ΑΠΟΨΕΙΣ

Ελληνική φαρμακοβιομηχανία: προκλήσεις και προοπτικές ανάπτυξης

Ελληνική φαρμακοβιομηχανία: προκλήσεις και προοπτικές ανάπτυξης

Η ελληνική οικονομία, εξερχόμενη από μια υπερδεκαετή οικονομική κρίση, βρέθηκε αντιμέτωπη με την πανδημική κρίση και ακολούθως με τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία.

Τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες εντάθηκαν, το κόστος ενέργειας πλήττει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενώ ο πληθωρισμός σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τις διαδοχικές κρίσεις, η ελληνική οικονομία εμφανίζεται περισσότερο ανθεκτική απ’ ότι άλλες μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ. Η χώρα βρίσκεται πλέον σε απόσταση αναπνοής από την επενδυτική βαθμίδα, μια εξέλιξη που δίνει ώθηση στην ανάπτυξη και σηματοδοτεί την αλλαγή σελίδας για την οικονομία. Η πρόσφατη αναβάθμιση από τον οίκο αξιολόγησης Fitch, επιβεβαιώνει το θετικό momentum για την ελληνική οικονομία.

Ωστόσο, δεν χρειάζεται εφησυχασμός. Οι προκλήσεις για την ελληνική οικονομία είναι μεγάλες και τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, δομικά. Το πρώτο στοίχημα, που οδηγεί στην ανάπτυξη, αφορά στην απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Τα κεφάλαια πρέπει να κατευθυνθούν σε κλάδους της ελληνικής οικονομίας με έντονη επενδυτική δυναμική, αναπτυξιακό πρόσημο και πολλαπλασιαστική αξία για την κοινωνία και την χώρα.

Το στοίχημα της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης πρέπει να κερδηθεί. Ο στόχος αυτός παραπέμπει στην επόμενη πρόκληση που δεν είναι άλλη από την παραγωγική ανασυγκρότηση. Η χώρα έχει ανάγκη παραγωγικές βιομηχανίες οι οποίες με τη δραστηριότητά τους θα συμβάλουν στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος και στην επάρκεια προϊόντων στην αγορά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συμβολή των κλάδων της μεταποίησης στο ΑΕΠ στην χώρα μας είναι μόλις 8%, όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι ~14,5% με στόχο να φθάσει το 20%. Για να μπορέσουν όμως αυτές οι δυνάμεις να απελευθερωθούν απαιτείται η ενεργή στήριξη κλάδων που έχουν μοναδική επενδυτική δυναμική.

Η χώρα μας έχει ανάγκη τις παραγωγικές επενδύσεις περισσότερο από ποτέ προκειμένου να καταγράψει βιώσιμους και σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης. Είναι κάτι που επισημαίνουν όλοι οι οίκοι αξιολόγησης, επενδυτικές τράπεζες και οίκοι στις εκθέσεις τους για την πορεία της οικονομίας.

Καταλύτης ανάπτυξης οι επενδύσεις της φαρμακοβιομηχανίας ύψους 1,2 δισ. ευρώ

Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία αποτελεί έναν κατεξοχήν αναπτυξιακό κλάδο της οικονομίας με ιδιαιτέρως έντονη επενδυτική δυναμική. Εξάγει ποιοτικά φάρμακα πρώτης γραμμής σε πάνω από 140 χώρες, ενώ την ίδια στιγμή υλοποιεί ένα δυναμικό επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 1,2 δισ. ευρώ, που θα ολοκληρωθεί σε βάθος τετραετίας.
Το πρόγραμμα προβλέπει την κατασκευή νέων εργοστασίων και ερευνητικών τμημάτων. Οι επενδύσεις αυτές έχουν μοναδική πολλαπλασιαστική αξία στα δημόσια έσοδα, στο ΑΕΠ της χώρας και οδηγούν στη δημιουργία νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, η ανταποδοτικότητα της δημιουργίας νέων παραγωγικών μονάδων επένδυσης αγγίζει το 86% του ποσού της επένδυσης, ενώ και η αύξηση των εσόδων του Δημοσίου αντιστοιχεί στο 22,5% της επενδυτικής δαπάνης. Επίσης, σημαντική είναι η πολλαπλασιαστική επίδραση της λειτουργίας των νέων μονάδων, με τη συνολική συμβολή τους στο ΑΕΠ να αντιστοιχεί στο 129% της επενδυτικής δαπάνης.

Εκτός όμως από τις σημαντικές επιδράσεις στην οικονομία, οι επενδύσεις αυτές έχουν έντονο κοινωνικό πρόσημο. Οι επενδύσεις της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας διασφαλίζουν την επάρκεια φαρμάκων στην εγχώρια αγορά, θωρακίζουν το σύστημα υγείας και φαρμακευτικής φροντίδας προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει έκτακτες κρίσεις, ενώ παράλληλα βελτιώνεται η πρόσβαση των ασθενών σε ακόμη περισσότερες θεραπείες . Η ολοκλήρωση του επενδυτικού προγράμματος των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών θα επιτρέψει την μετατροπή της χώρας μας σε κόμβο φαρμακευτικής έρευνας και παραγωγής για την ΝΑ Ευρώπη.

Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις

Ωστόσο η απελευθέρωση της επενδυτικής δυναμικής και η απρόσκοπτη υλοποίηση του επενδυτικού προγράμματος των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών προϋποθέτει την αναθεώρηση της φαρμακευτικής πολιτικής, η οποία την τελευταία δεκαετία ήταν μονομερώς εστιασμένη στην περιστολή της φαρμακευτικής δαπάνης.

Σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία η υιοθέτηση μιας φιλοεπενδυτικής πολιτικής που θα αντιμετωπίζει χρόνιες παθογένειες στον κλάδο του φαρμάκου. Είναι δεδομένο ότι η ελληνική φαρμακοβιομηχανία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά στρεβλώσεων για την άμβλυνση των οποίων απαιτούνται καινοτόμες μεταρρυθμίσεις.

Το πλέον επιτακτικό πρόβλημα αφορά στο ζήτημα της υποχρηματοδότησης της φαρμακευτικής δαπάνης. Είναι δεδομένο ότι οι προϋπολογισμοί της φαρμακευτικής δαπάνης του ΕΟΠΥΥ και των νοσοκομείων, βρίσκονται καθηλωμένοι σε πολύ χαμηλά επίπεδα την τελευταία πενταετία. Στο ίδιο διάστημα, οι ανάγκες των ασφαλισμένων ασθενών έχουν αυξηθεί κατά 35%, ενώ και το σωρευτικό κόστος των νέων θεραπειών υπερβαίνει το 1 δισ. ευρώ. Η ανισορροπία αυτή έχει οδηγήσει όλες τις φαρμακοβιομηχανίες και κυρίως τις ελληνικές που διαθέτουν οικονομικά φάρμακα να επιβαρύνονται με τεράστια ποσά επιστροφών τα τελευταία χρόνια.

Όμως, πρέπει να γίνει κατανοητό πως η διατήρηση της υποχρηματοδότησης της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, πρωτίστως δημιουργεί προβλήματα στην απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα όρια των φαρμακευτικών προϋπολογισμών παραμένουν καθηλωμένα εδώ και μια εξαετία ενώ οι ανάγκες αυξάνονται συνεχώς και νέες και ολοένα ακριβότερες θεραπείες κυκλοφορούν στην αγορά.

Ταυτόχρονα όμως η υποχρηματοδότηση οδηγεί στην επιβάρυνση της φαρμακοβιομηχανίας με τεράστιες υποχρεωτικές εκπτώσεις και επιστροφές rebate και clawback καθώς τα όρια των φαρμακευτικών προϋπολογισμών είναι χαμηλά και δεν αρκούν για την κάλυψη των διαρκώς αυξανόμενων αναγκών. Το ύψος των επιβαρύνσεων αυτών είναι πολύ υψηλό στη χώρα μας σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αξίζει να αναφερθεί πως οι άμεσες και έμμεσες επιβαρύνσεις οδηγούν στην αφαίμαξη του 70% του κύκλου εργασιών της εγχώριας βιομηχανίας φαρμάκου. Αυτή η υπέρμετρη επιβάρυνση υπονομεύει την διεθνή ανταγωνιστικότητα του κλάδου ενώ στερεί πολύτιμα επενδυτικά κεφάλαια, τα οποία δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και έχουν μοναδική πολλαπλασιαστική αξία για την κοινωνία και την εθνική οικονομία. Η υπερφορολόγηση της φαρμακοβιομηχανίας μέσω των υποχρεωτικών εκπτώσεων και επιστροφών δημιουργεί τεράστια αντικίνητρα για νέες επενδύσεις στην παραγωγή και στην έρευνα. Αυτό βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις κατευθύνσεις της νέας ευρωπαϊκής φαρμακευτικής στρατηγικής σχετικά με τον επαναπατρισμό της φαρμακευτικής παραγωγής στο έδαφος της ΕΕ και την ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιοφαρμακευτικής έρευνας.

Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να επισημανθεί ότι το μέτρο του συμψηφισμού μέρους του clawback με επενδύσεις του κλάδου κρίνεται απολύτως επιτυχές καθώς επέτρεψε την απελευθέρωση σημαντικής επενδυτικής δυναμικής από ελληνικές κα ξένες φαρμακοβιομηχανίες. Ωστόσο κρίνεται αναγκαία μια ολιστική μεταρρύθμιση του συστήματος της φαρμακευτικής πολιτικής με επαρκή χρηματοδότηση, εξορθολογισμό των τεράστιων επιβαρύνσεων rebate και clawback με σταθερούς όρους και κανόνες.

Αντλώντας συμπεράσματα από το παράδειγμα της φαρμακοβιομηχανίας, γίνεται πλέον ξεκάθαρο ότι η αξιοποίηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, η υλοποίηση σημαντικών επενδύσεων με πολλαπλασιαστική αξία για την οικονομία και την κοινωνία, καθώς και η υιοθέτηση δίκαιων και καινοτόμων μεταρρυθμίσεων, αποτελούν τα στοιχήματα για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας.

Η επιτυχής απάντηση στις προκλήσεις αυτές θα εξασφαλίσει ότι η χώρα, παρά το περιβάλλον αβεβαιότητας, θα καταφέρει να καταγράψει σταθερούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.