EDITORIAL

Μπαίνουν τα «μπετά» του «μεταμνημονιακού» πολιτικού σκηνικού

Μπαίνουν τα «μπετά» του «μεταμνημονιακού» πολιτικού σκηνικού
EUROKINISSI

Το γεγονός ότι ο πολιτικός και κομματικός χάρτης διαφοροποιείται, με αργά αλλά σταθερά βήματα, μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί, αν κανείς μελετήσει προσεκτικά τις κινήσεις και τη ρητορική των κομματικών σχηματισμών που βρίσκονται σήμερα εντός Κοινοβουλίου.

Όσο, μάλιστα, κινούμαστε προς τον Αύγουστο –όταν με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο κυβέρνηση και Ευρωπαίοι θα εντείνουν τη ρητορική περί εξόδου από το Μνημόνιο– θα εμφανίζονται νέα πολιτικά διακυβεύματα στα οποία το κόμματα θα καλούνται να πάρουν θέση στη βάση περισσότερο ιδεολογικοπολιτικών κριτηρίων. Προκειμένου να χτιστεί το «μεταμνημονιακό» πολιτικό σκηνικό, θα χρειαστεί από τώρα να «μπουν τα μπετά». Όπως σημειώνουν πολιτικοί παράγοντες βασικό στοιχείο αυτών θα είναι η σχέση ΣΥΡΙΖΑΚινήματος Αλλαγής.

Εκλογές μόνο με «ατύχημα»

Ο σχεδιασμός της κυβέρνησης για τις εκλογές λέει… «όσο πιο μακριά γίνεται». Για να το πούμε διαφορετικά, όσο πιο κοντά στη λήξη της τετραετίας. Ο Αλέξης Τσίπρας και το στενό του περιβάλλον εκτιμούν ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ της κυβέρνησης. Οι δείκτες της οικονομίας ανακάμπτουν, όσο περνάει ο καιρός θα υπάρχουν αυξημένες δυνατότητες παροχών σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα, η Νέα Δημοκρατία δείχνει να έχει πιάσει ταβάνι στις δημοσκοπήσεις και η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αναμενόμενη. Επιπλέον, στο Μαξίμου εκτιμούν ότι στο δίπολο Τσίπρας-Μητσοτάκης ο πρωθυπουργός υπερισχύει, και πάνω σε αυτό αναμένεται να επενδύσουν το επόμενο διάστημα. Τέλος, το κυβερνητικό επιτελείο σχεδιάζει, αμέσως μετά το καλοκαίρι, μια πολιτική και επικοινωνιακή επίθεση, η οποία θα ενισχύει τα δίπολα «Αριστερά-Δεξιά», «Προοδευτισμός-Συντηρητισμός». Σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις του πολιτικού σχεδιασμού στο Μαξίμου, η ενίσχυση αυτού του διπόλου ευνοεί την κυβέρνηση και πιέζει τον ενδιάμεσο χώρο να πάρει θέση πάνω σε κρίσιμα ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα που θα τεθούν. Ειδικά μετά την επιλογή της Νέας Δημοκρατίας να συσπειρώσει τον δεξιό χώρο, αφήνοντας κενό προς το Κέντρο, η τακτική αυτή αναμένεται να ακολουθηθεί με θρησκευτική ευλάβεια.

Το χτίσιμο γεφυρών κυβέρνησης-Κεντροαριστεράς δεν είναι, όμως, τόσο απλή υπόθεση. Παραδοσιακά, άλλωστε, οι σχέσεις των δύο πολιτικών χώρων αντιμετώπιζαν δυσκολίες. Για να έρθουν κοντά οι δύο χώροι θα χρειαστεί και χρόνος και κόπος. Από τη μία η κυβέρνηση θα πρέπει, παράλληλα με την ενίσχυση των ταυτοτικών χαρακτηριστικών, να επιδεικνύει (μάλλον καλύτερα να αποδεικνύει) τη στροφή της στον «ρεαλισμό». Η διαδικασία εφαρμογής των προαπαιτούμενων της τέταρτης αξιολόγησης αλλά και οι διαπραγματεύσεις για τη διαχείριση του χρέους με τους δανειστές θα της δώσουν πεδίον δόξης λαμπρόν. Επιπλέον, ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να εντατικοποιήσει τις επαφές του με τους Σοσιαλδημοκράτες στην Ευρώπη. Η σύσφιξη των σχέσεων του πρωθυπουργού με ηγέτες και κινήσεις του σοσιαλδημοκρατικού χώρου μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική στην κρίσιμη στιγμή. Άλλωστε, η ενίσχυση του «σοσιαλδημοκρατικού προφίλ» του Αλ. Τσίπρα δεν περνά απαρατήρητη ούτε στην ευρωπαϊκή Αριστερά όπως αποδεικνύει και η τελευταία παρέμβαση του Γάλλου Ζαν-Λικ Μελανσόν.

Από την άλλη, οι δυνάμεις του Κινήματος Αλλαγής εντός του Κοινοβουλίου θα κληθούν να στηρίξουν νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης οι οποίες θα ενισχύουν την εικόνα της ιδεολογικοπολιτικής συγγένειας. Δεν πρέπει να περνούν απαρατήρητες αναφορές στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ότι σε περίπτωση που φτάσει στη Βουλή η συμφωνία για την ονομασία της πΓΔΜ «δεν χρειάζεται να την ψηφίσουν οι ΑΝΕΛ».

Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη

Το σημαντικότερο πρόβλημα που υπάρχει, όμως, είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στους δύο πολιτικούς χώρους. Από τη μία, στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν ξεχάσει τη συμπόρευση του ΠΑΣΟΚ με τη Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά αλλά και το έντονο «κλείσιμο ματιού» του Σταύρου Θεοδωράκη στον Κυριάκο Μητσοτάκη, τουλάχιστον στις αρχές της θητείας του στην Πειραιώς. Επιπλέον, στον ΣΥΡΙΖΑ παρατηρούν με σκεπτικισμό επιθετικές τοποθετήσεις διάφορων στελεχών της Κεντροαριστεράς και γνωρίζουν ότι το πολιτικό σκηνικό εντός του ΠΑΣΟΚ δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη πλήρως.

Από την άλλη, Γεννηματά και Θεοδωράκης χρεώνουν στον Αλέξη Τσίπρα τη συνεργασία του με τους ΑΝΕΛ, λαϊκισμό και πολιτικά παιχνίδια. Δεν τον εμπιστεύονται ακόμα και αυτό είναι κάτι περισσότερο από εμφανές. Πρόσφατα, μάλιστα, σε συνέντευξή της, η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής υποστήριξε ότι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της κυβέρνησης είναι ότι δεν διατηρεί επαφές με τους υπόλοιπους πολιτικούς χώρους. Για να «λιώσει ο πάγος» θα πρέπει να αναλάβουν δράση συγκεκριμένα πρόσωπα, κοινής αποδοχής και εκτίμησης, τα οποία κινούνται συνήθως στο πολιτικό παρασκήνιο και μπορούν να φέρουν τις ηγεσίες των δύο χώρων πιο κοντά. Αν μάλιστα, στον επόμενο ανασχηματισμό ο Αλέξης Τσίπρας τοποθετήσει στο υπουργικό συμβούλιο και κάποιες προσωπικότητες που θα σηματοδοτούν ένα τέτοιο άνοιγμα, τότε θα έχει γίνει ένα «πρώτο βήμα».

Όπως γίνεται αντιληπτό, οι προϋποθέσεις συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-Κινήματος Αλλαγής είναι πολλές και θα χρειαστεί να γίνουν αρκετά προκειμένου να εκπληρωθούν. Βασικότερη εξ αυτών ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι πρώτο κόμμα, πράγμα δύσκολο με βάση τις μέχρι τώρα σφυγμομετρήσεις. Αλλά το παιχνίδι θα συνεχιστεί και μετά τις επόμενες εκλογές.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ