ΑΠΟΨΕΙΣ

H Θεσσαλονίκη που αλλάζει

H Θεσσαλονίκη που αλλάζει
ΙΝΤΙΜΕ / ΤΟΣΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Περπατώντας στη Θεσσαλονίκη επ’ αφορμή της ΔΕΘ, μιλώντας με πολιτικούς, τραπεζίτες αλλά και επιχειρηματίες της πόλης, το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: «Η πόλη αλλάζει. Και αλλάζει γρήγορα».

Έστω και με καθυστερήσεις, τα έργα υποδομής υλοποιούνται. Μπορεί το μετρό να καθυστερήσει -ενδεχομένως και να ολοκληρωθεί μετά το 2023- όμως γίνεται. Η Εγνατία προχωράει, το λιμάνι μεγαλώνει, το σιδηροδρομικό δίκτυο εκσυγχρονίζεται.

Πέρα από τις υποδομές, που είναι προφανώς απαραίτητες, βλέπουμε και επενδύσεις. Είτε αφορούν την έρευνα και την τεχνολογία, είτε τις υπηρεσίες, η Θεσσαλονίκη γίνεται πόλος έλξης σημαντικών ξένων κεφαλαίων. Επενδύσεις που φέρνουν χρήμα αλλά και μυαλά στην πόλη, καθώς δημιουργούν θέσεις εργασίας, προσελκύοντας και ανθρώπινο κεφάλαιο τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων.

Και μαζί με τα παραπάνω, «τσιμπάει» και αγορά των ακινήτων. Γραφεία, διαμερίσματα αλλά και ξενοδοχεία γίνονται ανάρπαστα, οι τιμές ανεβαίνουν μετά τη «χειμέρια νάρκη» των τελευταίων ετών. Την ίδια στιγμή, ξένοι επενδυτές «χτενίζουν» την ευρύτερη περιοχή, αναζητώντας ευκαιρίες και ποντάροντας στις προοπτικές ανόδου της πόλης.

Θα μου πείτε, όλα είναι ρόδινα; Μήπως αυτό που περιγράφεις είναι μια μαγική εικόνα;
Προφανώς και υπάρχουν θέματα. Ας μην ξεχνάμε ότι τα τελευταία χρόνια η Θεσσαλονίκη έζησε έναν πολύ βαρύ χειμώνα, χτυπήθηκε από την κρίση αλλά και από την πανδημία, βίωσε πρωτοφανή ανεργία αλλά και αποβιομηχάνιση, με πολλές επιχειρήσεις να μεταφέρονται σε γειτονικές χώρες, απολαμβάνοντας χαμηλότερη φορολογία και εργατικό κόστος.

Άρα η πόλη -και ευρύτερα η βόρεια Ελλάδα- έχει πολύ δρόμο να διανύσει ώστε να καλύψει το χαμένο έδαφος της τελευταίας δεκαετίας, αλλά και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της πανδημίας και των συνεπειών της.

Η πρώτη μεγάλη πρόκληση είναι οι αλλαγές να γίνουν συντεταγμένα. Δεν έχει για παράδειγμα νόημα να φτιάξεις το λιμάνι της πόλης αν αυτό δεν συνδέεται άμεσα με τους αυτοκινητόδρομους και το σιδηροδρομικό δίκτυο.

Αντίστοιχα, δεν έχει νόημα να προσελκύεις εργαζομένους αν δεν μπορείς να εξασφαλίσεις ότι αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούν να απολαμβάνουν αξιοπρεπή διαμονή, είτε στο κέντρο είτε πέριξ της πόλης με λογικό κόστος.

Άρα απαιτείται συντονισμός στις κινήσεις και συμπράξεις ιδιωτών και δημοσίου ώστε να μην υπάρχουν παράλληλες πορείες αλλά μια ενιαία στρατηγική.

Η δεύτερη πρόκληση έχει να κάνει με τη χρηματοδότηση. Και όχι μόνο των μεγάλων, εμβληματικών έργων που αλλάζουν την περιοχή αλλά των τοπικών επιχειρήσεων μεσαίου μεγέθους που έχουν εξωστρεφή προσανατολισμό, προσφέρουν θέσεις εργασίας και αποτελούν πρεσβευτές της χώρας μας στο εξωτερικό.

Για τις επιχειρήσεις αυτές, η ανταγωνιστική χρηματοδότηση από τις τράπεζες αλλά και η αξιοποίηση άλλων εργαλείων, όπως το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης είναι «οξυγόνο» προκειμένου να μεγαλώσουν και να επεκταθούν. Και είναι προϋπόθεση, τόσο η πολιτεία όσο και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να τους δώσουν την προσοχή αλλά και τη σημασία που αξίζουν.

Τέλος, η Θεσσαλονίκη πρέπει να διευρύνει το ρόλο της ως πύλη από και προς τα Βαλκάνια. Είτε αφορά τα logistics, τον τουρισμό αλλά και ευρύτερα το επιχειρείν, οι εταιρείες της Βορείου Ελλάδος έχουν «πεδίο δόξης λαμπρό» στις γειτονικές χώρες.

Ας μην ξεχνάμε το ρόλο που είχε παίξει το ελληνικό επιχειρείν στα Βαλκάνια στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και μέχρι την κρίση. Ο ρόλος αυτός μπορεί να επανακτηθεί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κερδοφορία αλλά και τη γεωπολιτική σημασία των ελληνικών εταιρειών.

Με λίγα λόγια, η Θεσσαλονίκη αλλά και ευρύτερα η Βόρεια Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα σημαντικό κόμβο στην ιστορία της. Ο δρόμος μπροστά δείχνει αισιόδοξος. Αλλά είναι στο χέρι μας να δρέψουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε από αυτή την όντως ευνοϊκή συγκυρία, πολλαπλασιάζοντας τα οφέλη για την πόλη, την ευρύτερη περιοχή αλλά και ολόκληρη τη χώρα.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ