FOCUS

Ιταλικές εκλογές: Λευκές φάλαινες, τρίχρωμες φλόγες, Δον Καμίλο και χαμένες ευκαιρίες

Ιταλικές εκλογές: Λευκές φάλαινες, τρίχρωμες φλόγες, Δον Καμίλο και χαμένες ευκαιρίες
Σε πλήρη σύνθεση η Δεξιά Συμμαχία της Ιταλίας: Από αριστερά, ο Ματέο Σαλβίνι της Λέγκας, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι της Forza Italia, η Τζόρτζια Μελόνι των Αδελφών της Ιταλίας και ο Μαουρίτσιο Λούπι του Noi Con l'Italia. AP Photo / Gregorio Borgia

Η ιστορία των ιταλικών εκλογών, ειδικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μοιάζει με κλασικό λατινοαμερικάνικο μυθιστόρημα: Για να μην χαθείς ανάμεσα στα δεκάδες ονόματα, επώνυμα και τίτλους αριστοκρατίας, θα πρέπει συχνά να ανατρέχεις στο τέλος του βιβλίου, όπου ο συγγραφέας δίνει την απαραίτητη βοήθεια με ένα ακριβές γενεαλογικό δέντρο.

Στο παζλ που ούτως ή άλλως συνθέτει την ιταλική μπότα, τα ονόματα των πρωταγωνιστών είναι τόσα πολλά και οι μεταλλάξεις των πολιτικών κομμάτων και συνασπισμών τόσο συχνές, που καθιστούν το διάγραμμα κάτι παραπάνω από απαραίτητο.

Η ιστορία της Ιταλίας, όπως αποτυπώνεται στις εκλογικές της αναμετρήσεις από το 1946 και μετά, όταν ξεπέρασε τον εφιάλτη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και δοκίμασε τη δημοκρατία, έχει τα πάντα: Καλούς, κακούς και… άσχημους. Το ιδιαίτερο εκλογικό σύστημα έπαιξε το ρόλο του. Επί μισό αιώνα σχεδόν ίσχυσε μια από τις πιο άδολες μορφές απλής αναλογικής που εμφανίστηκαν ποτέ, κι έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς να γίνουν πρωταγωνιστές. Οι κατά τόπους ιδιαιτερότητες και διαφορές των περιοχών που ιστορικά συνέθεσαν την Ιταλία πρόσθεσαν ακόμα μεγαλύτερη ποικιλομορφία.

Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι το απόλυτο παγκόσμιο ρεκόρ κυβερνήσεων: Σε 76 χρόνια δημοκρατίας η Ιταλία έχει αλλάξει 69 διαφορετικές κυβερνήσεις και από τις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου θα αναδειχτεί η 70ή.

Οι συμπαθούντες τον Μουσολίνι ήταν πάντα παρόντες

meloni.jpg
Η Τζόρτζια Μελόνι, επικεφαλής του ακροδεξιού κόμματος Fratelli d' ItaliaAP Photo / Alessandro Garofalo

Οι εκλογές ακόμα δεν έχουν γίνει, όμως το πρόσωπο των εκλογών έχει ήδη αναδειχτεί εκ των προτέρων. Η Τζόρτζια Μελόνι, η 45χρονη πρόεδρος των «Αδελφών της Ιταλίας» (Fratelli d’ Italia) αναμένεται να οδηγήσει το κόμμα σε μια ιστορική πρωτιά. Από την εποχή του Μπενίτο Μουσολίνι ένα κόμμα που χαρακτηρίζεται ανοιχτά ακροδεξιό και νεοφασιστικό (αν και το ίδιο προτιμά να αυτοχαρακτηρίζεται εθνικιστικό) έχει να πατήσει κορυφή στις προτιμήσεις του λαού. Σε αυτό συμφωνούν όλες τις δημοσκοπήσεις, μένει να καταγραφεί το ακριβές ποσοστό, που θα καθορίσει και τις εξελίξεις.

Μια τέτοια επιλογή θα μπορούσε να προκαλέσει οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα εκτός από έκπληξη. Όσοι πέφτουν από τα σύννεφα ασφαλώς δεν γνωρίζουν ότι κόμματα με τέτοιου είδους ιδεολογία, άλλοτε συγκεκαλυμμένη κι άλλοτε πιο ξεκάθαρη, ήταν παρόντα σε κάθε εκλογή κι έχαιραν της προτίμησης ενός σημαντικού κομματιού των Ιταλών.

Οι «φρατέλι» φαινομενικά δημιουργήθηκαν όταν αποσπάστηκαν από το δεξιό κόμμα του Μπερλουσκόνι το 2012. Το 80% της ηγεσίας και των στελεχών τους, όμως, έρχονταν από την Εθνική Συμμαχία (Alleanza Nationale), ένα καθαρά ακροδεξιό κόμμα, το οποίο είχε ιδρυθεί το 1995 και απορροφηθεί από τον «καβαλιέρε» τρία χρόνια πριν. Μάλιστα, ο ηγέτης του Τζιανφράνκο Φίνι εκτός του ότι συμμετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό είχε ανταμειφθεί και με θέσεις ευθύνης.

Με τη σειρά της, η Συμμαχία ήταν ο διάδοχος του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος (Movimento Sociale Italiano, MSI), του μετα-φασιστικού συντηρητικού κόμματος που δημιουργήθηκε το 1946 για να στεγάσει όλους τους συμπαθούντες το φασιστικό καθεστώς (πολλοί εκ των οποίων είχαν συνεργαστεί και με τους ναζί) και έμεινε στην πολιτική ζωή της Ιταλίας για μισό αιώνα. Τα ποσοστά του δεν του έδωσαν ποτέ ρόλο πρωταγωνιστή (μεγαλύτερο ήταν το 8,7% που πήρε στις εκλογές του 1972), όμως σε όλες τις εκλογές από το 1953 ως το 1992 εξέλεγε από 24 ως 56 βουλευτές. Δεν το λες και λίγο.

Για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, και τα τρία κόμματα χρησιμοποίησαν το παραδοσιακό νεο-φασιστικό έμβλημα, μια φλόγα στα χρώματα της ιταλικής σημαίας (Fiama Tricolore).

H ιταλική ακροδεξιά πειραματίστηκε με πολλά πρόσωπα. Η Αλεσάντρα Μουσολίνι, η εγγονή του δικτάτορα, πέρασε για λίγο από τα βουλευτικά έδρανα και για μια πενταετία από την Ευρωβουλή (2014-19). Ολίγον από τραγουδίστρια, μοντέλα, ηθοποιός και τηλεπερσόνα, στα 60 της έχει πια αποσυρθεί.

Το φαινόμενο της λευκής φάλαινας

Στην ιστορία της δημοκρατικής Ευρώπης δεν υπήρξε, ούτε θεωρούμε ότι θα υπάρξει στο μέλλον, κάτι αντίστοιχο με την ηγεμονία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος στο πολιτικό σκηνικό. Μιλάμε για ένα κόμμα που βρισκόταν στην κυβέρνηση επί σχεδόν μισό αιώνα, από το 1946 που κέρδισε την πρωτιά στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές μέχρι και το 1994, οπότε και διαλύθηκε υπό το ασήκωτο βάρος σκανδάλων. Σ’ αυτά τα 48 χρόνια άλλαξε 11 διαφορετικούς αρχηγούς και εισήγαγε στην πολιτική αργκό την έννοια «κομματοκρατία» (partitocrazia), που σημαίνει ότι μια κομματική θέση-κλειδί είναι απείρως σημαντικότερη από μια θέση στο κοινοβούλιο ή στην ίδια την κυβέρνηση.

Το παρατσούκλι των Χριστιανοδημοκρατών ήταν το «la balena bianca», δηλαδή η λευκή φάλαινα. Λευκό ήταν ένα από τα κύρια χρώματα του ιστορικού εμβλήματός του, μια λευκή ασπίδα μ’ έναν κόκκινο σταυρό. Ο όρος φάλαινα προφανώς δείχνει το εκτόπισμα: To επέλεγαν μαζικά οι Ιταλοί, σε ποσοστά που ξεπερνούσαν ή άγγιζαν το 40%, για περίπου 40 χρόνια. Ακόμα και την τελευταία δεκαετία της ζωής του είχε ηγετική παρουσία (29,7% το 1992). Την χρονιά που διαλύθηκε αριθμούσε πάνω από 2 εκατομμύρια εγγεγραμμένα μέλη!

Η τοποθέτησή του ήταν κεντρώα, όχι τόσο λόγω ιδεολογίας και ίσων αποστάσεων, όσο… θέσης απέναντι στα πράγματα. Μπορούσε να επεκταθεί και δεξιά και αριστερά, είχε φράξιες, ομάδες και παραομάδες με διαφορετική ιδεολογία, στην ουσία ήταν ο ορισμός αυτού που οι Αμερικανοί λένε «catch-all party». Όποιος ενδιαφερόταν να κυβερνήσει έμπαινε κάτω από την μεγάλη τέντα μ’ ένα απλό «σιδέρωμα» των απόψεών του.

Το πόσο δύσκολο ήταν αυτό που γινόταν φάνηκε από το ότι κανείς δεν μπόρεσε να το ακολουθήσει. Κανένα κόμμα, ούτε δεξιόστροφο, ούτε αριστερόστροφο, δεν μπόρεσε να έχει την εκλογική αποδοχή των Χριστιανοδημοκρατών. Ο δε επίσημος διάδοχος, το Λαϊκό Κόμμα (Partito Popolare Italiano) υποχώρησε αμέσως σε μονοψήφια ποσοστά πριν διαλυθεί οριστικά το 2002.

Κομμουνιστικό Κόμμα: Η χαμένη ευκαιρία της εξουσίας

berlinguer-2.jpg
Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, εμβληματική μορφή του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΙταλίαςAP Photo / Broglio (File)

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας υπήρξε διαχρονικά το ισχυρότερο εκλογικά και πολιτικά στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η επιρροή του ήταν καταλυτική στα πράγματα, αν και πάντα βρισκόταν σε θέση αντιπολίτευσης. Με ποσοστά που ξεπερνούσαν το 20% και 25% σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 1948 μέχρι και τις τελευταίες που έλαβε μέρος (1987), έφτασε το 1976 στο υψηλότερο σημείο του 34,4% και των 228 εδρών σε σύνολο 630 βουλευτών. Ανέδειξε προσωπικότητες όπως ο Παλμίρο Τολιάτι και ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, οι οποίοι αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για τη διεθνή Αριστερά.

Οι εκλογές του 1948, οι πρώτες της Ιταλικής Δημοκρατίας (αυτές του 1946 τυπικά η χώρα ήταν ακόμα βασίλειο), αποτέλεσαν το μετέωρο βήμα του κομουνιστικού κινήματος στην Ιταλία. Σ’ ένα άκρως πολωμένο κλίμα, δόθηκε μια εκλογική μάχη με διακύβευμα όχι τις έδρες του Κοινοβουλίου, αλλά τον προσανατολισμό της Ιταλίας τα επόμενα χρόνια είτε προς τη Δύση, είτε προς την ΕΣΣΔ. Η συμφωνία των μεγάλων στη Γιάλτα λίγα χρόνια πριν, η οποία «έδινε» τη Ιταλία στη Δύση, τηρήθηκε. Τα «κεντρώα» κόμματα πήραν καθαρή πλειοψηφία, ο αριστερός συνασπισμός έχασε μάλιστα έδρες σε σχέση με το 1946 κι έμεινε στο 31%. Αρκετά αργότερα, η CIA παραδέχτηκε ότι είχε χρηματοδοτήσει τα «κεντρώα» κόμματα με το ποσό του 1 εκ. δολαρίων (σημερινά 11 εκ. δολάρια) και η Voice of America έκανε τέτοια προπαγάνδα, που άφηνε υπονοούμενα για διακοπή οικονομικής βοήθειας αν επικρατούσαν οι κομουνιστές μέχρι και για βομβαρδισμό με ατομικές βόμβες στις πόλεις που θα επέλεγαν να ψηφίσουν αριστερά!

Στην ιστορία πέρασε και ο λεγόμενος «ιστορικός συμβιβασμός» (ιταλ. Compromesso Storico) της δεκαετίας του’ 70, δηλαδή της συμφωνίας μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Κομμουνιστών σε διάφορες κυβερνητικές αποφάσεις. Στις εκλογές του 1972 τα δύο κόμματα πήραν συνολικά σχεδόν το 67% των συνολικών ψήφων, ο τότε Χριστιανοδημοκράτης πρωθυπουργός Άλντο Μόρο και ο Κομουνιστής γενικός γραμματέας Ενρίκο Μπερλίνγκουερ αποφάσισαν να επιδιώξουν μια κοινή πορεία με μίνιμουμ συμφωνίες, παρά τις αντιδράσεις και από τα δεξιά, και από τα αριστερά. Η ακροαριστερή τρομοκρατική οργάνωση Ερυθρές Ταξιαρχίες έφτασε στο σημείο να απαγάγει τον Μόρο τον Μάρτιο του 1978 και να τον δολοφονήσει δύο μήνες αργότερα, αφού δεν έγιναν δεκτά τα αιτήματά της.

Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991 άλλαξε και τους Ιταλούς κομουνιστές, που μετεξελίχθηκαν σε «Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς» (1991-98) και «Δημοκράτες της Αριστεράς» (1998-2007), πριν απορροφηθούν από το σημερινό Δημοκρατικό Κόμμα. Η εκλογική τους επιρροή περιορίστηκε σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα.

O «Δον Καμίλο» υπάρχει μόνο στη φαντασία

Ποια ήταν η διαχρονική στάση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην ιταλική πολιτική; Σε αντίθεση με άλλα δόγματα, στα οποία, τυπικά τουλάχιστον, ο κλήρος στέκεται ουδέτερος και δεν παρεμβαίνει, στην Ιταλία έπαιξε (και ενδεχομένως παίζει ακόμα) σημαντικό ρόλο επηρεασμού του εκλογικού σώματος. Δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διεκδικεί ανέκαθεν και εγκόσμια εξουσία και πριν περιοριστεί σε μερικά κτίρια της Ρώμης, τα οποία αποτελούν το Κράτος του Βατικανού, μέχρι την εποχή της ιταλικής ενοποίησης διοικούσε μια περιοχή (τα λεγόμενα Παππικά Κράτη) στο κέντρο της χώρας με έκταση όσο περίπου η μισή Ελλάδα.

Από τις κομβικές εκλογές του 1948, όπου η Εκκλησία χρηματοδότησε φανερά το αντι-κομουνιστικό ρεύμα και μετέτρεψε τους ναούς σε κέντρα προπαγάνδας, μέχρι και τώρα, υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της επίσημης Εκκλησίας και των δεξιών κομμάτων. Αυτό παρατηρείται αν και υπάρχουν εκατομμύρια πιστών Καθολικών που δεν έχουν δεξιές πεποιθήσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τους τρεις τελευταίους πρωθυπουργούς πριν τον Μάριο Ντράγκι (Ρέντζι, Τζεντιλόνι, Κόντε), που δεν τους λες και δεξιούς.

To 1948 o Τζιοβανίνο Γκουαρέσι δημοσίευσε την πρώτη ιστορία του «Δον Καμίλο». Προσπαθώντας να σατιρίσει το κλίμα της εποχής, ο Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας έφτιαξε ένα αριστούργημα. Οι ιστορίες, που έφτασαν τις 347 συνολικά, διηγούνται με σπαρταριστό τρόπο την κόντρα του Δον Καμίλο, εφημέριου ενός μικρού χωριού στη βόρεια Ιταλία, με τον κομουνιστή δήμαρχο Πεπόνε. Σαφής η υπόνοια, ότι οι δύο κόσμοι μπορούν να συνυπάρξουν. Στην πραγματικότητα, ο καθένας πήρε τη θέση του.

Ανεξάρτητη Σικελία, Αουσόνια και Παντάνια

Πριν από σχεδόν 1,5 αιώνα ξεκίνησε η διαδικασία μετατροπής του όρου «Ιταλία» από γεωγραφικό σε πολιτικό. Στο μεγαλύτερο διάστημα των τελευταίων δύο χιλιετιών η Ιταλία ήταν διαιρεμένη σε διάφορα κράτη και κρατίδια κι αυτό τόνωσε ακόμα περισσότερο τις διαφορές μεταξύ των κατοίκων της. Η διαδικασία της ενοποίησης δεν ήταν εύκολη, ιδιαιτερότητες υπάρχουν ακόμα και, φυσικά, εκφράζονται εκλογικά.

Για τον μέσο Ευρωπαίο πολίτη, το πρώτο που του έρχεται στο μυαλό όταν ακούει «περιφερειακό κόμμα» στην Ιταλία είναι η Λέγκα του Βορρά. Ξεκίνησε το 1989 σαν μια ομοσπονδία περιφερειακών κομμάτων που δρούσαν στη βόρεια Ιταλία με σκοπό να προασπίσουν τα συμφέροντα (οικονομικά κυρίως) των τοπικών πληθυσμών των αναπτυγμένων ιταλικών περιοχών σε σχέση με τον υπανάπτυκτο νότο. O τότε αρχηγός του κόμματος Ουμπέρτο Μπόσι έφτασε στο σημείο το 1997 να κηρύξει την ανεξαρτησία της Παντάνια, ενός κράτους που περιλαμβάνει όλες τις περιοχές της βόρειας και κεντρικής Ιταλίας. Φυσικά το πρότζεκτ δεν προχώρησε.

Από τους 55 βουλευτές στις πρώτες εκλογές που πήρε μέρος το 1992 έφτασε τους 117 δύο χρόνια αργότερα. Η επιρροή της άρχισε να φθίνει με το πέρασμα του χρόνου, ώσπου υπό την ηγεσία του Ματέο Σαλβίνι στις εκλογές του 2018 πέτυχε ποσοστό-ρεκόρ (17,4%) και με 124 βουλευτές ηγήθηκε στον κυβερνητικό συνασπισμό. Ο Σαλβίνι έγινε αναπληρωτής πρωθυπουργός και υπουργός εσωτερικών.

Εκτός από τη Λέγκα, όμως, υπάρχουν και άλλα περιφερειακά κόμματα με τοπική δύναμη, κυρίως σε περιοχές με γλωσσικές και εθνικές μειονότητες. Το Λαϊκό Κόμμα του Νότιου Τιρόλου, στην επαρχία Τρεντίνο, είναι η ισχυρότερη δύναμη, όπως και η Ένωση της Κοιλάδας της Αόστα (Union Valdotaine), στην ομώνυμη επαρχία με τη γαλλόφωνη πλειοψηφία.

Κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί αυτονομιστικά κόμματα στο Τριέστε, στη Σαρδηνία και τη Σικελία, με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Το 1946, μάλιστα, το «Κίνημα για την Ανεξαρτησία της Σικελίας» εξέλεξε 4 βουλευτές, χωρίς βεβαίως να πετύχει το στόχο του. Κατ’ αντιστοιχία δε με τη Λέγκα του Βορρά υπάρχει και η Λέγκα του Νότου, η οποία θεωρητικά ζητάει την ανεξαρτησία των νότιων επαρχιών με την επωνυμία «Αουσόνια», όμως έχει ελάχιστη επιρροή.

Από τον Μπερλουσκόνι στον Γκρίλο

Ο μεγιστάνας των ιταλικών ΜΜΕ και ηγετική μορφή της ιταλικής Δεξιάς, Σίλβιο ΜπερλουσκόνιAP Photo / Gregorio Borgia

Τα τελευταία 30 χρόνια το πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία έχει διαφοροποιηθεί σε βαθμό που δεν αναγνωρίζεται. Η παρουσία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν διαχρονική σ’ αυτό το διάστημα. Το 1994 ως επικεφαλής του Forza Italia και ενεργός πρόεδρος της Μίλαν οδήγησε τον κεντροδεξιό συνασπισμό στην πρώτη θέση. Διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός (τελευταία το 2011), πρωταγωνίστησε στο Rubygate, το σκάνδαλο μεγατόνων με ερωτικά όργια στη βίλα του με ανήλικες συνοδούς. Σήμερα, στα 85 του, είναι παρών στις εκλογές, ωστόσο οι δημοσκοπήσεις του δίνουν ένα ταπεινό ποσοστό που δεν ξεπερνάει το 5%.

Ο Ρομάνο Πρόντι, ηγέτης της κεντροαριστεράς, ήταν μια ακόμα προβεβλημένη φιγούρα, διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός, αλλά δεν μπόρεσε να υπερβεί το παρατσούκλι του, «Καθηγητής» για να γίνει λαϊκός ήρωας. Κάτι τέτοιο έγινε ο Μπέπε Γκρίλο, ο διάσημος κωμικός, ο οποίος το 2009 έφτιαξε το «Κίνημα Πέντε Αστέρια» κι όχι μόνο πέτυχε να εκλεγεί, αλλά στις εκλογές του 2013 κέρδισε 109 έδρες και σ’ αυτές του 2018 τις έκανε 227. Ο Λουίτζι Ντι Μάιο, που είχε αναλάβει πρόεδρος του κόμματος τότε, έγινε στα 31 του ο νεότερος αναπληρωτής πρωθυπουργός στην ιστορία της χώρας.

Τρεις εκλογικοί νόμοι σε 77 χρόνια

Μπορεί η κυβερνητική αστάθεια της Ιταλίας να είναι παροιμιώδης, ωστόσο οι Ιταλοί διαχρονικά δεν μπήκαν στον πειρασμό να πειραματιστούν με τους εκλογικούς τους νόμους, προκειμένου να έχουν «σταθερές κυβερνήσεις», όπως συμβαίνει αλλού… Από το 1946 ως το 1992, για σχεδόν μισό αιώνα, ίσχυε ένα από τα πιο αναλογικά συστήματα που έχουν εφαρμοστεί σε δυτική δημοκρατία και δεν απέκλειε σχεδόν κανέναν από την φιλοδοξία να προσπαθήσει για την εκλογή του, σε τοπικό επίπεδο. Οι έδρες κατανέμονταν ανά περιφέρεια με αχρησιμοποίητα υπόλοιπα και δεν υπήρχε κανένας περιορισμός ποσοστού.

Η απλή αναλογική καταργήθηκε το 1993 με δημοψήφισμα και με τη σύμφωνη γνώμη του 82% όσων συμμετείχαν. Πλέον η χώρα χωρίστηκε σε μονοεδρικές περιφέρειες και τα δύο κοινοβουλευτικά σώματα (Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων) εκλέγουν το 75% του συνόλου με αυτόν τον τρόπο. Το υπόλοιπο 25% εκλέγεται σε όλη την επικράτεια, ανάλογα με το γενικό ποσοστό που συγκεντρώνει κάθε κόμμα, ενώ ίσχυσε και το όριο 4% για κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Ο αρχιτέκτονας αυτού του εκλογικού νόμου είναι ο τωρινός πρόεδρος της Ιταλίας Σέρτζιο Ματαρέλα.

Το 2005 ο νόμος άλλαξε προς το πλειοψηφικότερο. Καταργήθηκαν οι μονοεδρικές περιφέρειες, επέστρεψαν οι πιο διευρυμένες περιφέρειες, ωστόσο ο νομοθέτης εγγυήθηκε και τη σταθερότητα: Ο συνασπισμός που θα αναδειχτεί πρώτος στη χώρα έστω και για μία ψήφο κερδίζει αυτόματα τουλάχιστον τις 340 έδρες από τις 630 της Βουλής (το 54% των εδρών). Εννοείται ότι αν πετύχαινε καλύτερο αποτέλεσμα και συγκεντρώσει περισσότερες έδρες, τις διατηρούσε.

Η τελευταία αλλαγή έγινε το 2015, εγκρίθηκε με δημοψήφισμα και μ’ αυτόν τον εκλογικό νόμο θα διεξαχθούν και οι εκλογές του 2022. Οι μονοεδρικές επέστρεψαν (είναι πλέον 232) και άλλοι 386 βουλευτές θα εκλεγούν με αναλογικό σύστημα σε επίπεδο περιφέρειας. Οι υπόλοιποι 12 θα εκλεγούν από τις ψήφους των Ιταλών του εξωτερικού.

Αυτή η αίσθηση, ότι η κάθε ψήφος μετράει και μπορεί να επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα, υπήρξε ένα διαχρονικό κίνητρο για τεράστια συμμετοχή στις εκλογές. Επί δεκαετίες το ποσοστό συμμετοχής ξεπερνούσε το 85% κι έφτασε το ασύλληπτο 93,87% το 1953. Με την εκλογική αδιαφορία που πλήττει όλη την Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες αυτά τα ποσοστά υποχώρησαν, αλλά και πάλι βρίσκονται σε εξαιρετικό επίπεδο. Στις τελευταίες εκλογές του 2018 ψήφισε το 72,93% των εγγεγραμμένων (34 εκατομμύρια σε 46,5 εκατομμύρια). Σε αυτές τις εκλογές αναμένεται και πάλι πάνω από το 70% να ασκήσει το δικαίωμά του.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ