ΑΠΟΨΕΙΣ

Η σκηνή του ρούχου. Η γυναίκα

Η σκηνή του ρούχου. Η γυναίκα

Ακόμα και κρεμασμένο στο βεστιάριο ή ξεχασμένο πάνω στο τραπέζι της σκηνής, το θεατρικό κοστούμι θα είναι πάντα κάτι παραπάνω από ένα σεφερικό άδειο πουκάμισο. Στην performance Cut Piece της Yoko Ono (1964), η ενδυμασία συμμερίζεται το γυναικείο υποκείμενο και κομματιάζεται μαζί του.

Στο 200% and Bloody Thirsty των Forced Entertainment (1987) τα ρούχα είναι συνεκδοχές μιας παρελθούσας ζωής, ίχνη μιας σωματικότητας που πλέον απουσιάζει. Στο Προς Ελευσίνα του Παύλου Μάτεσι (1995) μια παλιά σχολική ποδιά ίπταται στον αέρα μπροστά στα μάτια της νεκρής μητέρας για να της θυμίζει έναν ρόλο που κάποτε έπαιξε στη ζωή, μια υπαρξιακή ηλικία που κάποτε βίωσε.

Στα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα της Έλενας Πέγκα (1999) το ρούχο φοράει το σώμα σε έναν ασφυκτικό εναγκαλισμό του υποκειμένου από τη μόδα και την πολιτιστική βιομηχανία. Στο Mi vida despues (Η ζωή μου μετά) (2014) της Lola Arias τα ρούχα κατακλύζουν στην αρχή τη σκηνή, συμβολίζουν την ανακλητική δύναμη της μνήμης, υποδηλώνουν την απουσία ενός σώματος που κάποτε ήταν ζωντανό και το κενό που αφήνει πίσω του αυτό το πρόσωπο στο παρόν.

Χιλιάδες παραδείγματα μπορούν να επιστρατευθούν εδώ, αλλά ένα και μόνο παλιό μπλουτζίν, άδειο από σάρκα, ζαρωμένο ή λερωμένο, είναι κάποτε αρκετό για να σταθεί ως εδραία μετωνυμία του σώματος, ως υφασμάτινη ανάμνηση του προσώπου. Όπως το άδειο πατρικό σπίτι δεν μένει ποτέ σιωπηλό, όπως η άδεια, σκοτεινή σκηνή σιγοψιθυρίζει στα ευήκοα ώτα χιλιάδες ρόλους, έτσι και το άδειο ρούχο είναι ένα κατώφλι του χρόνου, μια σκηνή από μόνο του, μια σκηνή του «έχει υπάρξει» και όχι του «όχι πλέον».

GYNAIKA 1

Η γυναίκα. Το ρούχο. Εσκεμμένη η τελεία ανάμεσα στους δύο όρους για να επιτείνει την παράταξή τους. Στην performance της Όλγας Ποζέλη και της ομάδας «Νοητή γραμμή», που παρουσιάζεται στον «Φούρνο», η γυναίκα παρατίθεται με το ρούχο, τίθεται δίπλα του, ενώπιόν του, πίσω του, μέσα του. Δεν πρόκειται τόσο για το «γυναικείο ρούχο» με την αυταρέσκεια του επιθέτου που δηλώνει μια ιδιότητα, άρα κάτι που προϋπάρχει σταθερά, αλλά μάλλον για το ρούχο που γίνεται γυναικείο, που το προσοικειώνεται σταδιακά η γυναίκα, το κάνει δικό της, επενδύοντας σε αυτό συναισθηματικά φορτία, ασυνείδητα περιεχόμενα, μνημονικές εικόνες και αυτοεικόνες ή ερωτικές προβολές.

Και πάλι όμως το πράγμα δεν είναι τόσο απλό. Τι θα πει «γίνεται γυναικείο»; Δεν είναι ένας άλλος τρόπος για να επανέλθει η γυναικεία ιδιότητα στην αφετηρία του εγχειρήματος; Δεν υπάρχει και σε αυτήν την περίπτωση μια ανάκληση και μια έκκληση του γυναικείου ως δεσπόζοντος στοιχείου προκαθορισμού; Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η «γυναίκα» (ας επιτραπεί η αυθαιρεσία του ενικού αριθμού) βρίσκεται στο επίκεντρο της παράστασης και είναι αυτή που θα επηρεάσει το βλέμμα μας στο ρούχο. Παράλληλα το ρούχο μεταβάλλεται σε έναν σιωπηλό συνομιλητή που μπορεί, χωρίς τη γλωσσική αρωγή, να μας μιλήσει για τους ανθρώπους, κυρίως δε τις γυναίκες.

GYNAIKA 2

Ιδού λοιπόν η διασταύρωση που επιχειρεί η παράσταση: τα ρούχα μέσω του γυναικείου βλέμματος και οι παραστάσεις του γυναικείου μέσω των ρούχων. Υπό την προϋπόθεση πάντα να δεχθούμε τη γυναικεία αφετηρία. Η Ποζέλη τη δέχεται και στήνει μια διαδραστική σκηνή, όπου οι θεατές συμμετέχουν ασμένως με τις ενδυματολογικές τους επιλογές. Το άνοιγμα στην πλατεία θα εισαγάγει και τον ανδρικό πληθυσμό (εμμέσως λοιπόν η γυναικεία αφετηρία αποδυναμώνεται) σε ένα παιχνίδι μετωνυμιών, με το ρούχο να προδίδει τα μυστικά εκείνου που το φορά, εν τέλει, ανεξαρτήτως φύλου. Έτσι το ρούχο γίνεται προέκταση του σώματος, υφασμάτινη περίληψη μιας προσωπικής ζωής και το βεστιάριο, εκτιθέμενο στο βάθος της σκηνής, εν είδει σκηνικού, εκπροσωπεί μια πολύχρωμη ανθρώπινη κοινότητα.

Η Όλγα Ποζέλη δούλεψε με μεράκι ένα θέμα που την ενδιαφέρει· με μεράκι και αρκετή έρευνα, η οποία συνήθως κρύβεται πίσω από τους αυτοσχεδιασμούς: μελέτη βιβλιογραφίας, συνεντεύξεις, λογοτεχνικά δάνεια, συμβουλές από ειδικούς και, εν προκειμένω, προσδεκτικές ενδυματολογικές επιλογές (Κωστής Δάβαρης).

Τα «εργαλεία» που χρησιμοποιούνται από τις σύγχρονες performances όμως δεν είναι από μόνα τους αρκετά για να καταλήξουν σε μια ζεστή παράσταση που «καταπίνει» τον χρόνο αντί να βαραίνει πάνω του, σε μια εύφορη κατάσταση με τους θεατές να συμμετέχουν αληθινά στα δρώμενα. Απαιτούνται επιπλέον η ευαισθησία και η έμπνευση, η δοτικότητα και το ταλέντο, η ειλικρίνεια και η πλαστικότητα των ηθοποιών. Η Σοφία Λιάκου και η Βάσια Λακουμέντα, οι οποίες συντροφεύουν την Ποζέλη επί σκηνής, διαθέτουν και αναδεικνύουν αυτά τα στοιχεία στο δυναμικό τους τρίο.

Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου και του Δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.