FOCUS

Τιτάνες μιας εποχής που δεν υπάρχει πια: Η λογοτεχνική γενιά του '30 - Αυτοί που μελοποίησε ο Μίκης

Τιτάνες μιας εποχής που δεν υπάρχει πια: Η λογοτεχνική γενιά του '30 - Αυτοί που μελοποίησε ο Μίκης

Η Ελλάδα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, είχε -σε αναλογία πληθυσμιακού μεγέθους- τη σπουδαιότερη λογοτεχνική παραγωγή που έχει συγκεντρωθεί σε σύγχρονο κράτος. Και τη μεγαλύτερη διεθνή αναγνώριση, αν σκεφτεί κανείς ότι δεν πήραμε «μόνο» δύο Νόμπελ, αλλά είχαμε και πάρα πολλές υποψηφιότητες.

Ξέρουμε όλοι τα δύο Νόμπελ, του Σεφέρη και του Ελύτη, αλλά είναι μάλλον άγνωστο ότι στο σύνολό τους οι Έλληνες λογοτέχνες έχουν λάβει 43 υποψηφιότητες, με κορυφαίο τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος προτεινόταν κάθε χρονιά από το 1926 έως το 1940, με την εξαίρεση του 1939.

Κάθε χρόνο, επί έξι συναπτά έτη ήταν υποψήφιος και ο Γεώργιος Σουρής, ο σπουδαίος σατιρικός μας λογοτέχνης, από το 1907 έως το 1912, ενώ ο Νίκος Καζατζάκης είχε εννέα υποψηφιότητες.

Από όλες αυτές τις υποψηφιότητες, οι 18 ανήκουν στην περίφημη «γενιά του '30», όπως εξάλλου και τα δύο βραβεία που τελικά ήλθαν στη χώρα μας.

Τα οποία παρολίγον να είναι 3, εάν είχε γίνει αποδεκτή η πρόταση να μοιραστεί ο Ρίτσος το βραβείο με τον Ελύτη, κάτι που αρνήθηκαν και οι δύο και για διάφορους, όχι και τόσο άγνωστους λόγους, το βραβείο πήρε τελικά ο Ελύτης.

Ποια ήταν όμως αυτή η περίφημη «γενιά του '30» και τι είναι αυτό που οδήγησε στον παροξυσμό αυτόν της λογοτεχνικής παραγωγής τέτοιας τόσο υψηλής ποιότητας;

Οι Έλληνες λογοτέχνες γίνονται «κοσμοπολίτες» - Και αστοί

Αυτό που ορίζει τη «γενιά του '30», πέρα από τη σχετική ηλικιακή συνάφεια των μελών της, είναι η χρονική συγκυρία στην οποία άρχισαν να παράγουν έργο.

Ο όρος «Γενιά του '30» πρωτοχρησιμοποιήθηκε από το Γιώργο Θεοτοκά και τους διανοούμενους που μετείχαν στο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής «Τα Νέα Γράμματα». Το 1962 ο κριτικός της λογοτεχνίας Ανδρέας Καραντώνης χρησιμοποιεί τον όρο, καθιερώνοντάς τον, στο βιβλίο του «Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της Γενιάς του '30».

Πρώτα απ' όλα, τους ξεχωρίζει το λογοτεχνικό τους ύφος.

Κανείς τους δεν διστάζει να πειραματιστεί πάνω στις νέες φόρμες που έρχονται σαν φρέσκος άνεμος από τη δυτική Ευρώπη, οι ορίζοντες ανοίγουν, οι πένες απελευθερώνονται και φτάνουν με άνεση -όπως στην περίπτωση του Εγγονόπουλου και του Εμπειρίκου- στην απόλυτη ελευθερία και τον υπερρεαλισμό.

Παρόλα αυτά, κανείς τους δεν ξεφεύγει από την ελληνικότητα, που διέπει, ενίοτε δε αποθεώνεται, στους στίχους και τις πρόζες τους. Όπως ακριβώς και ιδιοφυώς έκανε και ο Μίκης λίγο αργότερα σε μουσικό επίπεδο, κατάφεραν να συνδιάσουν τον κοσμοπολιτισμό με τη λαϊκή παράδοση, να εισχωρήσουν με ασύλληπτη ευκολία στην εντοπιότητα, εμποτίζοντάς την με όλα όσα οι Έλληνες έως τότε δεν γνώριζαν.

Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Γιώργος Σαραντάρης, Δημήτρης Αντωνίου, Νίκος Εγγονόπουλος, Γιάννης Ρίτσος, Νικηφόρος Βρεττάκος, και Νίκος Γκάτσος γράφουν στίχους μανιωδώς. Οι στίχοι γίνονται ποίηματα, τα ποιήματα συλλογές...

Μεταφράζονται σε δεκάδες γλώσσες, εισάγουν διαρκώς νέα στοιχεία, ξεφεύγουν όλο και περισσότερο από τις παραδοσιακές φόρμες, αγαπιούνται και θαυμάζονται στα μεγάλα λογοτεχνικά σαλόνια της Ευρώπης, διαβάζονται παντού. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι γίνονται «της μόδας», όσο vulgaire κι αν ακούγεται η έκφραση όταν μιλάει κανείς για τα γράμματα, παρόλα αυτά ισχύει...

Οι ποιητές μας έχουν βγει από την περιγραφή του στενού τους περίγυρου, ο οποίος στις περασμένες 2-3 δεκαετίες περιλάμβανε συνήθως το πλαϊνό χωράφι, τους λόγγους και τα βουνά και μιλάνε ξαφνικά για παγκόσμιες αλήθειες, συναισθήματα και αξίες.

Ταυτόχρονα, εξίσου παγκόσμιοι είναι και οι ίδιοι, άνθρωποι που ταξιδεύουν, σχετίζονται με ιερά τέρατα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τον Βαλερύ, τον Έλιοτ, τον Αραγκόν, τον Ελυάρ, τον Μαγιακόβσκι και τον Τζόυς, αλληλομεταφράζονται, αλληλογραφούν, ανταλλάσσουν ιδέες, κριτικές και εμπνεύσεις.

Η ελληνική ποίηση περνά μια περίοδο αντάξια των αρχαίων καταβολών της, με την πολύ σημαντική διαφορά ότι αυτήν τη φορά δεν «παίζει μπάλα» μόνη της, αλλά ξεχωρίζει σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον.

Το μεγάλο ελληνικό μυθιστόρημα

Κι όσο αυτά συνέβαιναν στην ποίηση, στον πεζό λόγο αρχίζουν να γράφονται το ένα μετά το άλλο τα «μεγάλα ελληνικά μυθιστορήματα».

Στράτης Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης, Κοσμάς Πολίτης, Γιώργος Θεοτοκάς, Μ. Καραγάτσης, Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Άγγελος Τερζάκης, γράφουν λογοτεχνικά έπη, απαλλαγμένοι από τους ψυχαναγκασμούς της εγχώριας λογοτεχνικής κριτικής και προσδοκίας.

Περιγράφουν μια εποχή τόσο πολυδιάστατη για την Ελλάδα -την εποχή που ακολούθησε τη Μικρασιατική καταστροφή- με τον όγκο και τον πλούτο που της αξίζει. Το νέο ελληνικό μυθιστόρημα του ’30 περιγράφει ένα νέο για την Ελλάδα κόσμο: Τον αστικό. Έναν κόσμο στον οποίο πλέον ο άνθρωπος και τα εσωτερικά του ζητήματα παίρνουν την πρωτοκαθεδρία από το περιβάλλον.

Το 1933 εμφανίστηκαν μερικά από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Οι «Δεσμώτες» του Τερζάκη, Ο «Συνταγματάρχης Λιάπκιν» του Καραγάτση, Η «Αργώ» του Θεοτοκά, Η «Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια» του Μυριβήλη...

Οι Έλληνες πεζογράφοι ψυχαναλύουν ατομικά και συνολικά μια κοινωνία υπό διαμόρφωση.

Ο Ανδρέας Καραντώνης διακρίνει εκείνη την εποχή τη μορφή του νέου πεζογράφου, που ασχολούμενος με το μυθιστόρημα προσπαθεί να γνωρίσει τον άνθρωπο γύρω του: Από τον άνθρωπο να περάσει στην κοινωνική του θέση, από την κοινωνία στη φύση και πέρα απ' αυτήν στην ιστορία του τόπου του.

Το ιστορικό πλαίσιο: Η στιγμή που επαναπροσδιορίστηκε η ελληνικότητα

Το οριστικό τέλος της Μεγάλης Ιδέας με την Μικρασιατική καταστροφή, ανάγκασε όλους τους Έλληνες να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους στον κόσμο. Και τον κόσμο τον ίδιο.

Όσο απομακρυνόταν εκείνο το παλιό πλέον και τελειωμένο όνειρο, το προς ανατολάς, η Ελλάδα στράφηκε στην Ευρώπη, άρχισε να αποβάλλει την προσκόληση στο βυζαντινό της παρελθόν και αναζήτησε τη νέα της ταυτότητα. Η γενιά του '30 εκφράζει στη λογοτεχνία τη συνειδητοποίηση αυτή. Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο ότι ένα ολόκληρο κομμάτι της, (Βενέζης, Μυριβήλης, Δούκας) είχαν προσωπικές εμπειρίες από το βίαιο ξεριζωμό του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας το 1922 και αντιμετώπισαν το μυθιστόρημα ως έναν τρόπο για να κρατήσουν ζωντανά στη μνήμη τα ιστορικά γεγονότα.

Η μικρασιατική καταστροφή ήταν το πρώτο σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Μια χώρα που «έχασε» 400 χρόνια και μέχρι εκείνη τη στιγμή ζούσε σε ένα όνειρο «πάλι με χρόνους με καιρούς», ξαφνικά ξύπνησε στην πραγματικότητα του 20ου αιώνα. Και με τον πιο δραματικό τρόπο ξανάρχισε να γράφει τη δική της ιστορία.

Σε μία περίοδο που τα περισσότερα έθνη της Ευρώπης προσπαθούσαν να βρουν την ταυτότητά τους, παλλόμενα ανάμεσα στην κοινωνική «υπόσχεση» του Κομμουνισμού και τον εθνικιστικό κρατικισμό του Φασισμού, οι οποίοι προσπαθούσαν να αντικαταστήσουν την επίπλαστη ασφάλεια της εποχής των Αυτοκατοριών.

Ο κόσμος αναζητούσε λύσεις, σε μια εποχή που επικρατούσε ένας συνολικός υπαρξιακός τρόμος.

Η λογοτεχνία προσαρμόζεται. Αντανακλά το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι Έλληνες λογοτέχνες επανεφηύραν, με μια γλώσσα 2.500 χιλιάδων ετών, μια ικανότητα που είχε χαθεί για αιώνες: Να αποτυπώνουν το σήμερα με το βλέμμα στο μέλλον και όχι μέσα από τη νοσταλγία του χτες.

Ένας γεν-Νέος αριστερός κόσμος

Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι εκπρόσωποι της «γενιάς του '30» ήταν αριστερών ιδεολογικών καταβολών. Τι άλλο θα μπορούσαν να είναι άλλωστε;

Με πολύ χτυπητή εξαίρεση τον Λέσβιο Γιώργο Σεφέρη, ο οποίος ήταν πολύ συντηρητικός. Ο Σεφέρης, εξάλλου, δεν έγραφε για πολιτική, αλλά για τη νοσταλγία· εκείνη που βίωσε ως διπλωμάτης στο Λονδίνο, όπου έζησε μια πολύ άνετη ζωή, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να αφήσει πίσω του την Ελλάδα την οποία και αντιμετώπισε στα γραπτά του ως μια ερωμένη που δεν ξεχάστηκε ποτέ.

Ο Κρητικός –αλλά από τη μητέρα του επίσης Λέσβιος- Οδυσσέας Ελύτης προερχόταν από Βενιζελική οικογένεια, η οποία υπέστη και διώξεις μετά την πτώση του Βενιζέλου, το '20. Είχαν και προσωπικές σχέσεις με τον Βενιζέλο και οι διώξεις αυτές τους εξανάγκασαν σε μια αυτόβουλη εξορία, κατά τη διάρκεια της οποία ταξίδεψαν σε όλη την Ευρώπη.

Αν και ο Ελύτης δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πολιτικός ποιητής, στη νεανική του ηλικία, είχε δείξει ενδιαφέρον για τον Επαναστατικό Μαρξισμό και επρόσκειτο στον Τροτσκισμό. Είχε μεταφράσει και άρθρα του Τρότσκι για φοιτητικό περιοδικό.

Δεδομένης της αστικής του καταγωγής, ο Ελύτης συνδέθηκε αργότερα με τη δεξιά παράταξη. Όμως, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης αρνήθηκε την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο των βουλευτών Επικρατείας της, καθώς έμεινε πιστός στην αρχή του, δηλαδή να μην μετέχει ενεργά στην πολιτική.

Το 1995 ο Αντώνης Σαμαράς πρότεινε τον Ελύτη για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μα και πάλι ο ποιητής αρνήθηκε.

Μετά το θάνατό του, το 2012, ο Σαμαράς χρησιμοποίησε στίχους του Ελύτη σε προεκλογικό σποτάκι της Νέας Δημοκρατίας και το γεγονός αυτό προξένησε αντιδράσεις, ιδιαίτερα από την τελευταία σύντροφό του, η οποία τόνισε ότι η ποίηση του Ελύτη δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο κανενός πολιτικού κόμματος, καθώς ο Ελύτης ανήκει σε όλους τους Έλληνες. Παρ' όλα αυτά η Νέα Δημοκρατία δεν το πήρε πίσω.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, γεννημένος στη Ρουμανία, πέρα από ποιητής, ήταν επίσης πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής. Ο πατέρας του, Λεωνίδας Εμπειρίκος ήταν εφοπλιστής, γόνος παλαιάς οικογένειας ναυτικών με καταγωγή από την Άνδρο. Την περίοδο 1917-18 υπήρξε βουλευτής της κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου και υπουργός Επισιτισμού.

Σε νεαρή ηλικία ο Εμπειρίκος ενστερνίστηκε τον Μαρξισμό ενθουσιασμένος από τη Ρωσική Επανάσταση. Ο ίδιος είχε δηλώσει σχετικά ότι «παλαιότερα είχα απόλυτα προσχωρήσει στον μαρξισμόν. Είχα βαθύτατα συγκινηθεί από τη ρωσική επανάσταση κλπ».

Σύντομα ο Εμπερίκος αποκήρυξε τον κομμουνισμό και η διάστασή του έγινε ακόμα μεγαλύτερη μετά από τη σύλληψή του από τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, κατά τα Δεκεμβριανά. Πέρασε από ανάκριση και οδηγήθηκε στο χωριό Κρώρα, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει στη Θήβα και από εκεί να επιστρέψει στην Αθήνα. Αυτή η εμπειρία ανήκει στη βάση της συγγραφής του «Μέγα Ανατολικού» που κατά μία ερμηνεία συμβολίζει μεταξύ άλλων και την άρνηση οποιασδήποτε κρατικής μορφής κομμουνισμού. Η σχέση του Εμπειρίκου με την Αριστερά ανανεώθηκε λίγα χρόνια αργότερα, όταν επηρεάστηκε από το κίνημα των μπίτνικς αλλά και της Νέας Αριστεράς στην Αμερική, με αποτέλεσμα να ξαναγίνει αριστερός, όχι όμως και κομμουνιστής.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος αποτέλεσε επίσης έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Όπως κι ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο οποίος κατά δήλωσή του στα χρόνια της νεότητάς του υπήρξε οπαδός του Μαρξ, έτσι και ο Νίκος Εγγονόπουλος είχε αριστερή ιδεολογία, την οποία εξέφραζε κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία, χωρίς όμως να εκτίθεται και να κινδυνεύσει να τιμωρηθεί από το εκδικητικό μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος.

Έχει γράψει: «Στρατεύθηκα και με έστειλαν στην πρώτη γραμμή, στην “γραμμή πυρός”, όπου με βαστήξανε πεισματάρικα, μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων. Δίχως καμιάν ανάπαυλα, αν εξαιρέσω ένα αρκετά βασανιστικό “ιντερμέδιο” στη “Διλοχία Πειραιώς”, απλούν “πειθαρχικόν λόχον”. Γιατί κανείς δεν αγνοεί ότι, ιδιαίτερα στην περίοδο της όντως αλησμονήτου “4ης Αυγούστου”, ο όρος “διανοούμενος” συνεπήγετο και την έννοια του “υπόπτου”. Ύστερα από φονικότατη μάχη, στις 13 Απριλίου 1941, συνελήφθην αιχμάλωτος, κρατήθηκα με τους συναδέλφους μου παρανόμως, από τους Γερμανούς, σε στρατόπεδο “εργασίας αιχμαλώτων”, δραπέτευσα, αλώνισα, με τα πόδια, πάνω από την μισήν Ελλάδα, και τέλος επέστρεψα εις τα ίδια».

Επίσης, έγραψε σχετικά με το ποίημά του, «Μπολιβάρ»: «Στα μέσα του 1944, ο συγγενής μου Άγγελος Έβερτ μού σύστησε ιδιαίτερα να λείψω για κάμποσο από τη μέση, καθώς οι Γερμανοί που άλλωστε σε λίγο θα γκρεμοτσακίζονταν, φαίνεται πως είχαν αρχίσει να δείχνουν κάποιο ενδιαφέρον για το τι έλεγα στον «Μπολιβάρ». Έπρεπε να κρυφτώ, και φυσικά βρήκα καταφύγιο στο σπίτι του γενναιόψυχου φίλου μου Ανδρέα Εμπειρίκου, στην οδό Γ. Αινιάνος».

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, που γεννήθηκε στη Λακωνία, έγραψε το βιβλίο «Ο Πόλεμος», το οποίο οδηγήθηκε στην πυρά από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου.

Μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, το 1940, αμέσως, στρατεύτηκε στην πρώτη γραμμή και κινδύνεψε να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας. Όταν το σύνταγμα, στο οποίο υπηρετούσε, διαλύθηκε -με την κατάρρευση του Μετώπου (1941)- κατευθύνθηκε στην Αθήνα και εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση με τον ΕΑΜ. Οι ημερολογιακές σημειώσεις του, εκείνη την περίοδο, αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου του, το «Αγρίμι». Από το 1942-1944 ασχολήθηκε ενεργά με την Εθνική αντίσταση. Επίσης, γράφτηκε και στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Το 1949, ο Βρεττάκος εξέδωσε το λυρικό δοκίμιο «Δυο Άνθρωποι Μιλούν Για Την Ειρήνη Του Κόσμου». Εξαιτίας της συγγραφής του αυτής, διαγράφτηκε από το Κ.Κ.Ε. και απομακρύνθηκε, γενικότερα, από το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα όπου ήταν και διευθυντής.

Το 1957, ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση μαζί με τους Στρατή Μυριβήλη, Άγι Θέρο κ.α. στα πλαίσια της Παγκόσμιας Συνάντησης Δημοκρατικής Νεολαίας, που είχε προσκληθεί από σπουδαστές της Μόσχας. Το 1962, ο Βρεττάκος ήταν άνεργος μετά τη διάλυση του Συνεταιρισμού Εκτελωνιστών. Έτσι, το 1964 εργάστηκε ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο μετά από παρέμβαση του Λουκή Ακρίτα.

Ο Βρεττάκος, το 1958, μετά το ταξίδι του στη Σοβιετική Ένωση κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Ο Ένας Από Τους Δύο Κόσμους». Το βιβλίο αυτό στάθηκε η αφορμή να κατηγορηθεί (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του Ν.509, περί εθνικών φρονημάτων.

Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ο Βρεττάκος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία, από όπου ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης. Επίσης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη», το οποίο εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 1969.

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στην Ασέα Αρκαδίας. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στον Ατλαντικό.

Το 1930 πήγε στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διέκοψε μετά το δεύτερο έτος), ήξερε αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.

Παρακολουθούσε τις πολιτικές εξελίξεις σε Ελλάδα και Ευρώπη, προβλέποντας το μέλλον δυσοίωνο. Πικραινόταν από την πολιτική, όμως δεν πίστεψε ποτέ πως η αποστολή του ποιητή μπορεί να ταυτιστεί με οποιαδήποτε ιδεολογία. Η παρουσία του υπήρξε αφοπλιστικά αθόρυβη και σιωπηλή, ειδικά τις ταραγμένες περιόδους. Όμως, οι στίχοι του ήταν γεμάτοι από πολιτικές αιχμές.

Και μετά... ο Ρίτσος

Ο Γιάννης Ρίτσος δεν ήταν αριστερός. Ήταν Κομμουνιστής.

Ήταν ο άνθρωπος που υπέστη όλους τους διωγμούς των κομμουνιστών, των αριστερών και προοδευτικών πολιτών, αλλά ταυτόχρονα ταυτίστηκε και με τη Ρωμιοσύνη.

Ο άνθρωπος που με την πένα του αποθέωσε ένα όραμα που αποδείχθηκε ανίκανο να αντισταθεί στους καιρούς, όμως έβαλε τις βάσεις και άφησε άφησε πίσω του ένα νέο όραμα, πιο σύγχρονο, πιο ρεαλιστικό, λιγότερο αυθεντικό ίσως, αλλά πολύ πιο εφαρμόσιμο.

Πώς συνδιάζεται ο πατριωτισμός με τον κομμουνισμό; Είναι ένα ερώτημα που προέκυψε πολύ και στην περίπτωση του Μική Θεοδωράκη.

Ο Ρίτσος έγραφε:

«Σώπα όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.

Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Κάτω απ’ το χώμα μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε τις καμπάνας το σχοινί,
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση
τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει»...

Ο μεγάλος πόλεμος, στην ανατολή ονομάστηκε Πατριωτικός. Οι Κομμουνιστές πολεμούσαν για τα χώματά τους, ευαγγελιζόμενοι ταυτόχρονα ένα διεθνές όραμα. Η σύγχιση δεν ήταν παράταιρη στην περίπτωση του Μίκη, του Ρίτσου, ή του όποιου πατριώτη Κομμουνιστή, ήταν εγγενής στον τρόπο με τον οποίο ο Κομμουνισμός απέτυχε να μεταλαμπαδεύσει το διεθνιστικό του μήνυμα πέρα από σύνορα και πατρίδες. Ήταν ένα φιλοσοφικό σφάλμα όχι της θεωρίας της ίδιας, αλλά την ερμηνείας που -αναγκαστικά- έλαβε στις εποχές που εφαρμόστηκε.

Ίσως σήμερα ο Κομμουνισμός να είχε το μήνυμα που έπρεπε: Μιας οικολογικής και κοινωνικής οικουμενικότητας. Τότε όμως, τα πράγματα ήταν αλλιώς.

Σε κάθε περίπτωση, ο Γιάννης Ρίτσος σήκωσε τη λογοτεχνική και προσωπική σημαία μιας εποχής που σημαδεύτηκε από την απόλυτη αλλαγή στον τρόπο που όλοι μας αντικρίσαμε την πραγματικότητα.

Ο πιο σπουδαίος των σπουδαίων της λογοτεχνικής γενιάς του '30, σε μια μικρή γωνιά της γης με μεγάλη παράδοση και μικρό παρόν, πέθανε χωρίς να πάρει το πολυπόθητο Νόμπελ, αλλά με μια τεράστια παρακαταθήκη.

Η Ελλάδα, που βρέθηκε μετά τον μεγάλο πόλεμο με το ένα πόδι στην ιδεολογική Δύση και το άλλο στην επιθυμία για λαϊκή δικαιοσύνη, βρήκε στο πρόσωπο του Γιάννη, του Οδυσσέα, του Μίκη, του Γιώργου και όλων εκείνων των Τιτάνων, τη διχαστική έκφρασή της.

Μια διχαστική έκφραση που την καταδιώκει ως σήμερα.

Οι Τιτάνες δεν πεθαίνουν.

Παγιδεύτηκαν κάπου στα Τάρταρα και περιμένουν τον Καιρό να τους απελευθερώσει.

Τις συγκυρίες, που κανείς δεν ελέγχει...

Ή μπορεί και να ελέγξει. Και τότε θα χρειαστούμε ξανά τούς Τιτάνες.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ