ΑΠΟΨΕΙΣ

Το Brexit στην ιστορία: Σενάρια και ευκαιρίες

Το Brexit στην ιστορία: Σενάρια και ευκαιρίες
Getty Images/Ideal Images

Από το 1972 (όταν οι πολίτες της Γαλλίας ενέκριναν με ένα εντυπωσιακό 68% τη διεύρυνση της Κοινότητας με την είσοδο της Βρετανίας, της Ιρλανδίας και της Δανίας) μέχρι σήμερα, δεκάδες δημοψηφίσματα έχουν χρησιμοποιηθεί για τη διαχείριση των σχέσεων μεταξύ εθνικής νομιμοποίησης και ευρωπαϊκής δυναμικής.

Πάνω από σαράντα δημοψηφίσματα – άμεσα συνδεόμενα με την ευρωπαϊκή πορεία επιμέρους χωρών ή την επικύρωση αλλαγών στις συνθήκες – έχουν συνοδεύσει την ενοποίηση μέσα στις δεκαετίες. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις (Ιρλανδία, Δανία) ένα ερώτημα τέθηκε δυο φορές αφού μεσολάβησαν κάποιες περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές τροποποιήσεις στο υπό κρίση ζήτημα ή ρύθμιση.

Η ίδια η Βρετανία ενέκρινε με δημοψήφισμα την ένταξη της στην ΕΟΚ το 1975 με ένα καθαρό 67% υπερ της ευρωπαϊκής πορείας. Η συμφωνία είχε κλείσει με τον Edward Heath και η χώρα ήδη συμμετείχε από την 1η Ιανουαρίου 1973 αλλά οι Εργατικοί είχαν υποσχεθεί δημοψήφισμα για την επισφράγιση ή την απόρριψη της συμμετοχής στην Κοινότητα. Οι πλέον υπεύθυνοι πολιτικοί της Βρετανίας υποστήριξαν σθεναρά το «ναι» στην ΕΟΚ το 1975. Ανάμεσα τους και η Margaret Thatcher: «Everyone should turn out in this referendum and vote yes, so that the question is over once and for all».

Παρότι από τεχνική άποψη και το δημοψήφισμα του 1975 είχε και εκείνο τον χαρακτήρα «παραμονή ή αποχώρηση» (που τότε ονομάστηκαν «ναι» ή «όχι» στην Κοινότητα), επρόκειτο στην πραγματικότητα για επικύρωση της σχετικά πρόσφατης ένταξης (1973). Με αυτή την έννοια, το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016 είναι μοναδικό στην ιστορία της ενωσιακής πορείας της Ευρώπης: ένα μεγάλο και ισχυρό κράτος-μέλος ρωτά τους πολίτες του όχι αν θέλουν την ένταξη ή αν εγκρίνουν κάποιες νέες συνθήκες ή ρυθμίσεις, αλλά εάν θα πρέπει να παραμείνει στην Ένωση μετά από δεκαετίες συμμετοχής.

Η ριψοκίνδυνη στρατηγική του David Cameron έχει αφενός ως σκοπό το κλείσιμο του ζητήματος, αυτή τη φορά, «once and for all» (όπως είχε ελπίσει η Thatcher το 1975) και αφετέρου την ανακούφιση από την πολιτική πίεση που υφίστανται οι Τόρηδες από τα δεξιά στα ευρωπαϊκά ζητήματα. Διότι η εκστρατεία υπερ του Brexit είναι μια εκστρατεία σε μεγάλο βαθμό εθνικιστική και βασισμένη σε ανορθολογικούς φόβους και νεο-ρατσιστικές στάσεις και συμπεριφορές. Όσο και αν προσπαθούν ορισμένοι να του προσδώσουν μια κάπως εκλεπτυσμένη αύρα, το Brexit παραμένει ευχή του Nigel Farage και των τυχοδιωκτών στα άκρα πέρα κι από αυτόν.

Θεωρώ ότι οι πιθανότητες – παρά τις δημοσκοπικές διακυμάνσεις – παραμένουν σαφώς υπερ της παραμονής της Βρετανίας στην Ένωση. Οι τυχοδιώκτες θα ηττηθούν και το Λονδίνο θα παραμείνει ένα μείζον κέντρο στην καρδιά της Ένωσης με τις αμφιβολίες διαλυμένες και τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα σαφή. Παρόλα αυτά, σήμερα – μερικές ημέρες πριν την 23η Ιουνίου – μπορούμε ακόμη να μιλάμε μόνο με σενάρια. Ας εξετάσουμε, συνοπτικά, τα τρια κυρίαρχα.

Πρώτο – και πλέον απίθανο – σενάριο: το Brexit υπερισχύει με σημαντική διαφορά (άνω του 55%) οπότε το Λονδίνο και οι Βρυξέλλες ξεκινούν την μακρά και επίπονη διαδικασία αποδέσμευσης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση. Στα χαρτιά, τουλάχιστον, η Βρετανία είναι καλύτερα προετοιμασμένη με την έννοια ότι τα υπουργεία – με την εξαίρετη, λιτή αλλά και μόνιμη (permanent) γραφειοκρατική στελέχωση τους – έχουν ήδη από τον Απρίλιο καταθέσει λεπτομερείς μελέτες για τα στάδια, τις διαδικασίες και τις πιθανές επιπτώσεις της διοικητικής και πολιτικής αποδέσμευσης. Στο οικονομικό πεδίο, το ΔΝΤ επισημαίνει σε πρόσφατη έκθεση του ότι οι οικονομικές επιπτώσεις για τη Βρετανία θα είναι δυσμενείς με αύξηση της αβεβαιότητας, συρρίκνωση της οικονομίας, αύξηση της ανεργίας και διεύρυνση των ελλειμμάτων.

Από την άλλη πλευρά, οι επιπτώσεις για την ΕΕ θα είναι ανυπολόγιστες. Στο Βερολίνο, πολλοί επισημαίνουν ότι η Γερμανία θα έχανε έναν ισχυρό σύμμαχο – υποστηρικτή του οικονομικού φιλελευθερισμού. Αλλά οι επιπτώσεις θα είναι πιο σύνθετες. Μακροπρόθεσμα, το Brexit θα ήταν εξόχως προβληματική εξέλιξη για όσους επιθυμούμε μια ισχυρή ΕΕ χωρίς απόλυτη γερμανική ηγεμονία. Η Βρετανία παραμένει ένα βασικό γεωπολιτικό και στρατιωτικό σημείο αναφοράς στην Ευρώπη και την ΕΕ: όσο αποστασιοποιείται, τόσο περισσότερο θα πιέζεται η Γαλλία από τις συνέπειες της οικονομικής και γενικότερης «ήπιας ισχύος» της Γερμανίας. Η ανοησία που διακινείται («στην πραγματικότητα, η Βρετανία δεν ήταν ποτέ μέρος της Ευρώπης») αγνοεί τις ισορροπίες Γαλλίας – Γερμανίας – Βρετανίας – Ιταλίας αλλά και τον κρίσιμο γεωπολιτικό, αμυντικό και στρατιωτικό ρόλο της Βρετανίας τόσο στην ΕΕ όσο και στο ΝΑΤΟ. Μια έξοδος της Βρετανίας θα σήμαινε αφενός την ιστορική διατάρραξη αυτών των ισορροπιών (επίδραση ισορροπίας ισχύος) και αφετέρου την πιθανή ανάδειξη αιτημάτων για δημοψηφίσματα παραμονής ή αποχώρησης και σε άλλες χώρες, ανάλογα με τις εκεί πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις (επίδραση ντόμινο). Το (ευτυχώς απίθανο) αυτό σενάριο εξόδου οδηγεί σε τρια επιμέρους σενάρια για το μέλλον: (α) αποδιάρθρωση και σταδιακή κατάρρευση της Ένωσης, (β) συνεχιζόμενη συνεργασία με εντεινόμενη αμφισβήτηση και αυξανόμενες ασυμμετρίες ή (γ) πίεση για μεγαλύτερη, αμεσότερη αλλά και στενότερη ενοποίηση – ένας ομοσπονδισμός του πυρήνα. Όταν, τον Ιούλιο 2015, ο Francois Hollande επισήμανε ότι η ευρωζώνη χρειάζεται μια ενισχυμένη διακυβέρνηση, προϋπολογισμό και μεγαλύτερη συμμετοχή του Ευρωκοινοβουλίου, το συμπέρασμα ήταν ότι ίσως χρειαστεί μια «εμπροσθοφυλακή» με τις πλέον αποφασισμένες χώρες.

Το δεύτερο σενάριο προβλέπει μια οριακή επικράτηση της «αποχώρησης» και την ενεργοποίηση μηχανισμών περαιτέρω διαπραγμάτευσης του Λονδίνου με τους εταίρους με στόχο την εκ νέου προσφυγή στους πολίτες. Με δεδομένη την ήδη υπάρχουσα συμφωνία της 19ης Φεβρουαρίου σε κάποια ουσιαστικά σημεία (εθνική κυριαρχία και ενίσχυση του ρόλου των εθνικών κοινοβουλίων στις ευρωπαϊκές αποφάσεις, καμία μελλοντική αλλαγή σε ευρωπαϊκές συνθήκες δεν θέτει σε κίνδυνο το ειδικό καθεστώς της Βρετανίας, άρνηση επιδομάτων σε νεοαφιχθέντες εργαζόμενους από άλλα κράτη μέλη της ΕΕ για τα πρώτα τέσσερα χρόνια, βρετανική εποπτεία στις βρετανικές τράπεζες και αγορές), μια μικρή περατέρω εξειδίκευση δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Το τρίτο – και πιθανότερο – σενάριο δίνει το προβάδισμα στους υποστηρικτές της παραμονής στην Ένωση. Τα περισσότερα ορθολογικά επιχειρήματα πείθουν υπερ της «παραμονής» ενώ και η εκστρατεία του ακραίου λαϊκιστικού εθνικισμού – που διαμόρφωσε και τις συνθήκες για την έξαρση της δολοφονικής βίας – δεν φαίνεται να υπερισχύει. Όμως η ΕΕ απόκτησε ήδη μια νέα δυναμική στην κατεύθυνση της ασύμμετρης ενοποίησης. Το πρώτο αυτό συμπέρασμα βασίζεται σε κάτι που είναι ήδη γεγονός: η συμφωνία της 19ης Φεβρουαρίου («Νέα διευθέτηση για το Ηνωμένο Βασίλειο στην ΕΕ») αποτελεί ουσιαστικά μνημείο ασύμμετρης ενοποίησης. Βέβαια και αυτή η δυναμική παραμένει ανοικτό θέμα, ενόψει της ευρύτερης συζήτησης που θα ανοίξει στο προσεχές μέλλον γενικότερα για τις συνθήκες.

Ο προβληματισμός με αφορμή το σενάριο του Brexit αποτελεί ταυτόχρονα για την Ένωση και ευκαιρία για στρατηγικό αναστοχασμό. Όπως υποστήριξα προ μηνών, στη συγκεκριμένη συγκυρία είναι προς το συμφέρον μιας χώρας όπως η Ελλάδα η μεταβατική απροσδιοριστία σε σχέση με την μελλοντική αναθεώρηση των συνθηκών και η μη άμεση πραγματοποίηση μιας στενότερης ένωσης από μια «εμπροσθοφυλακή» διότι – κατά πάσα πιθανότητα – ακόμη και εάν συμβεί δεν θα είμαστε ανάμεσα τους.

Εν κατακλείδι, εάν η νέα ευκαιρία για αναστοχασμό δεν οδηγήσει σε μια επανατοποθέτηση της ΕΕ σε στρατηγική – πολιτική τροχιά, το μέλλον θα είναι μια συνεχιζόμενη συνεργασία με εντεινόμενη κοινωνική αμφισβήτηση αλλά και αυξανόμενες θεσμικές ασυμμετρίες. Το ιστορικό δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου συμπυκνώνει το χρόνο και πιέζει για μακροπρόθεσμες στρατηγικές στοχεύσεις αλλά και προσεκτική προετοιμασία για χώρες όπως η Ελλάδα ώστε να παραμείνουν κατά το δυνατόν συγχρονισμένες με την πορεία της Ένωσης.

*Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts της Μασαχουσέτης (ΗΠΑ)

.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ