ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

159 χρόνια από τη γέννηση του Τσέχοφ, με 3 παραστάσεις

Wikipedia

Γεννημένος στις 29 Ιανουαρίου του 1860 στην κωμόπολη Ταγκανρόγκ, στη νότια Ρωσία, ανθρωπιστής γιατρός αλλά και ένας από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς και διηγηματογράφους της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Άντον Τσέχοφ, σήμερα, περισσότερο από ποτέ απασχολεί τους δραματουργούς και το θέατρο όχι μόνο για την επίδραση που άσκησε στη θεατρική λογοτεχνία του 20ού αιώνα, αλλά και για τη διαρκή επικαιρότητα των έργων του.

Ο Τσέχοφ απεικόνισε με μοναδικό τρόπο την πλήξη και τη φθορά της ανθρώπινης ύπαρξης σε έργα που είναι κλασικά και πάντα επίκαιρα. Η διαρκής φθορά της καθημερινής ζωής, η παρακμή της ανώτερης ρωσικής τάξης στα προεπαναστατικά χρόνια, οι άνθρωποι που ξοδεύουν τη ζωή τους σε μια πνιγηρή ατμόσφαιρα χωρίς να μπορούν να αποδράσουν αποτελούν μέρος μιας προβληματικής της οποίας η απεικόνιση και οι ερμηνείες είναι αμέτρητες.Οι μεγάλοι θίασοι αλλά και οι μεγάλοι πρωταγωνιστές ανεβάζουν ξανά τα έργα του με πλήθος ερμηνειών.

Εκατόν πενήντα εννέα χρόνια από τη γέννησή του, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη παρουσιάζονται μερικά από τα πιο διάσημα έργα του.

Θέατρο Δημήτρης Χορν / Ο Βυσσινόκηπος

Σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη παίζεται στο θέατρο Χορν ο Βυσσινόκηπος ένα από τα πιο σημαντικά έργα του Τσέχοφ. Ο Βυσσινόκηπος αφηγείται την ιστορία ενός κόσμου που χάνεται ανεπιστρεπτί. Είναι ένας αποχαιρετισμός σε μια εποχή που τελειώνει και δίνει τη θέση της σε μια καινούργια. Η ζωή αλλάζει, χωρίς να υπολογίζει τους ανθρώπους που βιώνουν την απώλεια. Κι εκείνοι με τη σειρά τους αρνούνται να αποδεχτούν την αλλαγή, ζούν με τις μνήμες του παρελθόντος, κλείνοντας τα μάτια στο μέλλον που έρχεται ταχύτατα κατά πάνω τους. Κι έτσι, ο Βυσσινόκηπος παραμένει ένα έργο σύγχρονο και απολύτως σημερινό.
Συντελεστές:
Μετάφραση: Μαρίσσα Τριανταφυλλίδη
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Σκηνικά: Αθανασία Σμαραγδή
Κοστούμια: Μαρία Κοντοδήμα
Μουσική: Μίνως Μάτσας
Παίζουν:
Θέμις Μπαζάκα, Δημήτρης Λιγνάδης, Κόρα Καρβούνη, Αθηνά Μαξίμου, Γιάννης Κότσιφας, Σίσσυ Τουμάση, Γιώργος Μπινιάρης, Γιάννης Στόλας, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Γιάννης Γιαννούλης, Τάσος Δημητρόπουλος, Γεωργιάννα Νταλάρα.

Θέατρο Αριστοτέλειον/ Θείος Βάνια

Μετά τις επιτυχημένες παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά το αριστούργημα του Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ «Θείος Βάνιας» σε μετάφραση και σκηνοθεσία του Γιώργου Κιμούλη -ο οποίος ερμηνεύει και τον ομώνυμο ρόλο- έρχεται στο Θέατρο Αριστοτέλειον, από 1η Φεβρουαρίου και για λίγες παραστάσεις.

Για πολλά χρόνια ο Βάνια και η ανιψιά του Σόνια ζουν ήρεμα και αρμονικά στην επαρχία συντηρώντας τα χτήματα και την περιουσία της οικογένειας. Όταν όμως ένα καλοκαίρι ο πατέρας της Σόνιας έρχεται από την πρωτεύουσα μαζί με τη νέα του γυναίκα, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες και οι κρυφές αντιπαλότητες της οικογένειας έρχονται στην επιφάνεια και καταστρέφουν κάθε ηρεμία. Η κρίση της μέσης ηλικίας, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, τα οικονομικά συμφέροντα του καθενός, οι ενδοοικογενειακοί ανταγωνισμοί οδηγούν σε μία αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας. Είναι ο θυμός που δημιουργείται στον κάθε άνθρωπο, απ’ τη στιγμή που άλλο ήθελε να γίνει κι άλλο έγινε. Μία ιδιαίτερα ανθρώπινη ιστορία του Τσέχωφ, όπου η ψευδαίσθηση και η απόγνωση ανταγωνίζονται το χιούμορ και την ελπίδα. Πώς ζούμε; Ζούμε όπως θα θέλαμε; Ή όπως θέλουν οι άλλοι; Ένα τρυφερό ποίημα για το γελοίο της ανθρώπινης παραίτησης.

Μετάφραση – σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης

Σκηνικά: Χριστίνα Κωστέα

Κοστούμια: Σοφία Νικολαΐδη

Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου

Παίζουν: Γιώργος Κιμούλης, Τάσος Νούσιας, Στέλλα Καζάζη, Γιώργος Ψυχογιός, Μάγδα Λέκκα, Μάτα Γιαννάτου, Μαίρη Νάνου, Κώστας Κοράκης.

Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων/ θείος Βάνιας

Είναι μάλλον αδύνατον να βρει κανείς τόσα πολλά παράπονα μαζεμένα σε ένα και μόνο θεατρικό έργο. Όμως Ο θείος Βάνιας είναι ένα έργο γοητευτικό. Πώς προκύπτει ποίηση από τα παράπονα; Όλα τα πρόσωπα του έργου κουβαλούν ένα βάρος. Ο Νίτσε λέει πως δε γίνεται να υποφέρουμε χωρίς να κάνουμε κάποιον να πληρώσει γι’ αυτό. Τι τον κάνουν, όλον αυτόν τον πόνο, οι ήρωες του Θείου Βάνια; Και τι είδους ήρωες είναι; Καμία γυναίκα δεν είναι "ηρωίδα", δηλαδή όσο πρέπει θηλυκή ή μητρική και κανένας άντρας δεν είναι όσο πρέπει "αρσενικός" για να γίνει ήρωας. Ο ίδιος ο Βάνιας αποτυγχάνει παταγωδώς ως άντρας πρωταγωνιστής. Ακόμα και στον τίτλο του έργου κατοικεί λειψά: ως "θείος". Η παράσταση της Μαρίας Μαγκανάρη έχει κερδίσει τις εντυπώσεις σαν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες της χρονιάς.

Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη

Σκηνοθεσία: Μαρία Μαγκανάρη

Φωτισμοί, τρέιλερ, φωτογραφίες: Μαρία Γοζαδίνου

Μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος

Σκηνικά: Διδώ Γκόγκου

Κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος

Παίζουν: Ανθή Ευστρατιάδου, Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, Σύρμω Κεκέ, Κώστας Κουτσολέλος, Μαρία Μαγκανάρη, Υβόννη Μαλτέζου, Δημήτρης Ντάσκας, Γιωργής Τσαμπουράκης

Λογοτέχνης από ανάγκη

Ο πατέρας του Άντον Τσέχωφ ήταν καταστηματάρχης, με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Έπαιζε βιολί και ονειρευόταν μια καριέρα στη μουσική, η οποία έμεινε όνειρο. Εμφύσησε όμως την καλλιτεχνική ευαισθησία στους γιους του, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική, ίσως και για να ξεφύγουν από τον αυταρχικό τους πατέρα. Ο Άντον ήταν πιο πρακτικός από τα αδέρφια του ή μάλλον αναγκάστηκε να γίνει. Ανέλαβε να συντηρήσει την οικογένειά του, όταν το κατάστημα του πατέρα του χρεοκόπησε και η οικογένεια μετακόμισε στη Μόσχα για να αποφύγει τους δανειστές. Δεν απέφυγε όμως τη φτώχεια. Ο Τσέχωφ σπούδαζε Ιατρική και παράλληλα έγραφε σύντομες κωμικές ιστορίες για διάφορα περιοδικά. Ό,τι χρήματα έβγαζε, πήγαιναν κατευθείαν στους γονείς του. Οι δύο αδερφοί του προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική αντίστοιχα, αλλά δεν τα κατάφερναν, παρότι ταλαντούχοι. Ο Άντον όμως ξεχώρισε. Οι ιστορίες του είχαν μεγάλη απήχηση, το όνομά του άρχισε να διαδίδεται.

Ο Τσέχοφ το 1893 (wikipedia)

Ο ίδιος δεν πήρε ποτέ στα σοβαρά τα χρήματα. Ως γιατρός έβγαζε ελάχιστα χρήματα από το ιατρείο του, καθώς δεν δεχόταν να τον πληρώσουν οι πιο φτωχοί ασθενείς του, οι οποίοι ήταν όμως και οι περισσότεροι. Η φιλανθρωπική δράση του Τσέχωφ δεν σταμάτησε εκεί. Το 1890 ταξίδεψε στο νησί Σαχαλίνη, βόρεια της Ιαπωνίας, όπου έμεινε για δύο χρόνια με τους χιλιάδες κατάδικους που ήταν φυλακισμένοι στο νησί. Τρία χρόνια αργότερα, εκδόθηκε η έρευνά του, ένα επιστημονικό έργο που τόνιζε την ανάγκη για να βελτιωθούν άμεσα οι συνθήκες υγιεινής και διαβίωσης των φυλακισμένων. Σήμερα ακούγεται αυτονόητο, στην εποχή του όμως, ήταν ένα καινοτόμο αίτημα. Το 1892, αφού επέστρεψε απ’ τη Σαχαλίνη, τα οικονομικά του βελτιώθηκαν και αγόρασε ένα σπίτι στην εξοχή, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του. Έλεγε: «Αν είμαι γιατρός, χρειάζομαι ασθενείς. Έτσι, αν είμαι συγγραφέας, πρέπει να ζω μαζί με άλλους ανθρώπους, όχι σε έναν δρόμο της Μόσχας». Αστειευόταν ότι του άρεσε να παριστάνει τον λόρδο και φρόντιζε τις ανάγκες των φτωχότερων χωρικών. Με χρήματα που μάζεψε από εράνους και δωρεές, έχτισε σχολεία, νοσοκομεία και πυροσβεστικό σταθμό, ενώ επέβλεπε δεκάδες ασθενείς όταν ξέσπασε επιδημία χολέρας. Παρά τις εξαντλητικές ώρες απασχόλησης, ο Τσέχωφ έγραψε πολλά από τα αριστουργήματά του εκείνη την περίοδο.

Η επαφή με τους χωρικούς τον ενέπνεε και το 1894 άρχισε να γράφει το «Γλάρο». Δύο χρόνια αργότερα, το έργο ανέβηκε στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι της Αγίας Πετρούπολης, όπου απέτυχε παταγωδώς. Ο κόσμος δεν κατάλαβε το πρωτοποριακό στήσιμο του θεατρικού και οι ηθοποιοί ξεχνούσαν συνεχώς τα λόγια τους. Παρ’ όλα αυτά, ο Τσέχωφ δεν το έβαλε κάτω και η παράσταση ανέβηκε ξανά, αυτή τη φορά στο θέατρο Τέχνης της Μόσχας, σε σκηνοθεσία του Κονσταντίν Στανισλάφσκι, η τεχνική του οποίου απογείωσε το έργο. Αυτή τη φορά η παράσταση σημείωσε τεράστια επιτυχία. Ακολούθησε «ο Θείος Βάνιας». Ο Τσέχωφ δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και η υγεία του κλονίστηκε. Έπασχε από φυματίωση και οι γιατροί του σύστησαν να μετακομίσει σε πιο εύκρατο κλίμα, γιατί το κρύο της Μόσχας χειροτέρευε την κατάστασή του. Εγκαταστάθηκε στη Γιάλτα, όπου ζούσε ήρεμα με τη μητέρα και την αδερφή του. Ένιωθε όμως φυλακισμένος και αποκαλούσε το σπίτι «ζεστή Σιβηρία». Ανυπομονούσε να επιστρέψει στη Μόσχα, στο θέατρο και στην ηθοποιό Όλγα Κνίπερ, που είχε αφήσει πίσω. Όταν την είχε δει πρώτη φορά στη σκηνή, έγραψε: «Αν έμενα στη Μόσχα, θα την είχα σίγουρα ερωτευτεί».

Με τον Λέοντα Τολστόι, το 1900, στη Γιάλτα (wikipedia)

Το 1901 παντρεύτηκαν. Δεν ειδοποίησαν σχεδόν κανέναν πριν παντρευτούν, γιατί ο Τσέχωφ απεχθανόταν τις συγκεντρώσεις και τα σχόλια των συγγενών. Είχε ζητήσει απ’ την Όλγα να κρατήσει κρυφό τον αρραβώνα τους και έτσι έγινε. Ζούσαν χωριστά, ο Τσέχωφ στη Γιάλτα και η Όλγα στη Μόσχα, όπου συνέχισε να ασχολείται επαγγελματικά με το θέατρο. Η απόσταση ταίριαζε στον συγγραφέα, που είχε γράψει σε φίλο του: «Υπόσχομαι να είμαι ένας εξαιρετικός σύζυγος, αλλά δώσε μου μια σύζυγο που, σαν το φεγγάρι, δεν θα εμφανίζεται στον ουρανό μου κάθε βράδυ». Την άνοιξη του 1904, ο Τσέχωφ αρρώστησε βαριά, ενώ ταξίδευε στο Badenweiler της Γερμανίας. Μέρα με τη μέρα, η κατάσταση χειροτέρευε και όλα έδειχναν πως δεν θα ανάρρωνε. Η σύζυγός του, Όλγα, περιέγραψε τις τελευταίες στιγμές του το βράδυ της 15ης Ιουλίου 1904: «Ξύπνησε και δεν μπορούσε να αναπνεύσει κανονικά. Ο γιατρός μου είπε να του δώσω ένα ποτήρι σαμπάνια. Ο Τσέχωφ ήπιε μια γουλιά και είπε στα γερμανικά: «Πεθαίνω». Και χαμογέλασε. Γλυκά, όπως πάντα. Και είπε ότι δεν είχε πιει σαμπάνια για πολλά χρόνια. Τελείωσε το ποτό του, γύρισε πλευρό και πέθανε».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης