FOCUS

Πώς μυρίζει το παρελθόν; Ερευνητές αποκωδικοποιούν τη συνταγή για το άρωμα της Κλεοπάτρας

Πώς μυρίζει το παρελθόν; Ερευνητές αποκωδικοποιούν τη συνταγή για το άρωμα της Κλεοπάτρας
Ο πίνακας «Κλεοπάτρα και Καίσαρας», του Jean-Léon Gérôme Wikipedia

Η όσφρηση είναι μια μάλλον παρεξηγημένη αίσθηση: η μυρωδιά ενός παιδικού σνακ ή σκονισμένου βιβλίου έχει τη δύναμη να μεταφέρει τους ανθρώπους δεκαετίες πίσω και να επαναφέρει στο μυαλό τους συγκινήσεις και βιώματα από μια άλλη εποχή -ένα είδος «ταξιδιού στο χρόνο» που κάνει τις παλιές και ξεθωριασμένες αναμνήσεις πιο ζωντανές.

Γιατί τότε δεν χρησιμοποιούμε την αίσθηση αυτή για να κατανοήσουμε το παρελθόν;

Αυτό θέλουν να κάνουν τώρα ερευνητές, που επιδιώκουν να αναδημιουργήσουν αρχαία αρώματα και μυρωδιές και να τα χρησιμοποιήσουν για να μάθουν περισσότερα για τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή.

Η επιστημονική αυτή προσπάθεια έλαβε νέα ώθηση μετά την πανδημία του κορωνοϊού, όταν εκατομμύρια άνθρωποι ανά τον κόσμο βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ενοχλητική ανοσμία.

«Πρόκειται για μια πολύ ζωτική αίσθηση. Η όσφρηση ήταν πάρα πολύ σημαντική και στο παρελθόν. Τότε ίσως και ακόμη περισσότερο γιατί δεν ήταν όλα τα πράγματα τόσο αποστειρωμένα» λέει η Μπαρμπαρα Χούμπερ, ερευνήτρια αρχαιολογίας από το Ινστιτούτο Γεωανθρωπολογίας Μαξ Πλανκ.

Πώς, όμως, μπορούν να αναβιώσουν οι μυρωδιές του παρελθόντος;

Οι αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν, συνήθως, αντικείμενα, τα οποία μπορούμε να δούμε και να αγγίξουμε.

Αυτά είναι που εκτίθενται, άλλωστε, και στα μουσεία.

Οι οσμές, όμως, είναι φύσει… ατίθασες -μόλις εξαφανιστεί η πηγή τους, εξανεμίζονται και αυτές στον αέρα.

Όπως εξηγεί η Χούμπερ, οι περισσότερες προέρχονται από τρόφιμα, ζώα ή ανθρώπους και έτσι πολύ γρήγορα «χάνονται».

Παρά τις προκλήσεις, ωστόσο, η ίδια είπε ότι υπάρχουν αρκετές βιομοριακές προσεγγίσεις που βοηθούν την επιστημονική κοινότητα να αποκωδικοποιήσει τις αρχαίες οσμές.

Η μυρωδιά της ιστορίας

Το «κλειδί» για την αποκρυπτογράφηση των οσμών είναι, συνήθως, αόρατο.

Οι ειδικοί μπορούν να εντοπίσουν βιομοριακά υπολείμματα πάνω σε μπουκάλια από αρώματα, σκεύη μαγειρικής ή σκεύη φύλαξης τροφίμων, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες τεχνικές, όπως η χρωματογραφία.

Πρόκειται για μια διαδικασία που επιτρέπει το διαχωρισμό των μειγμάτων -τη φασματομετρία μάζας- και μπορεί να ανιχνεύσει διαφορετικές ενώσεις, υπολογίζοντας το βάρος διαφορετικών μορίων.

Τα βιομόρια που παρέχουν περισσότερες πληροφορίες, σύμφωνα με τη Χούμπερ, είναι τα λιπίδια, τα λίπη, τα κεριά και τα λάδια -που δεν είναι υδατοδιαλυτά.

Ανάγλυφο που αναπαριστά την Κλεοπάτρα Ζ΄ και το γιο της Καισαρίωνα, στο Ναό της Αθώρ στα Δένδερα / Wikipedia

Εντοπίζονται τακτικά σε πορώδη κεραμικά, που μετά από διάφορες χρήσεις έχουν απορροφήσει τα στοιχεία αυτά.

Τα λιπίδια εντοπίζονται επίσης σε περιττώματα.

Η Χούμπερ μελετά επίσης δευτερογενείς μεταβολίτες -οργανικές ενώσεις που παράγονται από φυτά.

Μεταξύ αυτών, ρητίνες, αρωματικά ξύλα, βότανα, φρούτα και μπαχαρικά.

Οι ενώσεις αυτές μπορούν να αποκαλύψουν τα συστατικά αλλά και τις οσμές που είχαν θυμιάματα, φάρμακα και φαγητά.

Η αλληλουχία του αρχαίου DNA και η πρωτεομική -δηλαδή η μελέτη των πρωτεϊνών που εντοπίζεται σε πράγματα, όπως για παράδειγμα η ασβεστωμένη οδοντική πλάκα- έχει ανιχνεύσει στο παρελθόν αμινοξέα, τα οποία έδειχναν πως και οι αρχαίοι αντιμετώπιζαν προβλήματα με τα ούλα τους και άρα έπασχαν και από κακοσμία στόματος.

Ωστόσο, όπως εξηγεί η Χούμπερ, η συγκέντρωση αυτών των οσφρητικών ενδείξεων είναι μόνο η αρχή.

Ανασυνθέτοντας οσμές

Κατά τη διάρκεια των εργασιών της, η Χούμπερ μελέτησε θυμιατήρια που έχουν εντοπιστεί στον 5.000 ετών αρχαιολογικό χώρο της Τάμυα, τον αρχαιότερο οικισμό της Σαουδικής Αραβίας.

Ανίχνευσε, λοιπόν, δευτερογενείς μεταβολίτες, που αποκάλυψαν τη χρήση λιβανιού, μύρου και φιστικιών σε κατοικίες, τάφους και ναούς.

Στη συνέχεια, η ειδικός συνεργάστηκε με αρωματοποιό για να καταφέρει να «ζωντανέψει» τις οσμές αυτές και να αναδημιουργήσει πώς μύριζαν οι χώροι αυτοί στα αρχαία χρόνια.

«Οι ρητίνες έμοιαζαν αρκετά μεταξύ τους… Αλλά όταν τις κάψεις, έχουν εντελώς διαφορετικές μυρωδιές. Για παράδειγμα, το λιβάνι έχει έντονη μυρωδιά και μπορείς να καταλάβεις πως ενδεχομένως να χρησιμοποιείτο για να “καθαρίσει” ένα σπίτι από ανεπιθύμητες μυρωδιές ή κάτι τέτοιο» εξήγησε η Χούμπερ.

kleopatra.jpg
Sean Coughlin/Institute of Philosophy/Czech Academy of Sciences - CNNi

Με τη σειρά του, ο Σον Κόχλιν, ερευνητής αρχαίας και μεσαιωνικής σκέψης στην Τσεχική Ακαδημία επιστημών, προσπαθεί να αναπαράγει τα αρώματα που μπορεί να χρησιμοποιούσε ακόμη και η ίδια η Κλεοπάτρα, αποκρυπτογραφώντας τις συνταγές που είχαν καταγραφεί σε αρχαία αιγυπτιακά κείμενα αλλά και σε επιγραφές σε τοίχους ναών.

«Το πρόβλημα είναι απλό. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, όταν ακολουθείς μια συνταγή, ξέρεις το αποτέλεσμα που θέλεις να έχεις. Όταν, όμως, προσπαθείς να αναδημιουργήσεις μια ιστορική συνταγή, δεν έχεις στόχο» τόνισε χαρακτηριστικά ο ίδιος.

Και συνέχισε:

«Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να εκμεταλλευτούμε την οργανική χημεία για να μάθουμε κάτι για τη διαδικασία. Γιατί πιστεύουμε ότι η διαδικασία είναι στην πραγματικότητα αυτή που μπορεί να καθορίσει το εύρος των πιθανών οσμών».

Ο ερευνητής παρομοιάζει τα πειράματά του με τον αυτοσχεδιασμό που κάνουν μάγειρες σε δημοφιλείς εκπομπές μαγειρικής ανά τον κόσμο.

Παρότι αρκετές προσπάθειες δεν απέδωσαν, «υπάρχει πρόοδος», όπως είπε.

Έδωσε, μάλιστα, και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: μια συνταγή που προσπάθησε να κάνει έγραφε πως πρέπει να ζεστάνει το λάδι για 10 ημέρες και 10 νύχτες πριν το αρωματίσει με ξύλα κανέλας και μύρο.

«Αυτό ήταν ένα μεγάλο μυστήριο για εμάς…» δήλωσε ο ειδικός.

«Εάν έχεις μαγειρέψει ποτέ λάδι για 10 ημέρες και 10 μήνες θα ξέρεις ότι μετά, βρωμάει» είπε ο Κόχλιν, συνεχίζοντας:

«Υπάρχει επίσης ένα στάδιο, μετά τη θέρμανση του ελαίου, αλλά πριν από τη δημιουργία του αρώματος, όταν προστίθενται αρωματικά όπως ρίζες, κρασί και ρητίνες.

Η υπόθεσή μας είναι ότι αυτά όχι μόνο κάλυπταν τη δυσάρεστη μυρωδιά αλλά απορροφούσαν και την κακοσμία από το έλαιο».

smells.jpg
Πείραμα για την «αποκωδικοποίηση» αρχαίων αρωμάτων σε επιστημονικό εργαστήριο, υπό τον Σον Κόχλιν, στην Πράγα / Jana Rihova/Institute of Philosophy/Czech Academy of Sciences - CNNi

Στις μέρες μας, τα περισσότερα αρώματα χρησιμοποιούν ως βάση την αιθανόλη.

Υπάρχουν όμως ορισμένα λεπτά, φυσικά αρώματα, που απαιτούν ακόμη τη χρήση κάποιου ειδικά ραφιναρισμένου ελαίου ή λίπους.

Είναι αδιαμφισβήτητο, όμως, ότι οι σύγχρονοι χημικοί χρωστάνε πολλά στους αρχαίους αρωματοποιούς, που ανέπτυξαν πολλές από τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα.

Μεταξύ αυτών, η απόσταξη αλλά και οι διάφορες μέθοδοι κλασματοποίησης υγρών.

Ο επιστημονικός κόσμος ξεκινά τώρα διαδικασίες για να διατηρήσει σύγχρονες οσμές και μυρωδιές για τις μετέπειτα γενιές, ώστε και εκείνες να μπορέσουν να αποκτήσουν μια πραγματική αίσθηση για πώς ζούμε εμείς.

«Αρχείο» οσμών

Το Ινστιτούτο Βιώσιμης Κληρονομιάς του λονδρέζικου πανεπιστημίου UCL ανέπτυξε μια χημική συνταγή που επιτρέπει την αναδημιουργία της μυρωδιάς παλαιών βιβλίων.

Εν προκειμένω, οι ειδικοί «αποτύπωσαν» τη μυρωδιά της βιβλιοθήκης του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο, πριν από την ανακαίνιση που ξεκίνησε το 2018.

Οι επισκέπτες της βιβλιοθήκης, που είχε αλλάξει ελάχιστα από το 1709, αναφέραν τακτικά ότι αυτή η οσμή παλαιών βιβλίων ήταν ιδιαίτερα ελκυστική.

«Στην εποχή της ψηφιοποίησης, η εργασία με χειροπιαστά αρχεία είναι πλέον αρκετά σπάνια και έτσι θεωρείται πολύτιμη εμπειρία η δυνατότητα να πιάσει και να μυρίσει ένας ερευνητής χειρόγραφα» αναφέρει μια έρευνα του 2017 για το πρότζεκτ.

Οι μελετητές χρησιμοποίησαν πληροφορίες από οργανικές ενώσεις που συγκέντρωσαν από τη συγκεκριμένη βιβλιοθήκη για να αναπαράγουν την ιστορική μυρωδιά των βιβλίων.

H Σεσίλια Μπεμπίμπρε αναζητά δείγματα οργανικών ενώσεων σε παλαιό βιβλίο / HMahgoub - CNNi

Παράλληλα, δημιούργησαν μια «ρόδα οσμών» -ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν οι αρωματοποιοί και οι οινοποιοί- για να καταγράψουν και να αρχειοθετήσουν αυτές τις οσμές του παρελθόντος.

Η Σεσίλια Μπεμπίμπρε, από το Ινστιτούτο Βιώσιμης Κληρονομιάς του UCL, δήλωσε πως η διατήρηση της μυρωδιάς της βιβλιοθήκης ήταν σημαντική, καθώς αποτελούσε ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς της.

«Δεδομένου ότι ο χώρος ανακαινίζεται τα τελευταία χρόνια και η συλλογή αφαιρέθηκε, είναι λογικό ότι έφυγε και η μυρωδιά των βιβλίων» είπε η Μπεμπίμπρε, η οποία είναι μέλος του ερευνητικού προγράμματος Odeuropa, που έχει ως στόχο να αναδημιουργήσει ιστορικά αρώματα.

Και κατέληξε λέγοντας:

«Το κιτ διατήρησης που δημιουργήσαμε είναι τώρα το μόνο υπάρχον αρχείο χαμένων οσμών».

How scientists are decoding what the past smelled like, by Katie Hunt