Μελέτη για τσουνάμι στην Κρήτη-Οι ζημιές και οι χρόνοι εκκένωσης των παραλιών
Μια διεθνώς πρωτοποριακή μέθοδο υπολογισμού του κόστους βλαβών στα κτίρια παράκτιων περιοχών σε περίπτωση ισχυρού τσουνάμι, αλλά και εύρεσης των βέλτιστων διαδρομών και των χρόνων που απαιτούνται για την εκκένωση της παραλίας ανέπτυξε η ομάδα πρόγνωσης σεισμών και τσουνάμι του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αθηνών, υπό το διευθυντή Ερευνών Γεράσιμο Παπαδόπουλο.
Η μεθοδολογία των ερευνητών, που δημοσιεύτηκε στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό «Pure and Applied Geophysics», μπορεί να αξιοποιηθεί από κυβερνήσεις για προληπτικούς σκοπούς, όπως για να θωρακίσουν τα κτήρια, να τα κάνουν πιο «γερά» αλλά και για να εντοπίσουν τυχόν εμπόδια στην προσπάθεια διαφυγής από τους πολίτες.
Η περίπτωση στο Μάτι ήταν ενδεικτική τέτοιων τεράστιων δυσκολιών εξαιτίας της άναρχης ρυμοτομίας. Αντίστοιχα εμπόδια εντοπίστηκαν και στην παράκτια περιοχή του Γαζίου, δυτικά του Ηρακλείου Κρήτης, όπου εφαρμόστηκε δοκιμαστικά η μεθοδολογία της ομάδας του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου.
Με την αντίθετη πορεία σε σχέση με το Μάτι, τη διαφυγή δηλαδή των πολιτών από τη θάλασσα προς την ενδοχώρα, διαπιστώθηκε ότι απαιτούνται… 21 λεπτά για να διανύσουν ένα χιλιόμετρο απόσταση με μέση ταχύτητα τα 3 χλμ./ώρα.
«Χρησιμοποιώντας προληπτικά τη μέθοδο αυτή, μπορείς να εντοπίσεις ένα σωρό τρωτά σημεία. Οπως, για παράδειγμα, να διαχειριστείς συρματοπλέγματα που κόβουν το δρόμο. Επίσης, να φτιάξεις κανονισμούς ώστε τα σπίτια να είναι γερά απέναντι σε ένα τσουνάμι. Και φυσικά πρέπει να γνωρίζεις ποιες είναι οι συνέπειες ενός τέτοιου φαινομένου», εξηγεί στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής ο σεισμολόγος και διευθυντής Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, Γεράσιμος Παπαδόπουλος.
Παρόλο που ο ειδικός είναι απαισιόδοξος ότι στην Ελλάδα μπορεί να αξιοποιηθεί μια τέτοια καινοτόμα επιστημονική μέθοδος, δεδομένου, όπως υποστηρίζει, ότι η πολιτική προστασία «πάσχει» και πρόκειται για ένα διαχρονικό φαινόμενο, ευελπιστεί ότι θα αποτελέσει βάση για πρόληψη σε άλλες χώρες.
Τα δεδομένα άλλωστε που χρησιμοποίησαν οι ερευνητές είναι από τον Ειρηνικό Ωκεανό, όπου και εκδηλώνονται συχνά τσουνάμι. Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, η μεθοδολογία που ανέπτυξαν βασίζεται σε προσομοιώσεις και σε σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών, ευρέως γνωστό ως GIS. Επιλέχθηκε η περιοχή της Κρήτης ώστε να εφαρμοστεί δοκιμαστικά η μέθοδος, καθώς εκεί ήταν που είχε προκληθεί μεγάλο τσουνάμι το 17ο αιώνα π.Χ. μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Συγκεκριμένα, αναλύθηκε η παράκτια ζώνη πέντε χιλιομέτρων δυτικά του Ηρακλείου στην οποία, στην τότε μεγάλη έκρηξη, είχε προκληθεί τσουνάμι ύψους 14 μέτρων. Το πόσα κτίρια υπάρχουν στην περιοχή βρέθηκε με βάση την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) και την απογραφή του 2011.
Στη συνέχεια εκτιμήθηκε πόσα κτίρια είναι βαθμού 5, δηλαδή υπό πλήρη κατάρρευση, πόσα βαθμού 4, δηλαδή μερική κατάρρευση κ.ο.κ.
Για να υπολογιστεί το κόστος ανακατασκευών ή επισκευών, πήραν το κοστολόγιο που επισήμως η κυβέρνηση όρισε στους σεισμούς της Κεφαλονιάς το 2014. Για μερική ανοικοδόμηση, για παράδειγμα, υπολογίζεται κόστος 500 ευρώ το τετραγωνικό. Ετσι, το συνολικό κόστος για τα πέντε χιλιόμετρα της Κρήτης εκτιμάται στα 55 εκατομμύρια ευρώ.
Η μέθοδος εντάσσεται σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα έρευνας και χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ενωση και ο βασικός στόχος είναι να γνωρίζει κάποιος εκ των προτέρων τις συνέπειες από ένα τσουνάμι. Στην Ελλάδα το τσουνάμι είναι σπάνιο φαινόμενο, όπως λέει ο κ. Παπαδόπουλος, ωστόσο δεν παύει να υπάρχει. Τις περισσότερες φορές απλά, μετά από ισχυρούς σεισμούς, πραγματοποιείται μικρό τσουνάμι που δεν προκαλεί ζημιές. «Το πότε θα συμβεί τσουνάμι κανείς δεν το γνωρίζει. Η σπανιότητα του φαινομένου ωστόσο δεν εγγυάται ασφάλεια», λέει ο κ. Παπαδόπουλος και προσθέτει ότι στο σύστημα πολιτικής προστασίας στην Ελλάδα δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία βελτίωση από το 1995 και μετά. Σύμφωνα με τον ίδιο, παραμένουν διαχρονικά υποστελεχωμένες οι υπηρεσίες της και με πολλαπλά προβλήματα, τα οποία φάνηκαν με τον πλέον εμφατικό τρόπο στην πρόσφατη τραγωδία στο Μάτι.