ΑΠΟΨΕΙΣ

Η ανηφόρα και τα αγκάθια στον δρόμο για τη Χάγη

Η ανηφόρα και τα αγκάθια στον δρόμο για τη Χάγη

Ο ιστορικός περίγυρος της παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης

Το ζήτημα της παραπομπής των διαφορών μας με την Τουρκία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι παλιό και ανάγεται στο 1975 όταν οι τότε Πρωθυπουργοί των δύο χωρών Κ. Καραμανλής και Σ. Ντεμιρέλ σε κοινό ανακοινωθέν τους μετά την συνάντησή τους στις Βρυξέλλες συμφώνησαν να παραπέμψουν με συνυποσχετικό το θέμα της οριοθέτησης της μεταξύ τους υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο στην δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου. Εν συνεχεία η Τουρκία υπαναχώρησε βγάζοντας τότε το σεισμογραφικό σκάφος «Χόρα» (μετέπειτα Σισμίκ) στο Αιγαίο, με αποτέλεσμα η χώρα μας να προσφύγει μονομερώς, κάνοντας χρήση του παραπάνω κοινού ανακοινωθέντος, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης το 1976. Το Δικαστήριο δυστυχώς για εμάς δεν δέχθηκε μεταξύ άλλων ότι το κοινό ανακοινωθέν των Πρωθυπουργών των δύο χωρών αποτελεί «συνυποσχετικό» με το οποίο η Τουρκία θα υποχρεωνόταν σε κοινή προσφυγή και απέρριψε την προσφυγή, κρίνοντας εαυτό αναρμόδιο.

Όλες, σχεδόν, οι μετέπειτα ελληνικές κυβερνήσεις ασπάστηκαν το δόγμα Καραμανλή ότι δεν υπάρχουν ελληνοτουρκικές διαφορές παρά μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις και ότι η μόνη ελληνοτουρκική διαφορά είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, η οποία θα πρέπει να επιλυθεί από το Διεθνές Δικαστήριο. Η Τουρκία αρνείται την προσφυγή, υποστηρίζοντας ότι οι μεταξύ των δύο χωρών διαφορές θα πρέπει να επιλυθούν με διαπραγματεύσεις, ακολουθώντας με συνέπεια την τακτική να βάζει στο τραπέζι ολοένα και περισσότερες διαφορές ή διεκδικήσεις με σκοπό να εξασφαλίσει όσο περισσότερα κέρδη γίνεται και πάντως περισσότερα απ’ όσα δικαιούται.

Η διεθνοπολιτική συγκυρία της παραπομπής

Mία ενδεχόμενης προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο είναι απόρροια των περιφερειακών και παγκόσμιων ισορροπιών καθώς και των επιδιώξεων και δυνατοτήτων των αντίδικων κρατών. Για παράδειγμα η συμφωνία για παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στην Χάγη που διατυπώθηκε στο Ελσίνκι το 1999 ήταν απότοκο μιας σειράς εξελίξεων στο διεθνές, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Η λήξη του Ψυχρού Πολέμου, η ανάδειξη των ΗΠΑ σε μοναδική υπερδύναμη και η επικράτηση του δόγματος Νέας Παγκόσμιας Τάξης δημιουργούσε πολύ μικρά περιθώρια για περιφερειακές δυνάμεις να προβάλλουν ηγεμονικές αξιώσεις. Την ίδια στιγμή η οικονομική παγκοσμιοποίηση δημιουργούσε την ανάγκη για ενδυνάμωση των περιφερειακών δομών συνεργασίας όπως η Ε.Ε., η οποία προβαλλόταν τότε ως το πιο επιτυχημένο παράδειγμα οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ολοκλήρωσης. Η Τουρκία μόλις έβγαινε από μια σφοδρή οικονομική κρίση και η νέα πολιτική δύναμη του μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ και του ηγέτη του χρειαζόταν το ευρωπαϊκό πλαίσιο για να επιβάλλει δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που θα μείωναν δραστικά τον ρόλο του στρατού και θα την απελευθέρωναν από το κεμαλικό βαθύ κράτος. Η Ελλάδα είχε ήδη επιτύχει την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. και πίστευε πως το πλαίσιο των ευρωπαϊκών διαδικασιών ένταξης θα «εξημέρωνε» πολιτικά την Τουρκία, εντάσσοντάς την σε μια ομάδα κρατών και θεσμικών δομών που στηρίζονται στο δίκαιο και στην διαπραγμάτευση με κοινώς αποδεκτούς κανόνες.

Σήμερα, τα στοιχεία που συνθέτουν το παγκόσμιο και περιφερειακό σκηνικό έχουν αλλάξει άρδην. Η υπερδύναμη επιθυμεί να αποσύρει μεγάλο μέρος δυνάμεων και πόρων από την Μέση Ανατολή και την Ανατ. Μεσόγειο, αναδιατάσσοντας τις στην περιοχή του Ειρηνικού και της Ανατολικής Ασίας. Αυτό δίνει το περιθώριο σε περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία, η Ρωσία, το Ιράν να επιζητήσουν ηγεμονικό ρόλο. Η Ε.Ε. ως περιφερειακό σχήμα συνεργασίας και ολοκλήρωσης βρίσκεται σε κρίση μετά την ατυχή διαχείριση των χρεωκοπιών του Νότου, του μεταναστευτικού και του Brexit. Η Τουρκία σήμερα δεν είναι η χώρα που συμμετείχε στην συμφωνία του Ελσίνκι, αλλά μια από τις είκοσι μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου με πληθυσμό που θα ξεπεράσει τα 80 εκατομμύρια σε δέκα χρόνια και με το ποσοστό των νέων κάτω από τα τριάντα να ξεπερνά το μισό αυτού του πληθυσμού. Με έναν στρατό που είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος στο ΝΑΤΟ και μια διόλου ευκαταφρόνητη πολεμική βιομηχανία.

Σε αυτό το περιβάλλον η Τουρκία προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι μια περιφερειακή υπερδύναμη. Με άλλα λόγια η Τουρκία θέλει να πείσει ότι κανένα περιφερειακό σχέδιο δεν μπορεί να επιτύχει αν αυτή δεν έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό. Σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία του Ερντογάν αυξάνει την ένταση όπου μπορεί και μετατρέπει την σχέση της με τις ΗΠΑ και τη Δύση σε παιχνίδι άγριου πόκερ. Χρησιμοποιεί το προσφυγικό ζήτημα ως εκβιαστικό μοχλό. Προσπαθεί να εμποδίσει την εκμετάλλευση της κυπριακής ΑΟΖ και την διασύνδεση των ενεργειακών κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου με τους ευρωπαϊκούς αγωγούς, αμφισβητεί την ΑΟΖ των Δωδεκανήσων ακόμη και της Κρήτης.

Με βάση την συνεχή αύξηση της επιθετικότητας της Τουρκίας και την προσπάθεια ανάδειξής της σε περιφερειακή υπερδύναμη και τους ισχύοντες κανόνες του Διεθνούς Δικαίου περί ειρηνικής επίλυσης των διαφορών δημιουργούνται ερωτήματα για το κατά πόσο είναι ωφέλιμη και ρεαλιστική από ελληνικής πλευράς η επίλυση των διαφορών μας από το Δικαστήριο της Χάγης.

Το νομικό πλαίσιο της προσφυγής στην Χάγη

Καταρχάς θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι όταν υπάρχουν διαφορές μεταξύ δύο πλευρών, αυτές θα πρέπει να επιλύονται με βάση τους κανόνες του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ ειρηνικά με διάφορους τρόπους. Ο βασικότερος είναι οι μεταξύ των δύο πλευρών διαπραγματεύσεις. Εάν οι διαπραγματεύσεις και τα λοιπά μέσα δεν καρποφορήσουν τότε προκρίνεται η προσφυγή στην διεθνή διαιτησία ή στην δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Απ’ εκεί και πέρα εγείρονται ορισμένα βασικά ερωτήματα για το κατά πόσο είναι ρεαλιστική η προσφυγή στην Χάγη και υπό ποίους όρους αυτή θα πραγματοποιηθεί.

  1. Πώς μπορούμε να υποχρεώσουμε την Τουρκία να δεχθεί την παραπομπή των διαφορών μας στην Χάγη, δεδομένου ότι ο μόνος τρόπος για να καταφύγουμε στο Διεθνές Δικαστήριο είναι η σύνταξη με την Τουρκία από κοινού συνυποσχετικού παραπομπής της διαφοράς (ή διαφορών), δηλ. με την απαραίτητη συναίνεση της Τουρκίας, η οποία μέχρι τώρα είναι αρνητική, ενώ αφήνει να εννοηθεί ότι θα συμφωνήσει μόνο με τους όρους της;
  2. Ποια θέματα θα θέσουμε υπόψη του Διεθνούς Δικαστηρίου προς επίλυση; Η χώρα μας υποστηρίζει ότι μόνο το θέμα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών (υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ) είναι επίδικο, η Τουρκία θέτει και ένα σωρό άλλα θέματα (έκταση αιγιαλίτιδας ζώνης και εναερίου χώρου, αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, κυριαρχία επί ελληνικών νησιών κ.α.). Θα πάμε τελικά μόνο με τα θέματα που θέτουμε εμείς ή και με αυτά που θέτει η Τουρκία; Γι αυτά θα πρέπει να συμφωνήσουμε στο συνυποσχετικό.
  3. Με βάση ποιους κανόνες θα εξεταστούν οι νομικές διαφορές; Με βάση τους κανόνες από τις κλασσικές πηγές του Διεθνούς Δικαίου, κύριες και επικουρικές, όπως περιγράφονται στο άρθρο 38 παρ. 1 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, όπως επιθυμούμε εμείς, ή με βάση την αρχή της ευθιδικίας, όπως επιθυμεί η Τουρκία, που απελευθερώνει τον Δικαστή από την αυστηρή τήρηση των νομικών κανόνων και του επιτρέπει να καταφύγει και σε άλλες (εξωνομικές) αρχές και κανόνες υποκειμενικής εκτίμησης της διαφοράς κατά την οθωμανική δικαιοδοτική πρακτική του Καδή; Και αυτό το θέμα πρέπει να περιλαμβάνεται στο συνυποσχετικό.
  4. Ας υποθέσουμε ότι τελικά πηγαίνουμε στην Χάγη και το Δικαστήριο βγάζει μία απόφαση, η οποία μας δικαιώνει σε μεγάλο βαθμό και πάντως κατά τρόπο που δεν είναι αρεστός στην άλλη πλευρά, είμαστε σίγουροι ότι η Τουρκία θα σεβαστεί την απόφαση; Τι θα συμβεί, εάν η Τουρκία στρεψοδικώντας, την (παρ)ερμηνεύει κατά το δοκούν εις βάρος του διατακτικού και του σκεπτικού της; Το άρθρο 103 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ προβλέπει παραπομπή του θέματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο μπορεί να επιβάλει και κυρώσεις κατά του δυστροπούντος κράτους. Είμαστε βέβαιοι ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας θα φανεί αυστηρά επιτιμητικό προς την Τουρκία για παραβίαση της απόφασης του Δικαστηρίου; Μάλλον όχι και όπως έχει αποδείξει η ιστορία του Κυπριακού η Τουρκία περιφρονεί τα καταδικαστικά Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.

Ο δρόμος προς την Χάγη περνάει από την Άγκυρα

Υπό τις παραπάνω συνθήκες, όμως, εντελώς διαφορετικές από αυτές του Ελσίνκι, οι πιθανότητες να επιδείξει η Τουρκία συνετή συμπεριφορά στην σύνταξη του αναγκαίου συνυποσχετικού ή να τηρήσει τα δεδικασμένα και να μην τα ερμηνεύσει κατά το δοκούν είναι δυστυχώς μικρές. Μια εποικοδομητική συμπεριφορά της Άγκυρας θα σήμαινε μεγάλη στρατηγική στροφή και απομάκρυνση από ηγεμονικές αξιώσεις που σήμερα φαίνεται μάλλον εξωπραγματική.

Καταφάσκοντας καταρχήν την παραπομπή της/των διαφοράς(ών) μας με την Τουρκία στην δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, θέση καταρχήν επιθυμητή και σωστή, θα πρέπει να έχουμε υπόψη τα ανωτέρω, για να μην τρέφουμε αυταπάτες ότι η Τουρκία θα αποδεχθεί την επίλυση των διαφορών μας από το Διεθνές Δικαστήριο και μάλιστα με τον τρόπο που επιθυμούμε εμείς και ότι το Διεθνές Δικαστήριο θα μας λύσει τα προβλήματα γρήγορα και οπωσδήποτε όπως εμείς αντιλαμβανόμαστε την δικαστική επίλυσή τους. Ο δρόμος προς την Χάγη είναι μακρύς, ανηφορικός και γεμάτος αγκάθια. Πρέπει να κοιτάξουμε να μην έχουμε εξουθενωθεί σε τέτοιο βαθμό μέχρι τότε που η κατάληξή του να μην έχει καμία αξία ή και να είναι δυσμενής για εμάς.

* Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και ο Χαράλαμπος Τσιλιώτης Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

ΔΗΜΟΦΙΛΗ