ΑΠΟΨΕΙΣ

Γιάννης Στουρνάρας: H αύξηση της παραγωγικότητας προϋπόθεση για μεγαλύτερη ευημερία

Γιάννης Στουρνάρας: H αύξηση της παραγωγικότητας προϋπόθεση για μεγαλύτερη ευημερία
O Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας Eurokinissi

Η οικονομική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στη διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και σταθερότητας, καθώς και στην υλοποίηση των απαιτούμενων επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» και οι οποίες θα διευκολύνουν την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της οικονομίας και την επιτάχυνση του αναπτυξιακού ρυθμού τα επόμενα χρόνια.

Αυτό αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την ενίσχυση των εισοδημάτων, την ανακούφιση των φτωχότερων νοικοκυριών και την περαιτέρω μείωση των ανισοτήτων, ενώ ταυτόχρονα θα διασφαλίσει τη βαθμιαία βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας.

Ωστόσο, παρότι η έγκαιρη απορρόφηση και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) είναι αποφασιστικής σημασίας για την πορεία της οικονομίας τα επόμενα χρόνια, δεν θα πρέπει να δημιουργείται η εντύπωση ότι αυτό από μόνο του επαρκεί για να καλύψουμε, με διατηρήσιμο τρόπο, το χαμένο έδαφος της δεκαετούς κρίσης χρέους.

Κατά συνέπεια, απαιτούνται πρόσθετες προσπάθειες για την ενίσχυση του μεσομακροπρόθεσμου ρυθμού δυνητικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει την έγκαιρη αντιμετώπιση των εγγενών αδυναμιών της.

Ενδεικτικά, η δημογραφική γήρανση αναμένεται να συρρικνώσει το ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας. Αυτό απαιτεί την υιοθέτηση ενεργητικών πολιτικών και προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης στην αγορά εργασίας που θα έχουν ως στόχο την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών και των νέων στο εργατικό δυναμικό, τον περιορισμό του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων και την επανένταξη στο εργατικό δυναμικό όσων έχουν αποθαρρυνθεί.

Παράλληλα όμως, απαιτούνται και στοχευμένες πολιτικές όσον αφορά την ένταξη των μεταναστών και την προσέλκυση ξένων εργαζομένων για να αντιμετωπιστούν οι ήδη παρατηρούμενες ελλείψεις στον αγροτικό τομέα και στους κλάδους που σχετίζονται με τον τουρισμό και τις κατασκευές.

Δεδομένων των περιορισμών που θέτουν οι δημογραφικές εξελίξεις, απαιτείται η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας προκειμένου να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική. Η παραγωγικότητα της εργασίας ακολούθησε αυξητική τάση κατά την πορεία ένταξης της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) έως και την περίοδο πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009. Έπειτα, κινήθηκε καθοδικά λόγω της κρίσης χρέους, φθάνοντας στο κατώτατο επίπεδό της το 2020.

Τα τελευταία χρόνια η παραγωγικότητα της εργασίας ανέκαμψε, επανερχόμενη σε πορεία σύγκλισης με τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι το 2024 διαμορφώθηκε στο 57,9% (63,3%) της παραγωγικότητας της εργασίας στην ευρωζώνη (στην ΕΕ-27). Παρ’ όλα αυτά, η απόσταση που πρέπει να καλύψει η ελληνική οικονομία όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας είναι πολύ μεγάλη και θα απαιτήσει μακρόχρονη προσπάθεια.

Λαμβάνοντας υπόψη το επενδυτικό κενό που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, η αύξηση των επενδύσεων αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας και την επιτάχυνση των ρυθμών μεγέθυνσης. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει την πλήρη απορρόφηση και παραγωγική αξιοποίηση των πόρων του RRF καθώς του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου της ΕΕ 2021-2027.

Ταυτόχρονα όμως προϋποθέτει και την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τις υφιστάμενες προκλήσεις και να χρηματοδοτήσει αποτελεσματικά τις επενδύσεις και τη μεγέθυνση της οικονομίας. Συνεπώς, χρειάζεται εγρήγορση ώστε να επιτευχθεί περαιτέρω εξυγίανση του ενεργητικού των τραπεζών, να αποφευχθούν νέες καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων, γεγονός που αναμένεται να συμβάλει στην περαιτέρω βελτίωση των κεφαλαιακών δεικτών, και να περιοριστούν οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs), οι οποίες επί του παρόντος αποτελούν 40% των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών.

Λόγω των μελλοντικών περιορισμών που προκύπτουν από τα δημογραφικά δεδομένα αλλά και των περιβαλλοντικών προκλήσεων και της κλιματικής αλλαγής, καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική η έννοια της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής (total factor productivity – TFP). Η υψηλότερη συνολική παραγωγικότητα επιτρέπει σε μια οικονομία είτε να αυξάνει το συνολικό της εισόδημα χωρίς να χρησιμοποιεί περισσότερες εισροές είτε εναλλακτικά να διατηρεί το επίπεδο εισοδήματός της χρησιμοποιώντας λιγότερες εισροές παραγωγής.

Συνεπώς, η βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας επιτρέπει τη διατήρηση ή την αύξηση του βιοτικού επίπεδου, προστατεύοντας παράλληλα τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον.

Προκειμένου να ενισχυθεί η συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας, απαιτείται η βελτίωση της εκπαίδευσης και κατάρτισης ειδικά σε νέες τεχνολογίες, ούτως ώστε να αυξηθεί το ανθρώπινο κεφάλαιο. Παράλληλα, απαιτείται η ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας, καθώς η πρόσβαση των επιχειρήσεων στην παγκόσμια αγορά τούς δίνει την ευκαιρία να εκμεταλλευθούν οικονομίες κλίμακας και να ενισχύσουν το τεχνολογικό τους περιεχόμενο, ενώ ο διεθνής ανταγωνισμός τείνει να επιβραβεύει τις πλέον παραγωγικές επιχειρήσεις.

Επιπλέον, οι αγορές εργασίας και κεφαλαίων θα πρέπει να λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε οι πιο παραγωγικές επιχειρήσεις σε κάθε τομέα να είναι σε θέση να προσελκύουν το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας και του κεφαλαίου. Αυτή η διαδικασία διασφαλίζει ότι οι καλύτερες επιχειρήσεις θα ευδοκιμούν, ενώ οι λιγότερο αποτελεσματικές θα εξέρχονται από την αγορά.

Πρόκειται για τη λεγόμενη «κατανεμητική αποδοτικότητα», η οποία συνεπάγεται την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας και την οικονομική πρόοδο. Αντίθετα, αν η εργασία και το κεφάλαιο παραμένουν στις σχετικά μη παραγωγικές επιχειρήσεις, η οικονομία και η παραγωγικότητα σταδιακά υποχωρούν.

Κάτι τέτοιο μπορεί να προκύψει αν, για παράδειγμα, η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από υπερβολικές ρυθμίσεις, αν οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις συνεχίζουν να λειτουργούν, χάρη σε ευνοϊκές διατάξεις ή φραγμούς στην είσοδο νέων επιχειρήσεων, ή αν οι νέες πιο δυναμικές επιχειρήσεις έχουν δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση.

Συνεπώς, τα ρυθμιστικά εμπόδια, οι δύσκαμπτες αγορές εργασίας, οι χρηματοδοτικοί περιορισμοί και η έλλειψη πρόσβασης στις διεθνείς αγορές είναι παράγοντες που οδηγούν σε κακή κατανομή των πόρων, έλλειψη κατανεμητικής αποδοτικότητας και χαμηλή παραγωγικότητα. Άρα, η υιοθέτηση στοχευμένων παρεμβάσεων πολιτικής και η προώθηση κατάλληλων μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση αυτών των στρεβλώσεων θα μπορούσαν να ενισχύσουν σημαντικά την παραγωγικότητα και να τονώσουν την ανάπτυξη. Πολιτικές που υποστηρίζουν αυτόν το στόχο σχετίζονται με τη μείωση των φραγμών εισόδου στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και με την αύξηση του ανταγωνισμού.

Προς την ίδια κατεύθυνση μπορεί να συμβάλει η καλύτερη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, η οποία επιτρέπει στις επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση που χρειάζονται για να αναπτυχθούν και να καινοτομήσουν. Οι επιχειρήσεις με υψηλές δυνατότητες παραγωγικότητας δύνανται, επομένως, να αποκτήσουν το απαραίτητο κεφάλαιο για να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους, αντί να παραμείνουν σε μικρό μέγεθος εξαιτίας των χρηματοδοτικών περιορισμών.

Εξίσου σημαντική είναι η μείωση των δυσκαμψιών στην αγορά εργασίας προκειμένου να ενισχυθούν ο δυναμισμός και η προσαρμοστικότητα του εργατικού δυναμικού. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη αντιστοίχιση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας, ενισχύοντας έτσι τη συνολική παραγωγικότητα.

Ζωτικής σημασίας για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη είναι επίσης η αντιμετώπιση άλλων ζητημάτων που εμποδίζουν την αποτελεσματική κατανομή των πόρων. Τέτοια ζητήματα είναι η πολυνομία και η κακονομία, οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, το ασαφές χωροταξικό πλαίσιο, η ελλιπής διασύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, οι ελλείψεις σε υποδομές, το υψηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, η μεγάλη φορολογική επιβάρυνση του εισοδήματος από εργασία, οι αυξημένοι έμμεσοι φόροι, οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού και η ανεπαρκής πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) σε τραπεζική χρηματοδότηση.

Αυτά πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσω καλύτερης διακυβέρνησης και θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Η βελτίωση του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου και η διασφάλιση διαφανών και δίκαιων πρακτικών της αγοράς μπορούν να δημιουργήσουν ένα πιο δυναμικό και παραγωγικό οικονομικό τοπίο. Βασική προϋπόθεση όμως είναι η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης με διεύρυνση των μικροπιστώσεων και πρόσβαση σε εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης μέσω των κεφαλαιαγορών για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών των ΜΜΕ, ιδίως των νεοφυών και καινοτόμων, που δεν διαθέτουν εμπράγματες εξασφαλίσεις για τη λήψη τραπεζικών δανείων.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα επιτρέψουν στους πιο δυναμικούς και εξωστρεφείς κλάδους της οικονομίας να ευδοκιμήσουν και να συμβάλουν στην αύξηση της απασχόλησης και συνολικά της οικονομικής δραστηριότητας. Τέτοιοι κλάδοι είναι η βιομηχανία, τα logistics, οι κατασκευές, οι εταιρίες τεχνολογίας, οι εταιρίες παροχής υπηρεσιών, ο χρηματοπιστωτικός τομέας, το εμπόριο, οι μεταφορές και ο τουρισμός.

Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί, όπως προτείνει και η έκθεση Draghi, στην ενίσχυση της βιομηχανίας, η οποία έχει σημαντική συμβολή τα τελευταία χρόνια στην αύξηση της απασχόλησης, των εξαγωγών, της καινοτομίας και στη συνολική προστιθέμενη αξία. Ενδεικτικά επισημαίνεται ότι η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) της βιομηχανίας, σε σταθερές τιμές προηγούμενου έτους, αυξήθηκε κατά 43,3% την περίοδο 2019-2023, έναντι 13,3% στους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας την ίδια περίοδο.

Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό συμμετοχής της βιομηχανίας στη συνολική ΑΠΑ της οικονομίας αυξήθηκε την περίοδο 2019-2023 από 14,3% το 2019 σε 15,4% το 2023. Αντίστοιχα, η παραγωγικότητα της εργασίας στη βιομηχανία αυξήθηκε την περίοδο 2019-2023 κατά 27,8%, έναντι αύξησης κατά 7,4% στο σύνολο των υπόλοιπων κλάδων της οικονομίας. Η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, σε συνδυασμό με την κινητοποίηση αυξημένων ιδιωτικών επενδύσεων, μπορεί να βοηθήσει στον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό και στην περαιτέρω αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας της ελληνικής βιομηχανίας.

Ωστόσο, πέρα από τα ανωτέρω, η βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας προέρχεται από την αυξημένη παραγωγικότητα που επιτυγχάνεται σε επίπεδο επιχείρησης μέσω υιοθέτησης καλύτερης τεχνολογίας, βελτιωμένων πρακτικών διαχείρισης και καινοτόμων διαδικασιών.

Η καινοτομία, ειδικά όταν αφορά αναδυόμενες τεχνολογίες, όπως η βιοτεχνολογία και οι πράσινες τεχνολογίες, η τεχνολογία πληροφορικής και επικοινωνιών, οι υπερυπολογιστές, ο αυτοματισμός και η τεχνητή νοημοσύνη, έχει τη δυνατότητα να αυξήσει την παραγωγικότητα και να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη. Ειδικότερα, η έλευση της τεχνητής νοημοσύνης θα επηρεάσει θετικά την επιστήμη και την τεχνολογική έρευνα, από τη βιολογία μέχρι τη φυσική και την επιστήμη των υλικών, και θα τις αναδείξει σε κύριες κινητήριες δυνάμεις της ενεργειακής μετάβασης.

Συνεπώς, οι επιχειρήσεις που υιοθετούν τεχνολογίες αιχμής και προσελκύουν κορυφαία ταλέντα μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά την παραγωγικότητά τους. Για παράδειγμα, μια εταιρία τεχνολογίας που επενδύει σε έρευνα και ανάπτυξη αιχμής μπορεί να δημιουργήσει νέα προϊόντα ή να βελτιώσει τα υπάρχοντα, διευρύνοντας έτσι το μερίδιο αγοράς της και αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητά της. Συνολικά, οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση της παραγωγικότητας, επειδή επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά και να ανταγωνίζονται στην παγκόσμια αγορά.

Πέρα όμως από τις δράσεις των ίδιων των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, απαιτείται κρατική παρέμβαση με επιδοτήσεις και φορολογικά κίνητρα ώστε να ενθαρρυνθεί η δημιουργία ενός οικοσυστήματος καινοτομίας με συνεργασίες μεταξύ επιχειρήσεων, ερευνητικών ιδρυμάτων και πανεπιστημίων για να προωθηθεί η βασική έρευνα αλλά και η εμπορική της αξιοποίηση. Ταυτόχρονα, κρίνεται απαραίτητο να προωθηθούν πολιτικές που ενισχύουν τις ψηφιακές δεξιότητες των εργαζομένων και διασφαλίζουν τη διάχυση και την προσβασιμότητα των νέων τεχνολογιών.

Εν κατακλείδι, η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας μέσω των μεταρρυθμίσεων και της καινοτομίας, μαζί με την αύξηση των επενδύσεων και του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, είναι καθοριστικής σημασίας για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης, τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και τη σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ προς τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα.

Με υψηλότερη παραγωγικότητα, προκλήσεις όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και οι πιέσεις στη συνταξιοδοτική δαπάνη και στις δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης λόγω της δημογραφικής γήρανσης γίνονται πολύ πιο διαχειρίσιμες. Επίσης διευκολύνεται η υλοποίηση αυξημένων επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες, σε έργα μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, αλλά και σε έργα που προωθούν την πράσινη μετάβαση.

Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι πλέον το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούμε διαφέρει αισθητά σε σχέση με μερικά χρόνια πριν. Πολεμικές συγκρούσεις, γεωπολιτικές εντάσεις, γεωπολιτικός κατακερματισμός και έντονος οικονομικός ανταγωνισμός, ακόμη και μεταξύ εταίρων, συνθέτουν ορισμένες από τις προκλήσεις που θα πρέπει διαχειριστεί η Ελλάδα καθώς και οι ευρωπαϊκές χώρες.

Η Ευρώπη συνολικά αντιμετωπίζει προκλήσεις, οι οποίες είναι τεχνολογικές, περιβαλλοντικές, ενεργειακές καθώς και σε θέματα ασφάλειας. Παρά την προσήλωση που πρέπει να επιδείξουμε ως χώρα στην υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, η απάντηση σε αυτά τα προβλήματα και τις παγκόσμιες τάσεις δεν μπορεί να προέλθει από καθεμία χώρα μεμονωμένα. Αντίθετα, χρειάζεται κοινή προσέγγιση, σύμπλευση και συνεργασία με βάση τις προτάσεις της πρόσφατης έκθεσης Letta για την αναγκαιότητα ολοκλήρωσης της Ενιαίας Αγοράς και της έκθεσης Draghi για το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας.

Βασική προϋπόθεση για να αντιμετωπιστεί το κενό καινοτομίας, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας και να κατοχυρωθεί η κυριαρχία, ασφάλεια και ανθεκτικότητα της Ευρώπης είναι ο συντονισμός και η κοινή δράση των Ευρωπαίων εταίρων, αξιοποιώντας και την επιτυχημένη εμπειρία του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU.

Δείτε εδώ το αφιέρωμα του CNN Greece με τις «20+5 απόψεις για την οικονομία το 2025»