ΑΠΟΨΕΙΣ

Το δύσκολο είδος της κωμωδίας ΙΙ. Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ: Μαύρο χιόνι. Το ημερολόγιο ενός μακαρίτη

Το δύσκολο είδος της κωμωδίας ΙΙ. Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ: Μαύρο χιόνι. Το ημερολόγιο ενός μακαρίτη

Μαύρο σαν τη νύχτα, λευκό σαν το χιόνι το Θεατρικό μυθιστόρημα του Michail Afanasjevic Bulgakov[1] είναι αυτό που προδίδει ο τίτλος του, ένα μυθιστόρημα θεατρικό, ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε αντί του θεάτρου, έναντι του θεάτρου, για το θέατρο και μέσω του θεάτρου. Ο πραγματολόγος με βιογραφικά ενδιαφέροντα σίγουρα θα αναζητήσει τις αναλογίες με τη ζωή του συγγραφέα (και δεν θα έχει άδικο), το πέρασμα από τη fictio της σελίδας στο factum της βιωμένης ιστορίας, το μακρύ χέρι της λογοκρισίας, τον αποκλεισμό από τις σκηνές της σοβιετικής κοινωνίας, τη βαριά σκιά του Ιωσήφ Στάλιν. Θα διαβάσει λοιπόν ένα κείμενο που έλαβε την αφηγηματική φόρμα επειδή δεν έλαβε σάρκα και οστά.

Εμείς σήμερα διαβάζουμε ένα κείμενο που αψηφά τα είδη (ημερολογιακό, αυτοβιογραφικό, ιστορικό, σατιρικό) και τις κατηγορίες, ένα κείμενο που στέκει εκεί, στο βάθος της ιστορικής σκηνής, αλλά και στο προσκήνιο του παρόντος, ημιτελές λόγω θανάτου, αλλά και ολοκληρωμένο λόγω ποιητικής ανατρεπτικότητας. Θα μπορούσαμε επίσης να διαβάσουμε ένα κείμενο-φάντασμα, ένα κείμενο που δεν έχει γραφτεί ποτέ, αλλά ζει στις σκιές, πίσω από τις γραμμές του Θεατρικού μυθιστορήματος, μέσα στις σιωπές που ντύνουν τις λέξεις του Bulgakov.

Εδώ θα συναντήσουμε ένα ακόμα φάντασμα, τον Μαξούντοφ, έναν συγγραφέα που δεν έχει υπάρξει ποτέ, αλλά θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο Bulgakov ή κάποιος από εμάς στη σύγχρονη εποχή, στην εκάστοτε σύγχρονη εποχή, όπου το συγγραφικό πρόταγμα διαψεύδεται, ακυρώνεται και βάφει το χιόνι μαύρο. Θα συναντήσουμε επίσης ένα πρόσωπο τοτέμ, τον Konstantin Stanislavsky, την εμβληματική φιγούρα του ευρωπαϊκού θεάτρου να συγκρούεται με τον αντίπαλό του Vladimir Nemirovich-Danchenko και έναν καλλιτεχνικό κύκλο που απορροφά όλους τους κραδασμούς και τις αντιφάσεις της μετεπαναστατικής μοσχοβίτικης κοινωνίας.

Μαύρη σαν τη νύχτα, λευκή σαν το χιόνι, η κωμωδία κρύβει πάντα μέσα της έναν πυρήνα «γνωστικό» ─ διστάζω να πω «διδακτικό» ─ που έγκειται σε μια δυνατότητα και μια αδυναμία. Είναι πάντα δυνατό το χιόνι να βαφτεί μαύρο, να χάσει τη λευκότητά του και να ματώσει και είναι πάντα αδύνατο να γνωρίσει κάποιος τους πλήρεις λόγους αυτής της μεταβολής. Στο πλαίσιο αυτής της μεταφοράς δεν πρέπει να έχουμε στο νου μας μόνο την αυτοχειρία του Μαξούντοφ, αλλά και την περιπέτεια μιας επαναστατημένης κοινωνίας που φαλκιδεύεται σκοτώνοντας την ποιητική της ορμή. Γιατί αυτή η ορμή είναι το ταλέντο της και το χάνει σταδιακά στα γρανάζια της γραφειοκρατίας και του συγκεντρωτισμού. Όπως ακριβώς και ο Μαξούντοφ. Ένας συγγραφέας αυτοκτονεί και μια ιδέα εκφυλίζεται. Ο Bulgakov τυπικά μόνο γράφει μια σάτιρα, στην ουσία συνθέτει το requiem για έναν συγγραφέα και μια ιδέα, μια ιδέα λευκή σαν το χιόνι, μαύρη σαν τη νύχτα.

Ο Κώστας Φιλίππογλου και οι συνεργάτες του έδωσαν μία από τις καλύτερες παραστάσεις των τελευταίων ετών. Όταν τρέφεσαι από βαθειά και αληθινή αγάπη, τότε μόνο μπορείς να επιλέξεις ένα έργο μύδρο για τη θεατρική ζωή και να τον μετατρέψεις σε εγκώμιο. Αυτό συμβαίνει και με την παράσταση του Μαύρου χιονιού. Θα ήταν κοντόθωρο να μείνουμε στα χαρτιά της αυτοβιογραφίας ή στις προφανείς ιστορικές αναφορές.

theater1

Με βάση το αρχικό μυθιστόρημα δημιουργούνται τρία διαφορετικά, πλην συμπληρωματικά κείμενα: αυτό της Δήμητρας Κονδυλάκη και του Φιλίππογλου, όπου διήθησε και αξιοποίησε εύστοχα όλη τη θεατρική ψίχα του αφηγηματικού κειμένου (με αποτέλεσμα να μπορεί να σταθεί ως αφετηρία και για άλλα σκηνικά εγχειρήματα στο μέλλον), εκείνο της σκηνής που οι ηθοποιοί «παίζουν» δεξιοτεχνικά και τέλος αυτό που αρθρώνεται ανεξάρτητα, αλλά και σε στενή συνάφεια με τα άλλα δύο, το κείμενο των σωμάτων που συχνά ονομάζεται «σωματικό θέατρο» (λες και υπάρχει θέατρο μη σωματικό), αλλά στα χέρια του σκηνοθέτη γίνεται ποίηση της κίνησης και της εκφραστικής των προσώπων, γεωμετρία της παρουσίας και της γειτνιαστικής, ρυθμική της συγχρονίας και της διαδοχικότητας, της ομιλούσας στάσης και της ακινησίας, της ανέκφραστης ελπίδας και της ρητής διάψευσης.

Πώς το γράφει ο Daniel Mesguich για το αντικείμενο αναζήτησης του σκηνοθέτη; «Αυτό που δεν μπορεί να εγγραφεί ακόμα και μέσα στο γράμμα. Πίσω από το ίχνος, η φωνή, κάτω από τη βιβλιοθήκη, το θέατρο».[2] Κατ’ αντιστοιχία με τη διττή λειτουργία κάθε ομιλητή, ο οποίος μιλάει και σωπαίνει ταυτόχρονα, αποκαλύπτει κάτι αποσιωπώντας συνάμα κάτι άλλο, ο Φιλίππογλου θέλει να ακουστεί καθαρά ο λόγος του Bulgakov, αλλά εν ταυτώ να φανεί με καθαρά θεατρικά μέσα αυτό που αποσιωπάται, να φωτιστεί κάπως περισσότερο το εσωτερικό εργαστήρι της σκέψης του· θέλει να ακούσουμε τις υποψίες που τον κατατρύχουν, να διαισθανθούμε έστω και ακροθιγώς τα διπλά νοήματα της ιστορικής συγκυρίας.

Και τι κάνει γι’ αυτό; Χρησιμοποιεί τα σώματα των ηθοποιών του ως ένα παλίμψηστο κείμενο που αναδύεται από τον κόσμο της αυτοβιογραφίας και της ιστορίας. Με την αφοπλιστική αμεσότητά τους, τα σώματα μπορούν πάντα να μιλούν ως μάρτυρες όχι μόνο της ιστορικής κατάστασης όπου αναδιδράσκουμε, αλλά και της στιγμής κατά την οποία επιτελούμε αυτήν την αναδρομή, ήτοι του παρόντος. Όπως συμβαίνει με το άγγιγμα και την απτική αναστοχαστικότητα, αγγίζω το παρελθόν ενώ αγγίζομαι από αυτό και εφ’ όσον αυτό συμβαίνει το παρελθόν είναι δικό μου παρελθόν, μπορεί να έχει παρεισφρήσει στο παρόν μου. Γι’ αυτό ισχυρίζομαι ότι τα σώματα έχουν διττούς λόγους, μιλούν τόσο για την εποχή του Στάλιν, όσο και για τη δική μας, χωρίς τον Στάλιν ή τον Stanislavsky και άνευ επαναστάσεως, αλλά με τα ίδια θεατρικά παρασκήνια, με ανάλογη ηθική μικροψυχία και αντίστοιχους συγγραφείς που βάφουν μαύρο το χιόνι.

Στο έξοχο σκηνικό-βεστιάριο της Όλγας Μπρούμα, με τους λεπταίσθητους φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη και την εύστοχη (στο τότε και στο τώρα) ενδυματολογία της Μαργαρίτας Δοσούλα, στήθηκε ένα υποβλητικό θέατρο εν θεάτρω με τους ηθοποιούς να κινούνται με άνεση και ευαισθησία στο νοητό όριο της πλαισιωμένης δράσης και της ιστορίας. Ήταν όλοι τους εξαιρετικοί: Εύα Αγγελοπούλου, Γιάννης Γιαννούλης, Τάσος Δημητρόπουλος, Δημήτρης Δρόσος, Εύα Οικονόμου-Βαμβακά, Γιάννης Στεφόπουλος και, βεβαίως, Κώστας Φιλίππογλου. Δεν ξεχωρίζω κανέναν, ήταν όλοι τους ξεχωριστοί, έπαιξαν σαν ένα πραγματικό σύνολο, ακόμα καλύτερα σαν ένα καλογυμνασμένο σώμα που παίζει με το παράλογο, παρωδεί τη βλακεία, στηλιτεύει τους θεατρινισμούς, εξυμνεί το θέατρο και βάφει το χιόνι μαύρο.

[1] Michail Afanasjevic Bulgakov: Θεατρικό μυθιστόρημα. Έργα και ημέρες ενός μακαρίτη, μετάφραση Βιργινία Γαλανοπούλου, Ροές, Αθήνα 2007.

[2] Daniel Mesguich: L’éternel éphimère, Verdier, Paris 2006, σ. 17.

*Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου και του Δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου

ΔΗΜΟΦΙΛΗ