ΑΠΟΨΕΙΣ

Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι του Βασίλη Παπαβασιλείου στο Θέατρο Τέχνης

Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι του Βασίλη Παπαβασιλείου στο Θέατρο Τέχνης

Δεν μπορεί να περιγράψει κανείς εύκολα μια παράσταση του Παπαβασιλείου· πολύ δε λιγότερο να την κρίνει.

Η αφήγηση μιας ερωτικής σκηνής θα κινδυνεύει πάντα να διολισθήσει στο πορνογράφημα, (ακόμα και αν ο αφηγητής είναι και ο πρωταγωνιστής της), έτσι και η περιγραφή αυτού του ηθοποιού που αυτοσκηνοθετείται (ας μείνουμε σε αυτήν του την ιδιότητα) απειλεί να σβήσει μέσα σε λέξεις ένα ακατάβλητο ερωτικό πάθος. Και ιδού το πάθος αυτό στο Θέατρο Τέχνης οδού Φρυνίχου με την παράσταση Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι (τίτλος που αδικεί αυτό που τιτλοφορεί).

Παπαβασιλείου ο ξέπνοος ρήτορας λοιπόν, ο ξαναμμένος ρήτορας, καθόλου μεγαλόσωμος, αλλά τεράστιου μεγέθους, βραχύς το δέμας, αλλά κατακλύζει όλη τη σκηνή του θεάτρου ακόμα και καθιστός στη γωνία να σιωπά ή να μονολογεί, αλλά με μια ολόκληρη κοινωνία πίσω του, μαζί του, μπροστά του. Παπαβασιλείου ο «ψεκασμένος», ο αλλοπαρμένος, ο μάρτυρας μιας συνθήκης ιδρυματισμού, αλλά και μιας συνθήκης ανοίγματος στην κοινωνία και την ιστορία που φέρει αυτός ο τόπος.

Εάν νομιμοποιείται η διάκριση ανάμεσα σε ηθοποιούς προθέσεων και ηθοποιούς έντασης, ο Παπαβασιλείου ανήκει οπωσδήποτε στους δεύτερους.

Επιταχύνει και αναζωπυρώνει τον λόγο με τους παλμούς της καρδιάς του και επιβραδύνει το τέμπο με αιφνιδιαστικές ελάχιστες κινήσεις του σώματός του. Εκφράζει τις σκέψεις του, όπως περίπου το σώμα εκφράζεται με τον ιδρώτα του, αλλά γρήγορα συνειδητοποιούμε ότι η επιφάνεια των ιδεών δεν είναι παρά η κρούστα ενός μάγματος που κινείται ανοδικά με τους δικούς του νόμους: ατίθασες αλλαγές ρυθμού, εγκοπές, καταρρεύσεις και μικρές, αλλά σφοδρές εκρήξεις, δολιχοδρομίες, εμφατικές επαναλήψεις αυτού που συνεχώς διαφεύγει από τη μνήμη και επανέρχεται παραλλαγμένο, πτώσεις και εξάρσεις της αναπνοής, δυσθυμία, ευθυμία, κυκλοθυμία και πάντα αμφιθυμία, καθώς το θυμικό απλώνεται πίσω από τις λέξεις, φουσκώνει και ξεφουσκώνει σαν το στήθος ενός ασθμαίνοντος πολιτισμού.

Αλλού κόβει τις φράσεις του σκληρά, με μια αποφασιστική τομή του στόματος και του βλέμματος, αλλού τις προεκτείνει ψιθυριστά με το κεφάλι λίγο γερμένο και τα χέρια σε στάση αμφιβολίας, σα να θέλει να περάσει λάθρα ένα νόημα που αδίκως έχει θεωρηθεί δευτερεύον, μια σημασία που δεν χωράει εύκολα στη σύνταξη της φράσης ή ένα συναίσθημα που συχνά τυποποιείται στη γραμματική της ψυχολογίας.

Οι σκληρές τομές, αυτές οι πρόσκαιρες τιμωρίες του λόγου (ο λόγος τιμωρείται, αλλά και τιμωρεί τους ακροατές του) και οι ανυπόταχτοι ψίθυροι, σχεδόν παραληρηματικοί, σχεδόν δόλιοι, υπονομεύουν την καταγγελτική ρητορική του από σκηνής μονολόγου. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να σταθεί κανείς στις αναφορές μόνο της παράστασης (ο κύκλος γεγονότων του περασμένου καλοκαιριού), αλλά να αναζητήσει την ιδιοσυστασία της, που δεν είναι άλλη από τον εκφραστικό μικρόκοσμο αυτού του μεγάλου ηθοποιού.

Όλα σε αυτήν την αντιηρωική ραψωδία μαρτυρούν μιαν οικονομία της μελαγχολίας, η οποία όμως συνυπάρχει με τη χαρμολύπη, αντί να παραχωρηθεί στους ψυχιάτρους. Γλώσσα, χείλη, δόντια, φωνητικές χορδές, ψυχικές χορδές, χορογραφημένες κινήσεις, αλλά και κινήσεις-σπασμοί, χέρια αβέβαια και δάκτυλα εξεταστικά, πρωτεϊκό πρόσωπο, αλλά και μάτια. Τα μάτια του Παπαβασιλείου είναι οι Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, χωρίς να χρειάζονται τους δώδεκα χιλιάδες εξάμετρους στίχους του. Το μόνο που χρειάζονται (και το έχουν εν αφθονία) είναι αυτή η τερατώδης δύναμη του ειρωνικού βλέμματος, της σαρκαστικής ματιάς, που διεισδύει επίμονα μέσα στις όποιες οχυρώσεις στήνει ο θεατής για να είναι ασφαλής και σίγουρος.

Έρχονται στιγμές που νομίζεις ότι όλος ο Παπαβασιλείου είναι τα μάτια του, ότι όλη η ύπαρξή του είναι η ματιά ενός θλιμμένου αρλεκίνου με αυτό το μοναδικό χοροπηδητό βάδισμα: σαν να είναι αβέβαιο, αλλά φτάνει πάντα στον προορισμό του· σαν να παραπαίει, αλλά εκφράζει γλαφυρά το θυμικό που το στηρίζει· σαν να είναι μεθυσμένο, αλλά ξέρει πολύ καλά που πάει. Πού πάει το βάδισμα; Στη βεβαιότητα του απηνή χρόνου, αλλά και στην αβεβαιότητα της φυγής, της διαφυγής, της τρέλας.

Ο Φωκίων μοιάζει να βγήκε, κάπως περισσότερο «κοινωνικός» τώρα, από τον Φρίξο ή τον Κωστάντιο στον Περιποιητή φυτών του Παύλου Μάτεσι. Ίσως να είναι μια πιο κωμική, πιο σαρκαστική και σίγουρα πιο εγκόσμια εκδοχή τους, γιατί αυτός βρίσκει επιτέλους ένα κοινό να απευθυνθεί, έστω και το κοινό των τροφίμων του Ασύλου, δηλαδή το κοινό ημών των θεατών.

Ας μην ξεχνούμε άλλωστε ότι το πρόσωπο του Περιποιητή προέρχεται από ένα άσυλο ανθρώπων-φυτών, οι οποίοι εδώ αποκτούν ένα πιο ειδικό ιστορικό στίγμα. Όσο ισχυροί και εάν είναι αυτοί οι παραλληλισμοί, εκείνο που προέχει είναι ότι ο Φωκίων (όνομα που επίσης ταιριάζει σε ματεσικές ονοματοδοτήσεις, αλλά θυμίζει και τον Αθηναίο στρατηγό του «απέχθεσθαι του κλέπτειν τα δημόσια») αποκτά επιτέλους δικαίωμα λόγου, δικαίωμα παράστασης και, σε μια «παράβαση χωρίς Αριστοφάνη», απευθύνεται σε τροφίμους και πολίτες, σε μια επίσης παρακμιακή Αθήνα.

Δεν θα συμφωνούσα με όλα τα συμπτώματα της παρακμής, ούτε με όλα τα αίτια της κρίσης, όπως τα βλέπει ο σπουδαίος αυτός δημιουργός, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει, θα έλεγα ελάχιστη, καθώς σε κοιτά στα μάτια ο Φωκίων, σε αφοπλίζει και σε αιχμαλωτίζει με την πηγαία του δύναμη. Γιατί οι ιδέες του δεν είναι απλές επινοήσεις, αλλά δυνατοί σπασμοί βαθιά στα σωθικά του, είναι κραδασμοί από τα σπλάχνα του.

Στο βλέμμα του εμφανίζεται μια μακρόσυρτη στιγμή (στιγμή και στίγμα, ολίσθηση και πληγή), σαν ένα συμβάν που δεν συμβαίνει, που επέρχεται, αλλά δεν καταφθάνει, μια στιγμή λοιπόν ακαριαίας αποκρυστάλλωσης μιας κραυγής και ενός λυγμού, ενός υπόκωφου γέλιου που δεν «ακούγεται» παρά ως σεισμός από τα έγκατα αυτού που ονομάζουμε «ψυχή» και που στην παράσταση είναι ντυμένη με μια λευκή μπλούζα ταλαιπωρημένη και ματωμένη.

* Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ