ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Κ. Φίλης στο CNN Greece: Ισορροπημένη αλλά με μελανά σημεία η Συμφωνία των Πρεσπών

FACEBOOK

Την εκτίμηση πως η προωθούμενη συμφωνία Ελλάδας – πΓΔΜ για το ονοματολογικό, αν και ισορροπημένη, έχει κάποια σοβαρά αρνητικά σημεία, στα οποία η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να επιδείξει ιδιαίτερη προσοχή, εκφράζει ο διεθνολόγος και διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, Κωνσταντίνος Φίλης, σε αποκλειστική συνέντευξή του στο CNN Greece και τον δημοσιογράφο, Χρήστο Θ. Παναγόπουλο.

Ο κ. Φίλης υπογραμμίζει ότι «η κυβέρνηση φέρει βαρύτατη ευθύνη, επειδή δεν επέλεξε το δρόμο της συνεννόησης και της αναζήτησης, έστω και μιας στοιχειώδους συναίνεσης με την αντιπολίτευση και της υιοθέτησης μιας εθνικής γραμμής».

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης:

- Κύριε Φίλη, πώς θα χαρακτηρίζατε τη Συμφωνία των Πρεσπών;

Θεωρώ ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μία κατά βάση καλή συμφωνία. Πιστεύω ότι εάν τη βάλουμε στη ζυγαριά, τα θετικά υπερτερούν των αρνητικών. Για μένα, όμως, έχει δύο σοβαρά, μελανά σημεία:

Το πρώτο, που δεν έχει συζητηθεί εκτενώς και θα το βρούμε μπροστά μας έχει να κάνει με τα εμπορικά σήματα. Σε αυτό, η ελληνική πλευρά, δεν διασφάλισε τα εθνικά συμφέροντα. Είναι πολύ αδύναμη η θέση μας και φοβάμαι ότι για το ζήτημα αυτό θα έχουμε σοβαρό πρόβλημα.

Το δεύτερο έχει να κάνει με το ότι δεν επελέγη εξαρχής ο όρος «citizenship», για να προσδιορίσει την ιθαγένεια – υπηκοότητα των βόρειων γειτόνων μας. Επελέγη ο όρος «nationality» που έχει διττή σημασία – μπορεί να σημαίνει «εθνικότητα», αλλά μπορεί, κάλλιστα, να σημαίνει και «εθνότητα». Είναι θετικό ότι είχαμε τη διευκρίνιση στη ρηματική διακοίνωση που εστάλη από τα Σκόπια, διότι αυτή έχει νομική υπόσταση, άρα είναι μια θετική εξέλιξη. Από την άλλη, όμως, η αλήθεια είναι ότι η ελληνική πλευρά, προκειμένου να διευκολύνει το συμβιβασμό, επέλεξε τη γλώσσα και την εθνικότητα ως τα δύο πεδία, στα οποία έκανε τις δικές της παραχωρήσεις.

- Κρατώ δύο λέξεις που χρησιμοποιήσατε: «Παραχωρήσεις» και «συμβιβασμός». Υπάρχουν πολλοί που εκτιμούν πως η Συμφωνία των Πρεσπών επήλθε ως αποτέλεσμα κινήσεων ενδοτισμού. Εσείς ενστερνίζεστε μια τέτοια άποψη;

Όχι, προσωπικά δεν το πιστεύω. Δεν πιστεύω ότι η συμφωνία αυτή επιβλήθηκε εξ ολοκλήρου από τον εξωτερικό παράγοντα. Θεωρώ ότι η Ελλάδα εκτίμησε ότι με τον Ζάεφ στην πρωθυπουργία της γείτονος είχαμε μια καλή, ίσως και μοναδική ευκαιρία, να βρούμε μια συμβιβαστική φόρμουλα με τη FYROM.

Προφανώς, υπήρξαν πιέσεις από τους εταίρους μας, οι οποίοι συνέδεσαν το θέμα αυτό, με την ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ και άρα την ανάσχεση της ρωσικής επιρροής, με την ολοκλήρωση του α’ γύρου ένταξης χωρών των δυτικών Βαλκανίων στο ΝΑΤΟ. Ας μην ξεχνάμε ότι στο ΝΑΤΟ έχουν ήδη ενταχθεί η Αλβανία και το Μαυροβούνιο. Άρα με τη FYROM στη Συμμαχία κλείνει αυτός ο πρώτος κύκλος και ουσιαστικά περικυκλώνεται και η Σερβία, η οποία, μέχρι τώρα, τουλάχιστον, ακολουθεί μια πορεία και πολιτική ουδέτερη απέναντι στη Δύση και την Ρωσία.

Δεν νομίζω ότι πρόκειται, λοιπόν, για μια συμφωνία – προϊόν μιας συναλλαγής αυτού του τύπου που συνιστά ενδοτισμό. Πιστεύω ότι η συμφωνία αυτή, αν πάρουμε ως μέτρο σύγκρισης την εθνική γραμμή του 2008, η οποία είχε θέσει τέσσερις προϋποθέσεις (erga omnes, γεωγραφικό προσδιορισμό, σύνθετη ονομασία και ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στην αρχαία ελληνική Ιστορία και την Ιστορία των γειτόνων), τότε εκτιμώ πως η Συμφωνία των Πρεσπών μάς κατοχυρώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Υπάρχουν, όμως, πάντα, τα προβληματικά σημεία που σας προανέφερα.

- Πάντως, το έγγραφο της ρηματικής διακοίνωσης που απεστάλη στην ελληνική κυβέρνηση έφερε την υπογραφή «Republic of Macedonia» (σ.σ. «Δημοκρατία της Μακεδονίας»). Δεν είναι προβληματικό κάτι τέτοιο;

Πολύ σωστή η παρατήρησή σας, κύριε Παναγόπουλε, αλλά είναι μερικώς προβληματικό, γιατί οι γείτονες, αυθαίρετα και μονομερώς, παρερμήνευσαν τη Συμφωνία των Πρεσπών και είπαν ότι οι συνταγματικές τροποποιήσεις που έκαναν, άρα και το erga omnes, θα τεθούν σε ισχύ, μόνον εφόσον κυρωθεί η Συμφωνία των Πρεσπών από την ελληνική Βουλή.

Αυτή είναι η δική τους «δικλείδα ασφαλείας». Αυτό, όμως, καταδεικνύει μια έλλειψη απόλυτης εμπιστοσύνης απέναντι στην ελληνική πλευρά. Συνέπεια αυτού, είναι υποχρεωμένοι, από τη στιγμή που η συμφωνία θα κυρωθεί από την ελληνική Βουλή, να ονομάζονται «Βόρεια Μακεδονία».

Θα ήθελα, ωστόσο, να διευκρινίσω κάτι σημαντικό: Για μένα είναι καθοριστικής σημασίας, στα όποια έγγραφα ταξιδιωτικά (ταυτότητες, διαβατήρια κλπ.) να αναγράφεται πλήρως η υπηκοότητά τους ως «μακεδονική», εφόσον εμείς δεν θελήσαμε να το κάνουμε «βορειομακεδονική», το οποίο είναι αυτονόητο – οι πολίτες μιας χώρας που ονομάζεται «Βόρεια Μακεδονία» θα έπρεπε να ονομάζονται «Βορειομακεδόνες».

Εφόσον κάναμε αυτή την παραχώρηση αυτή και ζητήσαμε να αναγράφεται «Υπηκοότητα: μακεδονική / πολίτης Βόρειας Μακεδονίας», θα πρέπει είτε στα διαβατήρια, είτε στις ταυτότητες των γειτόνων να αναγράφεται η πλήρης περιγραφή της υπηκοότητας. Άλλωστε, αυτό είναι κάτι που δεν το επιθυμούν ούτε οι Αλβανοί ούτε κι άλλες οντότητες εντός της γείτονος.

- Το τελευταίο διάστημα αναπτύσσεται μια ιδιαίτερα ισχυρή δυναμική κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών με ποικίλες αντιδράσεις. Κατά την άποψή σας είναι υπερβολικοί όσοι μιλούν για «εθνική τραγωδία»;

Προσωπικά, χωρίς να συμμερίζομαι, αντιλαμβάνομαι και αναγνωρίζω τις ευαισθησίες μίας μεγάλης μερίδας του ελληνικού πληθυσμού για το ζήτημα αυτό.

Δεύτερον, θέλω να σας πω και να κάνω το διαχωρισμό μεταξύ των πατριδοκάπηλων και όσων θέλουν να επενδύσουν με μικροπολιτική σκοπιμότητα στο θέμα και των ανθρώπων που έχουν αγνές προθέσεις και ανησυχούν για το μέλλον και της πατρίδας αλλά και της ελληνικότητας της Μακεδονίας.

Τρίτον, η συμφωνία κατ’ εμέ, δεν είναι ούτε εθνικός θρίαμβος, όπως τον παρουσιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε εθνική καταστροφή, όπως την παρουσιάζει ένα μεγάλο κομμάτι της αντιπολίτευσης. Είναι μια συμφωνία, η οποία αποτελεί «προϊόν» συμβιβασμού και δεν θα μπορούσε να είναι εξαρχής «100 – 0» υπέρ της Ελλάδας.

Έπρεπε να γίνουν κάποιες παραχωρήσεις. Το αν, όμως, οι παραχωρήσεις που έγιναν από την ελληνική πλευρά, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, αυτό δεν μπορώ να σας το πω αυτή τη στιγμή, με βεβαιότητα. Καθένας μας θα κριθεί στην πράξη κι από την ίδια τη ζωή.

Από εκεί και πέρα, η κυβέρνηση φέρει, κατά την άποψή μου, βαρύτατη ευθύνη, επειδή δεν επέλεξε το δρόμο της συνεννόησης και της αναζήτησης, έστω και μιας στοιχειώδους συναίνεσης με την αντιπολίτευση και της υιοθέτησης μιας εθνικής γραμμής. Αυτό, θεωρώ ότι διαπραγματευτικά θα μάς είχε ενισχύσει και θα είχαμε αποφύγει πολλά από αυτά, τα οποία βλέπουμε σήμερα να συμβαίνουν με αυτό το διχασμό και την πόλωση που επικρατούν στους κόλπους της κοινωνίας αλλά και μεταξύ των κομμάτων.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης