ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο Αττίκ και οι Ναζί

Ο Αττίκ και οι Ναζί

Μετά από παράκληση ενός αγαπημένου συνεργάτη της Μάντρας του, ο Αττίκ πηγαίνει σε έναν Αυστριακό αξιωματικό του οποίου την κάρτα έχει φυλάξει, όταν στο τέλος μιας παράστασής του ο τελευταίος τον συνεχάρηκε -προειδοποιώντας τον συγχρόνως για το καυστικό του χιούμορ το οποίο είχε ήδη αρχίσει να ενοχλεί- ώστε να ενημερωθεί για τη μοίρα των συλληφθέντων από τους Ναζί γιων αυτού.

Ο στρατιωτικός του υπόσχεται πως θα κάνει ο, τι μπορεί και του ζητεί να αφήσει το πακέτο με τα τσιγάρα του, ώστε να έχει μια δικαιολογία, για να επανέλθει (τα τσιγάρα ήταν πολυτέλεια στην Κατοχή και ήταν πολύ δικαιολογημένη πρόφαση επιστροφής σε ένα μέρος το να τα έχεις ξεχάσει σε αυτό).

Λίγες ώρες αργότερα ο Αττίκ όντως επισκέπτεται εκ νέου τον Αυστριακό, ο οποίος και του μεταφέρει τα βαριά νέα της επικείμενης εκτέλεσης των δυο νεαρών αγωνιστών από τη Γκεστάπο. Βαθιά καταρρακωμένος ο σπουδαίος τραγουδοποιός προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να ειδοποιήσει τους τσαλακωμένους γονείς, όταν και φτάνοντας έξω από το σπίτι τους, ένα γερμανικό καμιόνι περνά και πετά μια κούτα με τα αιματοβαμμένα ρούχα των δολοφονημένων παιδιών στα πόδια της πέρα από περιγραφή διαλυμένης μάνας, η οποία κι έκτοτε δεν μπόρεσε να ξαναβγάλει μιλιά.

Λίγο καιρό μετά, έναν τέτοιον Αύγουστο του ‘44, ο τεράστιος Αττίκ αυτοκτονεί στα 59 του, πλήρως εξουθενωμένος και ανεπανόρθωτα βυθισμένος από τη φρίκη των Ναζί, μην προφταίνοντας να δει την Αθήνα του λεύτερη.

(Το δάκρυ το πικρότερο
δεν είν’ αυτό που τρέχει,
όταν αρχίζει ένας καημός
που τελειωμό δεν έχει,
μόν’ είν’ αυτό που σταματά
στου βλέφαρου την άκρη,
όταν τα μάτια που έκλαψαν
δεν έχουν άλλο δάκρυ)

ΔΗΜΟΦΙΛΗ