφέρουν υπηρεσίες που λειτουργούν εναλλακτικά στον τραπεζικό δανεισμό, διευρύνοντας ταυτόχρονα τη «βεντάλια» των συνεργαζόμενων επιχειρήσεων. Έτσι, δίνουν άμεση πρόσβαση στη ρευστότητα -και μάλιστα με ανταγωνιστικούς όρους- σε ατομικές, ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρείες, ακόμη και σε νεοφυείς επιχειρήσεις.

Βάζοντας έτσι το factoring δυναμικά στο χάρτη των επιλογών, ειδικά των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στο νέο οικονομικό τοπίο.

*Ο Δημήτρης Βρανόπουλος είναι Διευθύνων Σύμβουλος της Flexfin.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης