Κ. Μανωλόπουλος: Το στοίχημα είναι να αξιοποιήσουμε την εμπειρία μας από το εξωτερικό
Ο όρος “brain drain”, δηλαδή η φυγή εκατοντάδων χιλιάδων νέων Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό εισήχθη στο λεξιλόγιο της καθημερινότητάς μας στα χρόνια της κρίσης και έκτοτε ως φαινόμενο συνεχίζει να μας απασχολεί μέχρι και σήμερα. Για έναν επιστήμονα που επιθυμεί πραγματικά να εντρυφήσει στην επιστήμη που επέλεξε να υπηρετήσει, το εξωτερικό δεν αποτελεί μόνο πηγή απόκτησης εμπειρίας αλλά και μια σημαντική ευκαιρία εξέλιξης της καριέρας του. Τι μπορεί να οδηγήσει σήμερα, έναν ιατρό που εργάζεται στο εξωτερικό στην απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα; Μπορεί η χώρα μας να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες που θα επιτρέψουν, αλλά και θα ενισχύσουν την επιστροφή των “braindrainers”;
Συναντήσαμε τον Δρ. Κωνσταντίνο Μανωλόπουλο με πολυετή εργασιακή εμπειρία και σπουδές στο εξωτερικό και μιλήσαμε αναλυτικά για το φαινόμενο του “brain drain”, αλλά και για τις δυνατότητες του “brain gain” στην Ελλάδα. Ο Δρ. Κωνσταντίνος Μανωλόπουλος σπούδασε Ιατρική στα Πανεπιστήμια Bochum και Düsseldorf Γερμανίας, εξειδικεύτηκε στην Ενδοκρινολογία, Διαβητολογία και Γενική Εσωτερική Παθολογία, διετέλεσε Επιστημονικός Συνεργάτης στο Κέντρο Διαβήτη, Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού (Oxford Centre for Diabetes, Endocrinology and Metabolism) του Πανεπιστημίου Οξφόρδης και έγινε Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Οξφόρδης (D.Phil.).Το 2020 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Ελλάδα όπου διατηρεί Ενδοκρινολογικά Ιατρεία στο κέντρο της Αθήνας και στην Καλαμάτα ενώ είναι Διευθυντής του Τομέα Μη-Επεμβατικής Θεραπείας Θυρεοειδούς και Μεταβολισμού στο νοσοκομείο Therapis.
Κε Μανωλόπουλε, πώς εκτιμάτε την εμπειρία και φοίτησή σας σε Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο και τι ήταν αυτό που σας ώθησε να κάνετε αυτή την επιλογή;
Φοίτησα στην Ιατρική Σχολή των Πανεπιστημίων Bochumκαι Düsseldorf της Γερμανίας και η εμπειρία μου χαρακτηρίστηκε από την εξαιρετική οργάνωση των σπουδών, αλλά και από το υψηλό επίπεδο των απαιτήσεων απέναντι στους φοιτητές όσον αφορά στις επιδόσεις τους στα διάφορα μαθήματα. Αυτό το τελευταίο βέβαια, είναι χαρακτηριστικό της ιατρικής σχολής και σε πολλές άλλες χώρες, πιστεύω. Πέρα από το καθαρά γνωσιακό κομμάτι των σπουδών όμως, το γερμανικό πανεπιστήμιο δίνει μεγάλη έμφαση και στο να μάθει κανείς τον τρόπο με τον οποίο αποκτάται η γνώση. Δηλαδή, να μπορεί κανείς να δουλεύει ανεξάρτητα με μια σειρά από εργαλεία που να του εξασφαλίζουν πρόσβαση σε νέες γνώσεις για όλη του τη ζωή. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που διέπει τον γερμανικό τρόπο προσέγγισης στην εκπαίδευση γενικά, είτε μιλάμε για το σχολείο, το πανεπιστήμιο ή τις τεχνικές σχολές τους, και που μεταφράζεται στην περίφημη «γερμανικήμεθοδικότητα δουλειάς» που θα έχουν γνωρίσει όσοι έχουν επαγγελματικές επαφές με την Γερμανία.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο βρέθηκα αρχικά ως διδακτορικός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και μετέπειτα για πολλά χρόνια ως πανεπιστημιακός ενδοκρινολόγος και κλινικός ερευνητής. Είχα λοιπόν, την ευκαιρία να γνωρίσω πολύ καλά το πανεπιστημιακό σύστημα της χώρας και από τις δύο όψεις – του φοιτητή και του διδάσκοντα. Εκεί ήρθα σε επαφή με την αγγλοσαξονική προσέγγιση στην εκπαίδευση, και τον τρόπο δουλειάς, γενικότερα. Σε αντίθεση με την Γερμανία, που είναι έντονα συντηρητική σε θέματα ιεραρχίας και καινοτομίας, στο Ηνωμένο Βασίλειο δίδεται μεγάλη έμφαση στην εξέλιξη και αξιοποίηση των προσωπικών δυνατοτήτων του καθενός με στόχο την πρόοδο του συνόλου. Δηλαδή, στην Οξφόρδη έμαθα ως διδακτορικός φοιτητής μια σειρά από ερευνητικές μεθόδους αιχμής της εποχής για να τις εφαρμόσω τόσο στο δικό μου ερευνητικό πρόγραμμα αλλά και σε άλλες μελέτες της ερευνητικής ομάδας, ώστε όλοι μαζί να προχωρήσουμε σε νέες επιστημονικές ανακαλύψεις. Μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει και η λεγόμενη «yes, youcan» προσέγγιση σε κάθε νέα ιδέα, ανεξάρτητα από το ποιος την είχε. Με άλλα λόγια, σου δινόταν η ευκαιρία να δοκιμάσεις αρχικά μια ερευνητική ιδέα σου χωρίς πολλούς ενδοιασμούς και με σχετικά εύκολη πρόσβαση σε μικρά ποσά χρηματοδότησης. Αν μπορούσες να αποδείξεις ότι αυτή η ιδέα άξιζε, τότε υπήρχε και η δυνατότητα να την επεξεργαστείς ανεξάρτητα σε βάθος, περνώντας όμως μέσα από έναν άκρως ανταγωνιστικό διαγωνισμό χρηματοδότησης έρευνας. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουν να επιλέγουν τους καλύτερους επιστήμονες και να παραμένουν στην κορυφή της επιστημονικής έρευνας τόσο στην ιατρική όσο και σε πολλά άλλα πεδία.
Η επιλογή της Γερμανίας ως χώρα για τις πρώτες σπουδές έγινε καθαρά για προσωπικούς λόγους, καθώς και οι γονείς μου είχαν φοιτήσει στην χώρα με αντίστοιχες εμπειρίες, οπότε και υπήρχε ο προσανατολισμός προς τα εκεί από πολύ νωρίς. Το Ηνωμένο Βασίλειο ως τόπος μεταδιδακτορικού και αργότερα εργασίας προέκυψε, διότι μου έδινε ως χώρα και σύστημα την ευκαιρία να ακολουθήσω την ερευνητική και ακαδημαϊκή καριέρα που ήθελα, συνδυάζοντάς την με την εξάσκηση της ιατρικής και συγκεκριμένα της ενδοκρινολογίας σε πανεπιστημιακό επίπεδο.
Πώς μπορεί να επωφεληθεί ένας ιατρός από την εκπαίδευσή και την εμπειρία στο εξωτερικό;
Θεωρώ ότι για έναν ιατρό η εκπαίδευση και η εμπειρία στο εξωτερικό είναι απολύτως απαραίτητη, για πολλούς λόγους. Καλώς ή κακώς η εμπειρία των σπουδών αλλά και της ιατρικής μετεκπαίδευσης τόσο στην έρευνα όσο και στις διάφορες κλινικές ειδικότητες στην χώρα μας απέχει σε πολλούς τομείς πολύ από τον ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο μέσο όρο. Για παράδειγμα, στις σπουδές τις ιατρικής στο εξωτερικό δίδεται πολύ μεγάλη έμφαση στην εμπειρική μάθηση, με εντατική πρακτική εκπαίδευση των φοιτητών σε νοσοκομεία και ιατρεία από το πρώτο κιόλας έτος των σπουδών. Για αυτούς που θέλουν να ακολουθήσουν μια ακαδημαϊκή καριέρα στην ιατρική, υπάρχουν ειδικά μονοπάτια σπουδών και μετεκπαίδευσης που προσφέρουν πρόσβαση σε ερευνητικές ομάδες και χρηματοδότηση αλλά και προστατευμένο από κλινική εργασία χρόνο έρευνας σε τακτικά διαστήματα. Πέρα από την άμεση πρόσβαση σε θέσεις εργασίας για την απόκτηση ιατρικής ειδικότητας, χωρίς τα χρόνια αναμονής που χαρακτηρίζουν το ελληνικό σύστημα, οι ειδικευόμενοι ιατροί έχουν την ευκαιρία να μαζέψουν μεγάλη κλινική εμπειρία στον τομέα τους. Αυτό έχει να κάνει από την μία με το μέγεθος της χώρας και τον αντίστοιχο αριθμό ασθενών για κάποια συγκεκριμένη πάθηση, αλλά και με την πρόσβαση σε μεγάλο αριθμό περιστατικών, ακόμα και αυτών που θεωρούμε σπάνια, που δίδεται στους ειδικευόμενους από την αρχή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα από τον δικό μου τομέα της ενδοκρινολογίας: υπάρχουν κάποιες παθήσεις που λόγω σπανιότητας κάποιος ενδοκρινολόγος στην Ελλάδα που δεν έχει πάει ποτέ του εξωτερικό θα γνωρίζει ίσως μόνο σε θεωρητικό επίπεδο από τα βιβλία. Αντιθέτως εγώ, επειδή είχα την ευκαιρία να εργαστώ σε μεγάλα τριτοβάθμια νοσοκομεία αναφοράς στο εξωτερικό, έβλεπα τέτοιους ασθενείς σε εβδομαδιαία βάση για πολλά χρόνια. Αντίστοιχα ισχύουν για την μετεκπαίδευση στις διάφορες χειρουργικές ειδικότητες, στην χρήση νέων φαρμακευτικών θεραπειών αλλά και την γενικότερη οργάνωση και λειτουργία της ιατρικής πράξης σε νοσοκομεία και ιατρεία.
Κύριε Μανωλόπουλε, εσείς εργαστήκατε σε φορείς υγείας της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Πώς πιστεύετε ότι θα συμβάλει στη βελτίωση των ιατρικών υπηρεσιών στην Ελλάδα η εμπειρία σας στο εξωτερικό; Υπάρχουν νέες τεχνολογίες στον κλάδο της ενδοκρινολογίας που μπορούν να βελτιώσουν τις παροχές προς τους Έλληνες ασθενείς;
Κατά τη γνώμη μου, όσο σημαντικό είναι να μαζεύει κανείς εμπειρία στο εξωτερικό, τόσο σημαντικό είναι να ανατροφοδοτεί αυτήν την εμπειρία και στην Ελλάδα. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να εξασφαλίσουμε την πρόσβαση των ασθενών μας στις τελευταίες εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης και να βελτιώσουμε το επίπεδο υγείας του πληθυσμού. Αυτό μπορεί να έχει να κάνει με την εφαρμογή νέων θεραπευτικών πρωτοκόλλων ή χειρουργικών προσεγγίσεων για κάποια πάθηση που οδηγεί σε καλύτερα αποτελέσματα για τον ασθενή. Ειδικά στον τομέα της ιατρικής τεχνολογίας, οι εξελίξεις τα τελευταία χρόνια είναι ραγδαίες και σε πολλούς τομείς έχουν αλλάξει ριζικά τις θεραπευτικές δυνατότητες που έχουμε να προσφέρουμε στους ασθενείς μας. Ένα παράδειγμα από τον τομέα της ενδοκρινολογίας και την δικιά μου εμπειρία είναι η χρήση θεραπευτικού υπέρηχου για την θεραπεία όζων του θυρεοειδή αδένα που είναι καλοήθεις. Ο θεραπευτικός υπέρηχος, σαν τεχνολογία, υπάρχει εδώ και δεκαετίες με ευρεία χρήση στον τομέα της ογκολογίας, προϋποθέτοντας όμως την χρήση τομογράφου για τη διενέργεια της θεραπείας. Πριν μια δεκαετία περίπου μια τεχνολογική εταιρεία start-upτης Γαλλίας συνδύασε τον θεραπευτικό υπέρηχο με τη δυνατότητα της ζωντανής απεικόνισης και χαρτογράφησης του θεραπευτικού πεδίου χωρίς να χρειάζεται τομογραφία. Έτσι τώρα υπάρχει η δυνατότητα να θεραπεύουμε τους καλοήθεις όζους του θυρεοειδή χωρίς χειρουργείο με μια μη-επεμβατική μέθοδο που δεν αφήνει κάποιο σημάδι στο δέρμα και διατηρεί την φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδή. Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται με επιτυχία εδώ και αρκετά χρόνια στο εξωτερικό, όπου και την γνώρισα κατά της διάρκεια της εργασίας μου στην Γερμανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με την επιστροφή μου το 2021 έφερα αυτό το σύστημα μαζί μου και έτσι, για πρώτη φορά στην Ελλάδα μπορούν οι ασθενείς, ανάλογα με την περίπτωση φυσικά, να αποφύγουν ένα χειρουργείο θυρεοειδή. Ανάλογα παραδείγματα ιατρικής τεχνολογίας αιχμής που έφεραν συνάδελφοι επιστρέφοντας από το εξωτερικό μπορεί να βρει κανείς σε όλους του τομείς της ιατρικής.
Το μεταβολικό σύνδρομο χαρακτηρίζεται και ως μάστιγα της σύγχρονης εποχής. Τι διαφορές παρατηρείτε στην αντιμετώπιση του προβλήματος μεταξύ Ελλάδας και των χωρών στις οποίες εργαστήκατε;
Ο πυρήνας του προβλήματος του μεταβολικού συνδρόμου είναι η παχυσαρκία, και ως εκ τούτου η θεραπεία της παχυσαρκίας αποτελεί βασικό άξονα στην προσέγγιση του μεταβολικού συνδρόμου. Εδώ δυστυχώς, είμαστε ακόμα σε πολύ αρχικό στάδιο σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης και ειδικότερα του Ηνωμένου Βασιλείου όπου η παχυσαρκία αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας που αφορά μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Εκεί έχει θεσπιστεί εδώ και χρόνια η ολιστική προσέγγιση στην θεραπεία της παχυσαρκίας, μέσα από τη συνεργασία διεπιστημονικών ομάδων ενδοκρινολόγων, διαιτολόγων/διατροφολόγων, ψυχολόγων και εξειδικευμένων χειρουργών βαριατρικής. Έτσι, ο ασθενής που πάσχει από παχυσαρκία έχει πρόσβαση σε όλο το φάσμα των διαθέσιμων θεραπειών όπως προγράμματα διατροφής και άσκησης, ψυχολογικής υποστήριξης π.χ. για θέματα συναισθηματικής υπερφαγίας, φαρμακοθεραπείας και χειρουργικής αντιμετώπισης. Μέσα από την ομαδική παρακολούθηση σε βάθος χρόνου, η θεραπευτική αντιμετώπιση μπορεί να εξατομικευτεί ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε ασθενή αυξάνοντας το ποσοστό επιτυχίας της θεραπείας. Παράλληλα, έχει ξεκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια σε επίπεδο υγειονομικής πολιτικής για την εκπαίδευση του πληθυσμού σε θέματα βελτίωσης των διατροφικών συνηθειών αλλά και νομοθετικών αλλαγών που αφορούν την βιομηχανία τροφίμων με στόχο την βελτίωση της ποιότητας των τροφών με τελικό στόχο την πρόληψη της παχυσαρκίας.
Στην Ελλάδα η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας γίνεται τις περισσότερες φορές ακόμα αποσπασματικά, χωρίς αναγνώριση ότι η παχυσαρκία είναι μια χρόνια νόσος που απαιτεί την μακροπρόθεσμη παρακολούθηση του ασθενή από μια ομάδα επαγγελματιών υγείας, αλλά και αλλαγές στο περιβάλλον που ζούμε. Ευτυχώς έχουν αρχίσει και γίνονται τα πρώτα βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, με την μεταφορά και προσαρμογή διεθνών κατευθυντήριων οδηγιών για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας από τις αντίστοιχες ιατρικές επιστημονικές εταιρείες στην Ελλάδα, και την διεξαγωγή μελετών από οργανισμούς όπως η διαΝΕΟσις με στόχο την δημιουργία συγκεκριμένων προτάσεων πολιτικής υγείας για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας σε εθνικό επίπεδο.
Ποια είναι η δική σας άποψη για την μεγάλη διαρροή Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό;
Η διαρροή Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό κατά την άποψη μου έχει δύο όψεις. Οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αναζήτηση καλύτερων εκπαιδευτικών και επαγγελματικών ευκαιριών λόγω της έλλειψης αντίστοιχων δυνατοτήτων στην Ελλάδα, όπως αναλύσαμε και πιο πάνω. Από τη μία είναι σημαντικό, σε προσωπικό επίπεδο, να αναζητούμε την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση και εμπειρία στον τομέα μας, και είναι κάτι που το υποστηρίζω απόλυτα. Παρεμπιπτόντως, η διαρροή επιστημόνων στο εξωτερικό δεν είναι μόνο πρόβλημα της Ελλάδας, καθώς και σε άλλες χώρες της κεντρικής Ευρώπης υπάρχει η τάση επιστήμονες να φεύγουν αναζητώντας το επόμενο σκαλοπάτι στην επαγγελματική και προσωπική τους εξέλιξη, π.χ. για την Αμερική. Από την άλλη έχουμε και την υποχρέωση να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες ευκαιρίες και στην χώρα μας, αλλάζοντας σταδιακά το σύστημα προς το καλύτερο. Αυτό είναι κάτι που πολλοί από τους συναδέλφους που φεύγουν για το εξωτερικό θα το ήθελαν και είναι έτοιμοι να συμβάλουν – έχει εξάλλου αποτυπωθεί πολλές φορές σε μελέτες γύρω από αυτό το θέμα. Το στοίχημα λοιπόν, είναι πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε το τεράστιο πλεονέκτημα σε επίπεδο εμπειρίας που έχουμε ως Έλληνες επιστήμονες από την παραμονή μας στο εξωτερικό για το καλό της χώρας μας.
Τι είναι αυτό που μπορεί να οδηγήσει σήμερα έναν ιατρό που εργάζεται στο εξωτερικό να επιστρέψει στην Ελλάδα; Υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες και ενημέρωση που θα ενισχύσουν την επιστροφή των braindrainers;
Το πρόβλημα είναι πολυδιάστατο, με βασικούς παράγοντες να αποτελούν θέματα με την αναγνώριση της αντίστοιχης εμπειρίας που φέρνει κάποιος από το εξωτερικό, το πώς αντικατοπτρίζεται αυτή η εμπειρία στην θέση εργασίας του και τον μισθό του, αλλά και τις δυνατότητες που προσφέρει το σύστημα για να μπορεί να συνεχίσει να εργάζεται και να εξελίσσεται στο επίπεδο που έχει συνηθίσει από το εξωτερικό. Ειδικότερο στον τομέα της ιατρικής υπάρχουν δυστυχώς πολύ μεγάλες διαφορές ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα υγείας, με τον πρώτο να φημίζεται για την δύσκολη πρόσβαση, την χαμηλή ευελιξία όσον αφορά οτιδήποτε νέο και τις χαμηλές απολαβές σε σύγκριση με αντίστοιχα συστήματα υγείας του εξωτερικού, ενώ ο δεύτερος προσφέρει πολλές περισσότερες ευκαιρίες για εξέλιξη αλλά ουσιαστικά σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον όπου κανείς, ειδικά στην αρχή, λειτουργεί κυριολεκτικά μόνος του.
Από άποψη συνθηκών στον τομέα της ιατρικής πιστεύω ότι οι συνθήκες για την επιστροφή των braindrainers είναι καλές, όσο κανείς μπορεί να φέρει καινοτόμες θεραπευτικές προσεγγίσεις και μεγάλη εξειδικευμένη εμπειρία από το εξωτερικό. Ευτυχώς οι ασθενείς σήμερα είναι πολύ καλύτερα ενημερωμένοι για θέματα υγείας και σε μεγάλο βαθμό έχουν αρχίσει και επιλέγουν τον ιατρό τους, τουλάχιστον στον ιδιωτικό τομέα, με βάση την εμπειρία και το βιογραφικό του. Επίσης, δεν κάνει να ξεχνάμε ότι τόσο σε κλινικό όσο και σε ακαδημαϊκό επίπεδο υπάρχουν νησίδες αριστείας και στον δημόσιο τομέα, οπού μπορεί κανείς να βρει κατάλληλο έδαφος για μια επιστροφή στην Ελλάδα. Εκεί που υστερούμε κατά την γνώμη μου είναι στον συντονισμό και την ενημέρωση όσων ενδιαφέρονται για μια επιστροφή, δηλαδή υπάρχει μια απουσία στρατηγικής που θα μπορούσε να οδηγήσει στην συστηματική επιστροφή Ελλήνων ιατρών και άλλων επιστημόνων στην χώρα. Αυτό ισχύει ειδικά για μια επιστροφή στην περιφέρεια, δηλαδή σε μεσαίου μεγέθους πόλεις της Ελλάδας. Εκεί κατά τη γνώμη μου υπάρχει μεγάλη ανάγκη για βελτιωμένες υπηρεσίες υγείας, με αντίστοιχες ευκαιρίες, αλλά πολλές φορές λείπουν οι υποδομές που θα έκαναν μια τέτοια επιλογή να μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Φυσικά, η τελική απόφαση του να επιστρέψει κανείς στην Ελλάδα μετά από κάποια χρόνια ζωής και εργασίας στο εξωτερικό είναι βαθιά προσωπική και εξαρτάται και από πολλούς παράγοντες που δεν μπορούν να επηρεαστούν σε επίπεδο σχεδιασμού.
Τι πρέπει να αλλάξει στην Ελλάδα ώστε ο Έλληνας επιστήμονας να παραμείνει και να εδραιωθεί στη χώρα του;
Πιστεύω ότι οι αλλαγές που χρειάζονται είναι συστημικού επιπέδου και έχουν να κάνουν με τον τρόπο που λειτουργεί τόσο το σύστημα υγείας όσο και το πανεπιστήμιο στην Ελλάδα. Στο εξωτερικό υπάρχει ένας εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός αλλά το κάθε ένα νοσοκομείο ή πανεπιστήμιο λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα και αξιολογείται από τις επιδόσεις του. Μπορεί να επιλέξει τους συνεργάτες ιατρούς ή επιστήμονες ανεξάρτητα και να τους προσφέρει το εργασιακό περιβάλλον που θα τους επιτρέψει να εργαστούν σε υψηλό επίπεδο με αντίστοιχες απολαβές, με στόχο να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στην αξιολόγηση του. Αυτός ο τρόπος λειτουργίας απέχει πολύ από αυτόν της χώρας μας. Είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει σταδιακά και στην Ελλάδα, αλλά που υστερούμε ακόμα πολύ στην άμεση σύγκριση με άλλες χώρες. Από την άλλη, η μεγάλη ανάγκη που υπάρχει για σύγχρονες υπηρεσίες υγείας στην Ελλάδα και η αντίστοιχη ευγνωμοσύνη που εισπράττει κανείς από τους ασθενείς του, με τους οποίους πολλές φορές μας δένει μια πιο προσωπική σχέση από αυτή που έχουμε συνηθίσει στο εξωτερικό, μπορεί να προσφέρει ένα δυνατό κίνητρο παραμονής στην χώρα. Εξάλλου, οι περισσότεροι από εμάς σπουδάσαμε ιατρική ακριβώς για την εμπειρία αυτής της προσφοράς στον άνθρωπο, κάτι που δεν αλλάζει ακόμα και αν ο τρόπος που εξασκούμε την ιατρική σήμερα, μέσα από όλες τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις, έχει αλλάξει ριζικά.
Δρ. Κωνσταντίνος Μανωλόπουλος MDDPhil (Oxford) FRCP, Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος & Διευθυντής Τομέα Μη-Επεμβατικής Θεραπείας Θυρεοειδούς Αδένα, Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού TherapisHospital
Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε τις ιστοσελίδες www.endokrinologia.gr|www.metabolio.gr| www.echoplex.gr/ ή επικοινωνήστε με τον κ. Κωνσταντίνο Μανωλόπουλο στο τηλέφωνο 2160026799.