ΑΠΟΨΕΙΣ

Ένα διαφορετικό γκάλοπ

Ένα διαφορετικό γκάλοπ
urbanlife.gr

Εδώ και χρόνια, κάνω ένα γκάλοπ. Όχι συνεχώς και σίγουρα χωρίς καμία συνέπεια, απλά και μόνο όταν έρθει από μόνο του. Ρωτάω τους ανθρώπους της γενιάς μου (γύρω στα 30) αν θα ανταποκρίνονταν θετικά στη γενική επιστράτευση σε περίπτωση πολέμου. Οι απαντήσεις που μπορεί να δεχτεί το γκάλοπ είναι εκ των πραγμάτων οι εξής δύο: “ναι” και “όχι”.

Όσες υποκατηγορίες και αν σφηνώσει κανείς ενδιάμεσα, όσα “αν” και όσα “εξαρτάται”, το αποτέλεσμα που θα μετρήσει στην περίπτωση που περάσουμε από την θεωρία στον πόλεμο, είναι πολύ συγκεκριμένο. Είτε παίρνεις τουφέκι και πας στη μάχη, είτε παίρνεις οικογένεια, βαλίτσες, laptop και βιογραφικό και καταφεύγεις εκεί όπου εκτιμάς ότι δεν κινδυνεύετε.

Βασική διευκρίνιση: αν και ζω μόνιμα στην Κύπρο, η έρευνα περιορίζεται στους “εξ Ελλάδος”. Έτσι το ξεκίνησα, έτσι συνεχίζω, εκεί είναι το πεδίο ενδιαφέροντος, καθώς λόγω Κυπριακού Προβλήματος οι απαντήσεις στο νησί είναι θα ήταν μάλλον πιο προβλέψιμες. Μάλλον.

Ανεξαρτήτως της δικής μου άποψης, τα προκαταρκτικά αποτελέσματα αυτής της άτυπης έρευνας είναι σαφή: οι περισσότεροι θα επέλεγαν τη φυγή. Κάτι που μας οδηγεί στο εξής χοντροκομμένο συμπέρασμα: δεν θα φύγουν, δεν φεύγουν, έχουν ήδη φύγει και δεν το ξέρουν. Κι αυτό ναι μεν συνδέεται με την απογοήτευση που υπάρχει λόγω οικονομικής κρίσης και απαξίωσης των πολιτικών, αλλά αποτελεί μια αντίληψη που τείνει να γίνει συνείδηση.

Ξαφνιάστηκε κανείς;

Τι συμβαίνει λοιπόν; Όλο και περισσότερος κόσμος δεν νιώθει να συνδέεται με τον τόπο και άρα δεν βρίσκει κανένα λόγο να τον υπερασπιστεί. Δεν νιώθει ούτε γέννημα, ούτε μέρος, ούτε συνέχειά του. Ποιοι είναι οι λόγοι που κάνουν τη γενιά μας να νιώθει λιγότερο ριζωμένη σε αυτό που αποκαλούμε “Ελλάδα”, σε αντίθεση με τους γονείς ή τους παππούδες της;

Ως παρατηρητής εντόπισα μερικούς εκ του προχείρου.

Πρώτον, η παρεξήγηση των εννοιών. Έχουμε ταυτίσει λανθασμένα τους πολιτικούς με το κράτος και το κράτος με το έθνος. Ίσως όχι αδίκως, αλλά κάπου σκοντάφτει η αρμονία μιας τέτοιας ακολουθίας. Ακόμα και οι πιο ευέλικτοι πνευματικά που δεν στέκονται στην πρώτη ανάγνωση του στερεότυπου, νιώθουν ότι βρίσκονται εν μέσω μιας μασίφ κατάστασης που ούτε αλλάζει, ούτε εξελίσσεται, ούτε προσφέρει κίνητρο, παρά μόνο φτηνά άλλοθι σε ακροδεξιές ιδεολογίες στις οποίες έχει παραδοθεί αμαχητί κάθε τι εθνικό. Νιώθουν το δίκιο με το μέρος τους και τους φασίστες να κοιμούνται ήσυχοι. Όμως, είναι μεγάλη η σύγχυση: όταν ταυτίζεις τον εθνισμό με τον εθνικισμό, την ελευθερία με την ελευθεριότητα και τον Θεό με τον παπά, δεν μπορείς να περιμένεις και πολλά σε μια περίοδο που η κρίση λειτουργεί ως ναπάλμ για τα αυτονόητα.

Δεύτερον, η εξοικείωση με το ξένο και η σύνδεση μαζί του. Όντας όλο και πιο ταξιδεμένοι, νιώθοντας όλο και περισσότερο πολίτες του κόσμου, οι Έλληνες αντιλαμβανόμαστε ότι ο τόπος που μεγαλώσαμε δεν είναι το κέντρο του κόσμου στο οποίο όλοι θέλουν να παρελάσουν “γιατί θέλουν τον ήλιο μας”. Αν η προηγούμενη γενιά αποδόμησε την οικογένεια και την εκκλησία σε βαθμό που πλέον “it’s ok” να είσαι χωρισμένος γονιός και να δηλώνεις άθεος, για την δική μας μικρή διαφορά έχει αν ο πόλεμος γίνεται στην γειτονιά μας ή σε άλλη γειτονιά, αρκεί να μην μας πάρει καμιά αδέσποτη. Σημασία έχουν μόνο τα πεπραγμένα των ανθρώπων που ζουν κοντά μας και οι άνθρωποί αυτοί καθεαυτοί. Κανένα ρίσκο για κάτι που νιώθει ότι δεν την αφορά, πόσο μάλλον όταν με πολίτες “εχθρικών” παραδοσιακά χωρών, έχουμε αναπτύξει σχέσεις φιλίας, συνεργασίας και έρωτα.

Τρίτον, η απότομη εξωστρέφεια και η πολύ πρόσφατη επαφή με την παγκόσμια γνώση μέσω του γρήγορου και φτηνού ίντερνετ έφερε την λυσσαλέα επιθυμία να βγούμε έξω και να παίξουμε παρέα με τα άλλα παιδάκια, γεγονός που όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, οδήγησε μια ολόκληρη γενιά στο να ξεχάσει ότι έχει σπίτι. Είναι κάτι σαν το απότομο άνοιγμα της πόρτας σε ένα ίδρυμα με απομονωμένους. Όσοι προλάβαμε τη μάνα μας να βγαίνει στο παράθυρο και να φωνάζει με θυμό στον αέρα το όνομά μας για να μαζευτούμε από την αλάνα επειδή νύχτωνε και το πρωί είχαμε σχολείο, καταλαβαινόμαστε πριν μπει τελεία στην πρόταση.

Τέταρτον, ο καλπάζων υλισμός που σταδιακά δίνει τη θέση του στον καταναλωτισμό και οι υποχώρηση των αξιών έναντι των αρχών. Αρχές είναι οι νόμοι, αξίες είναι τα ιδανικά. Ακούγεται κλισέ, όμως έτσι είναι.

Πέμπτον, η ημιμάθεια. Ξέρουμε περίπου Ιστορία, περίπου Οικονομία, περίπου νομοθεσία, περίπου Ελληνικά, περίπου τεχνολογία.

Τα πρόσφατα γεγονότα στην Κύπρο και στο Αιγαίο, οι εμπρηστικές δηλώσεις της Τουρκίας και η μουδιασμένη στάση της παγκόσμιας κοινότητας απέναντι στις προκλήσεις, με έκαναν να ξανασκεφτώ το γκάλοπ. Διαπιστώνω δε ότι ελάχιστοι από την εν λόγω γενιά έχουν θέσει ευθέως αυτό το ερώτημα στον εαυτό τους. Και δεδομένου ότι δεν έχουν όλοι τα ίδια αυτονόητα, ίσως να έπρεπε κάποια στιγμή να το θέσουν. Είτε φτάσουν τα πράγματα ως εκεί, είτε πρόκειται για μια εξεζητημένη ερμηνεία της συγκυρίας, όποια κι αν είναι η απάντηση στον καθρέφτη τα συμπεράσματα που θα βγουν ίσως λειτουργήσουν ως λίπασμα στον κοινωνικό προβληματισμό και στα υπαρξιακά προβλήματα του πολίτη που εν έτει 2018 ονομάζουμε “Έλληνα”. Αν τέλος πάντων επιδιδόμαστε σε τέτοιες εσωτερικές διεργασίες.

Χρήστος Μιχάλαρος είναι δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός με έδρα την Κύπρο.