ΑΠΟΨΕΙΣ

Μητριές πατρίδες

Μητριές πατρίδες
TravnikovStudio

Φεύγουμε από τη χώρα μας, αλλά αυτό δεν είναι το μεγάλο πρόβλημα. Εξάλλου η γενιά μου, ως θύμα μιας κρίσης που έπιασε απροετοίμαστο ακόμα και τον Θεό, είναι ευέλικτη. Ακόμα και εκείνοι που δεν εμπίπτουν σε αυτό που θεωρείται «τα καλύτερα μυαλά», βγαίνοντας έξω, βρήκαν τον δρόμο τους, ζουν τη ζωή τους και κάνουν όνειρα έστω και όχι κάτω από τον απέραντο ελληνικό γαλάζιο ουρανό.

Η δική μου η γενιά ξεκίνησε ξεφυλλίζοντας βαριές εγκυκλοπαίδειες τα σιωπηλά κυριακάτικα μεσημέρια, απέκτησε κινητό κάπου στα 16 για να ανταλλάξει γραπτά μηνύματα αργά το βράδυ στα κρυφά, θυμάται τον ήχο του μόντεμ και πλέον φιλτράρει τον κόσμο μέσα από τον φακό της Google. Σπούδασε, βγήκε, μέθυσε, έπαθε, έμαθε, ταξίδεψε, ερωτεύτηκε και απογοητεύτηκε από τον κόσμο και τον πραγματικό του χαρακτήρα. Κοιτάει μέσα της και βλέπει ένα άγραφο μυθιστόρημα που κάποια στιγμή θα δικαιωθεί.

Η γενιά μου έγινε ευέλικτη διότι, μεγαλώνοντας, πέρασε από διαφορετικούς κόσμους σε σύντομο χρονικό διάστημα και μάλιστα σε ηλικίες που μπορούσε να αφομοιώσει.

Τελικά, όταν ξέσπασε η κρίση, η γενιά μου μπήκε σε ένα αεροπλάνο κι έφυγε. Άλλοι είχαν επιλογές που τους ανάγκαζαν σε εξευτελιστικούς συμβιβασμούς. Άλλοι δεν είχαν ούτε αυτό. Τελικά επέλεξαν μια νέα ζωή, η οποία στη συνέχεια για κοινωνιολογικούς λόγους περιλήφθηκε στην κατηγορία του «brain drain».

Τα στοιχεία που παρουσίασαν οι Financial Times είναι ενδεικτικά: από το 2010 έχουν μεταναστεύσει περίπου 350.000-400.000 Έλληνες, από 20 μέχρι 30 ετών. Από αυτούς, τα 2/3 είναι απόφοιτοι πανεπιστημίου και κάτοχοι μεταπτυχιακού.

Αλλά αυτό δεν είναι το μεγάλο πρόβλημα. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι ούτε ένας στους δέκα δεν σκέφτεται να επιστρέψει. Μπήκαν στο αεροπλάνο, απογειώθηκαν, προσγειώθηκαν κάπου αλλού κι έστησαν από την αρχή μια νέα ζωή.

Απέκτησαν έτσι μια μητριά πατρίδα.

Η δική μου περίπτωση υπήρξε εύκολη. Επέστρεψα στην Κύπρο μετά από 11 χρόνια απουσίας τα οποία χώρεσαν πτυχίο, μεταπτυχιακό, εργασία, ανεργία, δυο δημοσιευμένα βιβλία, προσδοκίες, αποτυχίες και κάποιες μετακομίσεις. Θα έλεγε κανείς ότι επέλεξα την επιστροφή. Ποτέ δεν ένιωσα ξένος ή προσωρινός, αλλά ότι επέστρεψα σε τόπο δικό μου. Αυτή όμως είναι μια σπάνια εξαίρεση, η οποία -τι ανακούφιση- βιώνεται οικεία και στα ελληνικά.

Όσο περνάει ο καιρός, λοιπόν, η γενιά μου κουράζεται να κοιτάζει προς τα πίσω. Δυσκολεύεται να εμπεδώσει την εξέλιξη κάποιων πραγμάτων, τα οποία στο εξωτερικό θεωρούνται λυμένα και αυτονόητα. Αδυνατεί να συλλάβει πώς, ενώ μεγάλωσε με μια σχεδόν ηδονική επιτάχυνση, εν τέλει ενηλικιώθηκε με μια απότομη πτώση και δυο σκισμένα γόνατα στο χαλίκι. Κι εν πάση περιπτώσει ό,τι έγινε, έγινε, πλέον έραψε τις πληγές της στην υγρασία της Ευρώπης και τώρα πρέπει να χτίσει καριέρα, ζωή και οικογένεια ακόμα και μακριά από το ελληνικό φως. Το οφείλει στον εαυτό της, στις θυσίες των γονέων, στα παιδιά που θα κάνει σε λίγα χρόνια. Σωστά;

Η γενιά μου αγάπησε τις μητριές πατρίδες, υιοθετώντας το αξίωμα ότι «μητέρα δεν είναι αυτή που σε γέννησε, αλλά αυτή που σε μεγάλωσε» με την ίδια ανάγκη που καταφεύγει σε αυτό ένα παιδί: την ανάγκη να γαντζωθεί από μια σταθερά, μια ρίζα που θα πετάξει κλαδιά και θα ανθίσει, ακολουθώντας μοιραία τον κύκλο της ζωής, απαγκιστρωμένο πια από τη μητέρα που το έδιωξε, αφήνοντάς τη να μαραζώνει από κακία, πνιγμένη στις ρυτίδες και στους μαύρους κύκλους. Βλέπει στα γαλανά νερά τής πάλαι ποτέ πατρίδας της ένα όμορφο πατρικό, το οποίο θα μετατραπεί σε εξοχικό, για να μπορεί η οικογένεια να παραθερίζει κάθε καλοκαίρι, όταν θα παίρνει άδεια από την παραγωγική και κοπιαστική κανονικότητα. Κοιτάζει πίσω και βλέπει κάτι απεχθές, αναμένοντας τον χρόνο να κάνει τη δουλειά του και να την απαλλάξει από τη δύναμη της βαρύτητας.

Εν προκειμένω, η αγκαλιά της ξενιτιάς υπήρξε μάλλον ζεστή και υποσχόμενη και με έναν τρόπο σχεδόν φροϋδικό ήρθε να τυλίξει μια γενιά Ελλήνων που ήθελε να επιβιώσει, να ονειρευτεί και να χτίσει. Οι μητριές πατρίδες τής έδωσαν αυτό που ένιωθε ότι δικαιούταν με μόνο αντάλλαγμα μια χούφτα από αυτονόητα. Πλέον, νέα παιδιά γεννιούνται εκεί έξω, έχουν άλλες μητρικές γλώσσες και μεγαλώνουν κάνοντας τραμπάλα ανάμεσα σε διαφορετικούς άξονες αναφοράς από τους ελληνικούς. Αναζητούν τη δική τους συνισταμένη, η οποία φαντάζει μάλλον δύσκολο να περάσει ποτέ από τη χώρα όπου κατάγονταν οι γονείς τους. Τα παιδιά αυτά δεν θα νιώσουν καμιά ανάγκη να προσφέρουν στην Ελλάδα, ούτε να ζήσουν σε αυτή, αν πρώτα αυτή δεν υπηρετήσει τις σύγχρονες, δυτικές και νεωτεριστικές ανάγκες που απέκτησαν ως πολίτες. Θα είναι ξένοι. Κι αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ