ΑΠΟΨΕΙΣ

Η τυπογραφική παλέτα της Νίνας Παπακωνσταντίνου

Η τυπογραφική παλέτα της Νίνας Παπακωνσταντίνου

Το 1948, ο Πάμπλο Πικάσο εικονογραφεί το “Άσμα των Νεκρών” (Le chant des morts) του Πιερ Ρεβερντύ με μια σειρά από γραμμικές λιθογραφίες.

Οι λιθογραφίες αυτές συλλειτουργούν, θα έλεγε κανείς, με τους καλλιγραφικούς χαρακτήρες με τους οποίους αποδίδεται το κείμενο, δημιουργώντας έναν αισθητικό συνδυασμό. Ως αποτέλεσμα προκύπτει ένα ιδιαίτερο κείμενο κατά τόπους αρκετά δυσανάγνωστο, το οποίο απευθύνεται εξίσου στην όραση και στη διάνοια και ως εκ τούτου γίνεται αντιληπτό κατά κύριο λόγο ως εικαστικό έργο, ή τουλάχιστον ως εικαστικό-λογοτεχνικό έργο. Το χαρακτηριστικό αυτό παράδειγμα είναι ένα από τα πολλά, όπου ο αισθητικός χαρακτήρας του γραπτού λόγου έχει βρει τη θέση του στο ζωγραφικό έργο.

Capture 2

Η Νίνα Παπακωνσταντίνου καταπιάνεται στην τρέχουσα έκθεσή της “Typo”(Γκαλερί Καλφαγιάν, 21/4-18/6) με τον γραπτό λόγο και τον αισθητικό του χαρακτήρα, αυτή τη φορά, όπως γίνεται σαφές και από τον τίτλο, μέσω της τυπογραφίας.

Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίον χειρίζεται την τυπογραφία η Παπακωνσταντίνου αποτελεί η ενότητα “Piles of Books”, η οποία αποτελείται από μια σειρά δεκαέξι σχεδίων με αποτύπωμα γραφής σε μαύρο καρμπόν. Χρησιμοποιεί κολοφώνες βιβλίων, τα οποία χρονολογούνται από τις αρχές της τυπογραφίας μέχρι σήμερα και “στοιβάζει” τα μικρά κείμενα με αποτέλεσμα το κείμενο να χάνει τον ευανάγνωστο χαρακτήρα του και να μετατρέπεται σε μία μάζα η οποία διαφοροποιείται χρωματικά και αποτελεί το εικαστικό, πλέον, θέμα του κάθε σχεδίου. Αν μάλιστα κοιτάξει κανείς τα σχέδια από απόσταση, οι φαινομενικά άμορφες μάζες θυμίζουν ανθρώπινες μορφές, πορτρέτα, οι λεπτομέρειες των οποίων έχουν αντικατασταθεί από τους χαρακτήρες και οι καμπύλες τους προκύπτουν από την παραγραφοποίηση, ενώ το υποφωτισμένο τους αποτέλεσμα προκύπτει από ένα ιδιότυπο chiaroscuro ανάμεσα στο μαύρο καρμπόν (σκοτάδι) και το κείμενο (φως).

Απέναντι στα δεκαέξι σχέδια του “Piles of Books” βρίσκονται τα δεκαέξι σχέδια που αποτελούν το έργο “Περικλέους, Επιτάφιος”, στο οποίο η εικαστικός κόβει σε μακρόστενες λωρίδες την καθεμία σελίδα του ιστορικού κειμένου και στη συνέχεια επανασυνδέει τα κομμάτια με τυχαία σειρά. Η επιλογή του κειμένου πάνω στο οποίο δημιουργεί το έργο της η Παπακωνσταντίνου μοιάζει να μην είναι τυχαία και συνηγορεί στη δημιουργία ενός διανοητικού παιχνιδιού, καθώς παίρνει την ελευθερία να αποδομήσει και στη συνέχεια να αναδομήσει ίσως το εμβληματικότερο κείμενο του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Στο ομώνυμο κείμενο του Εμίλ Ζολά αναφέρεται το έργο “J'accuse”, το οποίο αποτυπώνεται σε έναν συρόμενο τοίχο της γκαλερί, παραπέμποντας ευθέως στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας “L'Aurore” όπου και πρωτοδημοσιεύθηκε μετά την υπόθεση Ντρέιφους. Το περιεχόμενο μένει με συνέπεια δυσανάγνωστο, με τα νερά του εντύπου να δημιουργούν, από κοινού με τα ξεθωριασμένα γράμματα, αφηρημένες εντυπώσεις. Ο Ζολά “κατηγορεί” και παρόλο που ο θεατής του έργου της Παπακωνσταντίνου δεν μπορεί να διαβάσει το μανιφέστο, αυτό που έχει σημασία είναι η κίνηση του καλλιτέχνη, η οποία καθεαυτή αρκεί.

Ανάμεσα στα υπόλοιπα έργα βρίσκεται ανοιχτό ένα βιβλίο με διάφανες σελίδες πάνω στις οποίες εμφανίζονται μικρές κουκκίδες, οι οποίες στήνονται σαν να πρόκειται για κάποιο κείμενο. Το έργο ονομάζεται “Ημερολόγια Πένθους” και οι μαύρες κουκκίδες δεν είναι τίποτε άλλο από τη σημείωση των κενών ανάμεσα στις λέξεις του ομώνυμου βιβλίου του Roland Barthes. Ο θεατής καλείται να διαβάσει τις παύσεις, τη σιωπή, σαν να προσπαθεί να ακούσει σε ένα πικάπ τα τμήματα του βινυλίου που έχουν αφαιρεθεί.

Το μεταμοντέρνο πρόταγμα περί απόλυτης σύνδεσης τέχνης και ζωής ακολουθείται ευλαβικά από την Παπακωνσταντίνου με τρόπο πολύ προσωπικό και ύφος επί της ουσίας συνεπές. Η τυπογραφία της δεν είναι διακοσμητική όπως αυτή των μεσαιωνικών κειμένων, αντίθετα αποτελεί το βασικό ζωγραφικό της μέσο, τη μοναδικό υλικό στην παλέτα της.

* Ο Αδριανός Τρίκας-Πανδής είναι ιστορικός τέχνης.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ